ΕΚΤΑΚΤΗ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
ΠΑΣΟΚ: Η «ακτινογραφία» της επόμενης ημέρας - Τι λένε δηµοσκόποι και αναλυτές στα «Π»
Εξηγούν τις αλλαγές που ενδέχεται να σηµατοδοτήσει η ανάδειξη νέου αρχηγού στο ΚΙΝ.ΑΛ - Οι εκτιµήσεις, τα πρώτα δεδοµένα και το κλίµα µετά τις κάλπες
Οι μετακινήσεις που παρατηρούνται συνολικότερα στο πολιτικό σκηνικό μετά και την εκλογή του Νίκου Ανδρουλάκη καταγράφονται ήδη στις δημοσκοπήσεις που βλέπουν το φως της δημοσιότητας.
Σε μια περίοδο που τα φώτα είναι στραμμένα στον νέο αρχηγό του Κινήματος Αλλαγής, τα «Π» κάνουν μια πρώτη αποτίμηση των όσων συμβαίνουν στην πολιτική σκακιέρα. Το συμπέρασμα φαίνεται πως είναι σε γενικές γραμμές κοινό σε ό,τι αφορά την έντονη κινητικότητα που παρατηρείται έπειτα από πολλά χρόνια και που ενδεχομένως να προκαλέσει αλλαγές στους συσχετισμούς, ιδίως στο πεδίο της ευρύτερης Κεντροαριστεράς. Από την εξίσωση δεν βγαίνει και η Ν.Δ., η οποία ενδεχομένως να επηρεαστεί από το γενικότερο κλίμα που δημιουργείται.
Παραλλήλως, είναι κοινός τόπος πως θα απαιτηθεί χρόνος για να εξαχθούν ασφαλέστερα πολιτικά συμπεράσματα. Σε κάθε περίπτωση, όπως επισημαίνει με δήλωσή του στα «Π» ο σύμβουλος στρατηγικής και επικοινωνίας Ευτύχης Βαρδουλάκης, «ο Νίκος Ανδρουλάκης ξεκινάει τη θητεία του με τη δυναμική που του δίνουν η εντυπωσιακή σε εύρος νίκη του και η μεγάλη συμμετοχή στις εσωκομματικές διαδικασίες του ΚΙΝ.ΑΛ. Ως άφθαρτο πρόσωπο, ο ίδιος έχει τη δυνατότητα να επιχειρήσει μια αμφίπλευρη διεύρυνση επιχειρώντας να αναδιατάξει τους πολιτικούς συσχετισμούς». Ο έμπειρος αναλυτής επισημαίνει ότι ο δρόμος δεν θα είναι εύκολος, καθώς «το ΠΑΣΟΚ παραμένει ένα τραυματισμένο κόμμα, με μεγάλο πρόβλημα στις νέες ηλικίες και με αρκετά στελέχη που επιμένουν να αναλύουν τη σημερινή πραγματικότητα με όρους περασμένων δεκαετιών». Ο κ. Βαρδουλάκης υποστηρίζει ότι οι εξελίξεις δυνητικά αφορούν και τα δύο μεγάλα κόμματα: «Τόσο τη Ν.Δ., που αποκτά έναν ανταγωνιστή στον χώρο του Κέντρου, όσο κυρίως τον ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος όσο παραμένει δημοσκοπικά καθηλωμένος, χωρίς ορατή προοπτική εκλογικής νίκης, ενδεχομένως να νιώσει πίεση από ένα κόμμα που μεγάλο τμήμα της βάσης του αισθάνεται ως συγγενές».
Εκτός από τις επισημάνσεις του κ. Βαρδουλάκη, τα «Π» ζήτησαν τη γνώμη του πολιτικού επιστήμονα Λευτέρη Κουσούλη, της πολιτικής αναλύτριας της εταιρείας RASS Μαρίας Καρακλιούμη, του διευθυντή ερευνών της GPO Αντώνη Παπαργύρη και του πολιτικού επιστήμονα-αναλυτή Γιώργου Σεφερτζή.
Την πολιτική ακινησία των τελευταίων δύο χρόνων διατάραξε η εκλογική μάχη στο Κίνημα Αλλαγής. Η μονοθεματική επικαιρότητα του COVID-19 και των επιπτώσεών του μπήκε για λίγο στο περιθώριο από την κινητικότητα στον άλλοτε χώρο του ΠΑΣΟΚ.
Για ενάμιση περίπου μήνα οι πάλαι ποτέ «σύντροφοι» εγκατέλειψαν τον καναπέ τους και ξαναβρέθηκαν στους πολιτικούς «μπαχτσέδες», στέλνοντας αυτήν τη φορά μήνυμα αλλαγής. Αλλαγής σκυτάλης, αλλαγής γενιάς.
Με την εκλογή του κ. Ανδρουλάκη στο ΚΙΝ.ΑΛ., η «γενιά του Πολυτεχνείου» μπήκε οριστικά στην Ιστορία. Η πολιτική ακολουθεί πια την κοινωνία, όπου οι 45άρηδες δεν είναι «βρέφη», αλλά μεσήλικοι με εμπειρίες. Όπως γίνεται και στην οικονομία, όπου η γενιά που γεννήθηκε στη Μεταπολίτευση παίρνει αποφάσεις και ασκεί διοίκηση.
Είναι ο Νίκος Ανδρουλάκης επιλογή μεγέθυνσης ή συρρίκνωσης, ανανέωσης ή αναπαλαίωσης, αναδόμησης ή αποδόμησης του χώρου; Αυτό θα κριθεί στις επόμενες εκλογές, όπου η απλή αναλογική προβλέπεται να ευνοήσει τα μικρά κόμματα. Ο αέρας της νίκης αναμένεται να τον πλασάρει ψηλά δημοσκοπικά, αλλά και να τον συστήσει στο εκλογικό σώμα. Οι δημοσκοπικές επιδόσεις δεν καθορίζουν όμως τις εκλογικές.
Ο κ. Ανδρουλάκης ανήκει σε μια γενιά που δεν χρειάστηκε να αναλωθεί στην επεξεργασία θέσεων και πολιτικών, ούτε να προσδιοριστεί ιδεολογικά. Είναι στη γενιά όπου η Δημοκρατία και η λειτουργία των θεσμών θεωρούνταν δεδομένες.
Το ύφος της προσέγγισής του, αν δηλαδή θα μείνει στο επιχειρησιακό σκέλος της πολιτικής φορώντας τον μανδύα του τεχνοκράτη, αν θα περιοριστεί σε έναν καταγγελτικό λόγο ή αν θα απαντήσει στα θέματα που αφορούν το μέλλον της πολιτικής και την προάσπιση των ατομικών δικαιωμάτων σε έναν κόσμο που αλλάζει και περιορίζει τον πολίτη σε μια μικρόσφαιρα ιδιωτικού βίου και συμφερόντων, θα κρίνει το μέλλον του και εκείνο της παράταξης. Ο καιρός γαρ εγγύς!
Η εκλογή νέου αρχηγού στο ΠΑΣΟΚ - ΚΙΝ.ΑΛ. αποτελεί την πιο σημαντική εξωτερικά ορατή εξέλιξη μετά τις εκλογές του Ιουλίου του 2019. Δυόμισι χρόνια από εκείνες τις εκλογές, είναι σαν να μην έχει περάσει μία ημέρα στο πολιτικό μέτωπο. Αν προσπεράσουμε τα γεγονότα που ο χρόνος αναπόφευκτα φέρνει, Ελληνοτουρκικά, πανδημία κ.ά., ο συσχετισμός στην κάλπη παραμένει αναλλοίωτος. Σταθερή υπέρ της κυβερνητικής παράταξης η διαφορά.
Είναι πρωτόγνωρη αυτή η αριθμητική ακινησία. Στο κέντρο αυτής της αδιατάρακτης ισορροπίας βρίσκεται ο ΣΥΡΙΖΑ. Η μετεκλογική ανάπτυξη των πραγμάτων ορίστηκε από την πολιτική του αδυναμία. Αυτή η αδυναμία δεν είναι προσωρινή αστοχία ή συγκυριακή παραίτηση από τον ρόλο, με στόχο την προτεραιότητα σε μια εσωτερική ανασύνταξη δυνάμεων. Είναι η εγγενής του αδυναμία να μετεξελιχθεί σε ένα άλλο από αυτό που γνωρίζουμε και γνωρίσαμε κόμμα. Αυτή η ακινησία στην αντιπολίτευση γίνεται γενικευμένη πολιτική ακινησία, αφού η πρωτοβουλία έχει περιέλθει στην κυβέρνηση, που εύκολα, χωρίς συγκροτημένο απέναντι αντίπαλο, διατηρεί την από τις εκλογές κυριαρχία της.
Η συνθήκη αυτή θα έχει διάρκεια. Η εκλογή νέου αρχηγού στο ΠΑΣΟΚ διαμορφώνει ευνοϊκές συνθήκες βελτίωσης της πολιτικής απήχησης του τρίτου κόμματος στη Βουλή. Η νέα αυτή δυνατότητα θα φανεί στον χρόνο αν μπορεί να αξιοποιηθεί από ένα κόμμα κουρασμένο, με πολλές αρνητικές παραστάσεις από το παρελθόν, που το εμποδίζουν να περάσει εύκολα στην επόμενη πολιτική φάση, με νέα όψη και νέα ελκυστική ταυτότητα και περιεχόμενο.
Θα πρέπει να σταθούμε επιφυλακτικοί απέναντι στον μικρό ενθουσιασμό που εγέρθηκε γύρω από το ΠΑΣΟΚ τον τελευταίο καιρό. Μόνο ο χρόνος θα δώσει μια απάντηση στην απορία αν η νέα κατάσταση στον χώρο μπορεί να απειλήσει τους δύο πρωταγωνιστές, μεταξύ των οποίων σταθερά και αδιατάρακτα καταγράφεται μια στασιμότητα διαρκείας.
Η εκλογή του άφθαρτου Νίκου Ανδρουλάκη, η μεγάλη συμμετοχή στις εσωκομματικές εκλογές, σε συνδυασμό με την αδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ να εισπράξει τη φθορά της κυβέρνησης που προκαλεί η συνεχιζόμενη πανδημική κρίση, φαίνεται να οδηγούν σε αυτήν την πρώτη φάση σε ενίσχυση των δημοσκοπικών ποσοστών του ΚΙΝ.ΑΛ. Η όποια ενίσχυση βέβαια είναι προφανές ότι βρίσκεται υπό την επήρεια του πρόσφατου εκλογικού αποτελέσματος, το οποίο εκ των πραγμάτων δημιουργεί μια πολιτική δυναμική.
Τα παραπάνω έχουν πυροδοτήσει ήδη τη συζήτηση περί ανατροπών στο πολιτικό σκηνικό, οποιαδήποτε όμως αναγωγή του αριθμού των ψηφοφόρων της εσωκομματικής διαδικασίας στην εθνική κάλπη με τρόπο γραμμικό, αν δεν είναι αστήρικτη, είναι τουλάχιστον παρακινδυνευμένη και σίγουρα προωθημένη.
Είναι δεδομένο ότι, σε επίπεδο επικοινωνίας, προσδίδει έναν «αέρα» στον νεοεκλεγέντα πρόεδρο του ΚΙΝ.ΑΛ. και ταυτόχρονα τον απαραίτητο χρόνο για αναδιάταξη των δυνάμεων και συγκρότηση της στρατηγικής για την επόμενη ημέρα.
Το συντριπτικό ποσοστό καταρρίπτει οποιαδήποτε σκέψη για εσωκομματική αμφισβήτηση και δίνει στον κ. Ανδρουλάκη ελευθερία κινήσεων στην προσπάθειά του να επικοινωνήσει το δικό του πολιτικό αφήγημα. Δεν ανατρέπει, ωστόσο, σε αυτήν τη φάση τους πολιτικούς συσχετισμούς.
Θα χρειαστεί χρόνος έτσι ώστε να εμπεδωθεί -αν τελικά γίνει- οποιαδήποτε μετατόπιση από τα δεξιά ή τα αριστερά του ΚΙΝ.ΑΛ. Πιθανές μετακινήσεις στο πολιτικό εκκρεμές θα πρέπει να αποδειχθεί αν έχουν πολιτικό βάθος και δεν είναι πρόσκαιρες ή ευκαιριακές.
Το σίγουρο είναι ότι η εσωκομματική διαδικασία των τελευταίων σαράντα ημερών αναζωπύρωσε το πολιτικό ενδιαφέρον μεγάλης μερίδας των πολιτών και έθεσε σε κίνηση το πολιτικό σκηνικό, το οποίο φαινόταν παγιωμένο και χωρίς ιδιαίτερες μεταβολές από τις εθνικές εκλογές του 2019. Τους επόμενους μήνες θα φανεί αν μπορεί να λειτουργήσει και ως καταλύτης πολιτικών εξελίξεων.
Αν τα κύματα που σήκωσε ο μνημονιακός κατακλυσμός της προηγούμενης δεκαετίας παρέσυραν μέχρι διαλύσεως τον μεταπολιτευτικό δικομματισμό, δίνοντας στον ΣΥΡΙΖΑ την ευκαιρία να τα ιππεύσει αναρριχώμενος στην εξουσία, τα διαδοχικά κύματα της πανδημίας, που φαίνεται να παρατείνουν επ’ αόριστον τη διάρκειά της, μάλλον θα αφήσουν πίσω τους ένα πολύ διαφορετικό πολιτικό τοπίο.
Μόνο που τούτη τη φορά το εύκολο θύμα του πανδημικού κατακλυσμού δεν μοιάζει να μπορεί να γίνει ούτε η κυβερνώσα Κεντροδεξιά ούτε η (πρώην) κυβερνώσα Κεντροαριστερά. Η τελευταία πλήρωσε στην προ-πανδημική περίοδο τα σπασμένα της αντιμνημονιακής οργής, αλλά πλέον αυξάνονται οι πιθανότητες να είναι η Ριζοσπαστική Αριστερά αυτή που θα καταβάλει το τίμημα της διόρθωσης των κομματικών συσχετισμών. Μαζί με το ηθικό της πλεονέκτημα έχασε, μετά την εκλογική ήττα του 2019, και τον προσανατολισμό της και τον βηματισμό της και τον χρόνο της στην προσπάθεια να ξαναβρεί τη συνοχή της. Τώρα δείχνει να χάνει και το πολιτικό momentum.
Ο λόγος είναι σχετικά απλός: Δεν διαθέτει πια την πρωτοβουλία των κινήσεων, ούτε τη δυνατότητα να ανασυγκροτηθεί σε πολιτικά ωφέλιμο χρόνο. Το κυριότερο, όμως, είναι ότ ι στο μεσοδιάστημα δεν απέκτησε, και είναι τώρα μάλλον αργά για να αποκαταστήσει, τις οργανικές σχέσεις που, παρά τις ρήξεις της μνημονιακής συγκυρίας, συνδέουν παραδοσιακά τα πλειοψηφικά μεσοστρώματα με τη Ν.Δ. και τον χώρο που εξέφραζε παλιότερα το ΠΑΣΟΚ.
Γι’ αυτό, άλλωστε, και είναι καταρχήν ζήτημα χρόνου, στρατηγικής ετοιμότητας, προγραμματικής ωρίμανσης και στελεχικής πλαισίωσης να ανακτήσει το κόμμα του Νίκου Ανδρουλάκη τη δεσπόζουσα θέση που κατείχε ιστορικά στην Κεντροαριστερά, συρρικνώνοντας αναλογικά την εκλογική επιρροή της ΣΥΡΙΖΑϊκής Αριστεράς.
Πολύ περισσότερο που με μια σύγχρονη σοσιαλδημοκρατική ατζέντα περί κοινωνικού κράτους και αντίστοιχων μεταρρυθμίσεων η ελάσσων αντιπολίτευση θα μπορεί να επικαιροποιεί συνεχώς τη θεματολογία της, παίζοντας στο προνομιακό για αυτήν γήπεδο της μετα-πανδημικής εποχής.
Μέχρι τότε, βέβαια, οι πολιτικές ισορροπίες θα παραμένουν ασταθείς. Αλλά η αστάθειά τους δεν θα αφορά τόσο στον πολύ πιο σταθεροποιημένο πόλο της Κεντροδεξιάς όσο στις εκείθεν αυτής, αριστερόστροφες πολιτικές δυνάμεις, για τις οποίες η ιδεολογική ομογενοποίηση των κατακερματισμένων αστικών κοινωνικών ομάδων θα συνιστά, για μεγάλο ίσως διάστημα, δυσεπίλυτη στρατηγική εξίσωση. Δεν είναι, πάντως, τυχαίο ότι, αν και πρόωρη, η πρώτη μετά τις εσωκομματικές εκλογές του δημοσκόπηση της Κάπα Research δείχνει το ΚΙΝ. ΑΛ. να διπλασιάζει τα ποσοστά του, με μόλις ένα 3% των αναποφάσιστων να ταλαντεύεται μεταξύ Ν.Δ. και ΣΥΡΙΖΑ.
Σε μια περίοδο που τα φώτα είναι στραμμένα στον νέο αρχηγό του Κινήματος Αλλαγής, τα «Π» κάνουν μια πρώτη αποτίμηση των όσων συμβαίνουν στην πολιτική σκακιέρα. Το συμπέρασμα φαίνεται πως είναι σε γενικές γραμμές κοινό σε ό,τι αφορά την έντονη κινητικότητα που παρατηρείται έπειτα από πολλά χρόνια και που ενδεχομένως να προκαλέσει αλλαγές στους συσχετισμούς, ιδίως στο πεδίο της ευρύτερης Κεντροαριστεράς. Από την εξίσωση δεν βγαίνει και η Ν.Δ., η οποία ενδεχομένως να επηρεαστεί από το γενικότερο κλίμα που δημιουργείται.
ΕΥΤΥΧΗΣ ΒΑΡΔΟΥΛΑΚΗΣ: Οι εξελίξεις επηρεάζουν τόσο τη Ν.Δ., που αποκτά έναν ανταγωνιστή στον χώρο του Κέντρου, όσο κυρίως τον ΣΥΡΙΖΑ
Παραλλήλως, είναι κοινός τόπος πως θα απαιτηθεί χρόνος για να εξαχθούν ασφαλέστερα πολιτικά συμπεράσματα. Σε κάθε περίπτωση, όπως επισημαίνει με δήλωσή του στα «Π» ο σύμβουλος στρατηγικής και επικοινωνίας Ευτύχης Βαρδουλάκης, «ο Νίκος Ανδρουλάκης ξεκινάει τη θητεία του με τη δυναμική που του δίνουν η εντυπωσιακή σε εύρος νίκη του και η μεγάλη συμμετοχή στις εσωκομματικές διαδικασίες του ΚΙΝ.ΑΛ. Ως άφθαρτο πρόσωπο, ο ίδιος έχει τη δυνατότητα να επιχειρήσει μια αμφίπλευρη διεύρυνση επιχειρώντας να αναδιατάξει τους πολιτικούς συσχετισμούς». Ο έμπειρος αναλυτής επισημαίνει ότι ο δρόμος δεν θα είναι εύκολος, καθώς «το ΠΑΣΟΚ παραμένει ένα τραυματισμένο κόμμα, με μεγάλο πρόβλημα στις νέες ηλικίες και με αρκετά στελέχη που επιμένουν να αναλύουν τη σημερινή πραγματικότητα με όρους περασμένων δεκαετιών». Ο κ. Βαρδουλάκης υποστηρίζει ότι οι εξελίξεις δυνητικά αφορούν και τα δύο μεγάλα κόμματα: «Τόσο τη Ν.Δ., που αποκτά έναν ανταγωνιστή στον χώρο του Κέντρου, όσο κυρίως τον ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος όσο παραμένει δημοσκοπικά καθηλωμένος, χωρίς ορατή προοπτική εκλογικής νίκης, ενδεχομένως να νιώσει πίεση από ένα κόμμα που μεγάλο τμήμα της βάσης του αισθάνεται ως συγγενές».
Εκτός από τις επισημάνσεις του κ. Βαρδουλάκη, τα «Π» ζήτησαν τη γνώμη του πολιτικού επιστήμονα Λευτέρη Κουσούλη, της πολιτικής αναλύτριας της εταιρείας RASS Μαρίας Καρακλιούμη, του διευθυντή ερευνών της GPO Αντώνη Παπαργύρη και του πολιτικού επιστήμονα-αναλυτή Γιώργου Σεφερτζή.
ΜΑΡΙΑ ΚΑΡΑΚΛΙΟΥΜΗ, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΤΡΙΑ RASS
«Ο καιρός γαρ εγγύς!»Την πολιτική ακινησία των τελευταίων δύο χρόνων διατάραξε η εκλογική μάχη στο Κίνημα Αλλαγής. Η μονοθεματική επικαιρότητα του COVID-19 και των επιπτώσεών του μπήκε για λίγο στο περιθώριο από την κινητικότητα στον άλλοτε χώρο του ΠΑΣΟΚ.
Για ενάμιση περίπου μήνα οι πάλαι ποτέ «σύντροφοι» εγκατέλειψαν τον καναπέ τους και ξαναβρέθηκαν στους πολιτικούς «μπαχτσέδες», στέλνοντας αυτήν τη φορά μήνυμα αλλαγής. Αλλαγής σκυτάλης, αλλαγής γενιάς.
Με την εκλογή του κ. Ανδρουλάκη στο ΚΙΝ.ΑΛ., η «γενιά του Πολυτεχνείου» μπήκε οριστικά στην Ιστορία. Η πολιτική ακολουθεί πια την κοινωνία, όπου οι 45άρηδες δεν είναι «βρέφη», αλλά μεσήλικοι με εμπειρίες. Όπως γίνεται και στην οικονομία, όπου η γενιά που γεννήθηκε στη Μεταπολίτευση παίρνει αποφάσεις και ασκεί διοίκηση.
Είναι ο Νίκος Ανδρουλάκης επιλογή μεγέθυνσης ή συρρίκνωσης, ανανέωσης ή αναπαλαίωσης, αναδόμησης ή αποδόμησης του χώρου; Αυτό θα κριθεί στις επόμενες εκλογές, όπου η απλή αναλογική προβλέπεται να ευνοήσει τα μικρά κόμματα. Ο αέρας της νίκης αναμένεται να τον πλασάρει ψηλά δημοσκοπικά, αλλά και να τον συστήσει στο εκλογικό σώμα. Οι δημοσκοπικές επιδόσεις δεν καθορίζουν όμως τις εκλογικές.
Ο κ. Ανδρουλάκης ανήκει σε μια γενιά που δεν χρειάστηκε να αναλωθεί στην επεξεργασία θέσεων και πολιτικών, ούτε να προσδιοριστεί ιδεολογικά. Είναι στη γενιά όπου η Δημοκρατία και η λειτουργία των θεσμών θεωρούνταν δεδομένες.
Το ύφος της προσέγγισής του, αν δηλαδή θα μείνει στο επιχειρησιακό σκέλος της πολιτικής φορώντας τον μανδύα του τεχνοκράτη, αν θα περιοριστεί σε έναν καταγγελτικό λόγο ή αν θα απαντήσει στα θέματα που αφορούν το μέλλον της πολιτικής και την προάσπιση των ατομικών δικαιωμάτων σε έναν κόσμο που αλλάζει και περιορίζει τον πολίτη σε μια μικρόσφαιρα ιδιωτικού βίου και συμφερόντων, θα κρίνει το μέλλον του και εκείνο της παράταξης. Ο καιρός γαρ εγγύς!
ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΚΟΥΣΟΥΛΗΣ, ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΑΣ
«Πολιτικό σκηνικό, κίνηση και στασιμότητα»Η εκλογή νέου αρχηγού στο ΠΑΣΟΚ - ΚΙΝ.ΑΛ. αποτελεί την πιο σημαντική εξωτερικά ορατή εξέλιξη μετά τις εκλογές του Ιουλίου του 2019. Δυόμισι χρόνια από εκείνες τις εκλογές, είναι σαν να μην έχει περάσει μία ημέρα στο πολιτικό μέτωπο. Αν προσπεράσουμε τα γεγονότα που ο χρόνος αναπόφευκτα φέρνει, Ελληνοτουρκικά, πανδημία κ.ά., ο συσχετισμός στην κάλπη παραμένει αναλλοίωτος. Σταθερή υπέρ της κυβερνητικής παράταξης η διαφορά.
Είναι πρωτόγνωρη αυτή η αριθμητική ακινησία. Στο κέντρο αυτής της αδιατάρακτης ισορροπίας βρίσκεται ο ΣΥΡΙΖΑ. Η μετεκλογική ανάπτυξη των πραγμάτων ορίστηκε από την πολιτική του αδυναμία. Αυτή η αδυναμία δεν είναι προσωρινή αστοχία ή συγκυριακή παραίτηση από τον ρόλο, με στόχο την προτεραιότητα σε μια εσωτερική ανασύνταξη δυνάμεων. Είναι η εγγενής του αδυναμία να μετεξελιχθεί σε ένα άλλο από αυτό που γνωρίζουμε και γνωρίσαμε κόμμα. Αυτή η ακινησία στην αντιπολίτευση γίνεται γενικευμένη πολιτική ακινησία, αφού η πρωτοβουλία έχει περιέλθει στην κυβέρνηση, που εύκολα, χωρίς συγκροτημένο απέναντι αντίπαλο, διατηρεί την από τις εκλογές κυριαρχία της.
Η συνθήκη αυτή θα έχει διάρκεια. Η εκλογή νέου αρχηγού στο ΠΑΣΟΚ διαμορφώνει ευνοϊκές συνθήκες βελτίωσης της πολιτικής απήχησης του τρίτου κόμματος στη Βουλή. Η νέα αυτή δυνατότητα θα φανεί στον χρόνο αν μπορεί να αξιοποιηθεί από ένα κόμμα κουρασμένο, με πολλές αρνητικές παραστάσεις από το παρελθόν, που το εμποδίζουν να περάσει εύκολα στην επόμενη πολιτική φάση, με νέα όψη και νέα ελκυστική ταυτότητα και περιεχόμενο.
Θα πρέπει να σταθούμε επιφυλακτικοί απέναντι στον μικρό ενθουσιασμό που εγέρθηκε γύρω από το ΠΑΣΟΚ τον τελευταίο καιρό. Μόνο ο χρόνος θα δώσει μια απάντηση στην απορία αν η νέα κατάσταση στον χώρο μπορεί να απειλήσει τους δύο πρωταγωνιστές, μεταξύ των οποίων σταθερά και αδιατάρακτα καταγράφεται μια στασιμότητα διαρκείας.
ΑΝΤΩΝΗΣ ΠΑΠΑΡΓΥΡΗΣ, ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΕΡΕΥΝΩΝ GPO
«Ο αντίκτυπος της εκλογής Ανδρουλάκη»Η εκλογή του άφθαρτου Νίκου Ανδρουλάκη, η μεγάλη συμμετοχή στις εσωκομματικές εκλογές, σε συνδυασμό με την αδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ να εισπράξει τη φθορά της κυβέρνησης που προκαλεί η συνεχιζόμενη πανδημική κρίση, φαίνεται να οδηγούν σε αυτήν την πρώτη φάση σε ενίσχυση των δημοσκοπικών ποσοστών του ΚΙΝ.ΑΛ. Η όποια ενίσχυση βέβαια είναι προφανές ότι βρίσκεται υπό την επήρεια του πρόσφατου εκλογικού αποτελέσματος, το οποίο εκ των πραγμάτων δημιουργεί μια πολιτική δυναμική.
Τα παραπάνω έχουν πυροδοτήσει ήδη τη συζήτηση περί ανατροπών στο πολιτικό σκηνικό, οποιαδήποτε όμως αναγωγή του αριθμού των ψηφοφόρων της εσωκομματικής διαδικασίας στην εθνική κάλπη με τρόπο γραμμικό, αν δεν είναι αστήρικτη, είναι τουλάχιστον παρακινδυνευμένη και σίγουρα προωθημένη.
Είναι δεδομένο ότι, σε επίπεδο επικοινωνίας, προσδίδει έναν «αέρα» στον νεοεκλεγέντα πρόεδρο του ΚΙΝ.ΑΛ. και ταυτόχρονα τον απαραίτητο χρόνο για αναδιάταξη των δυνάμεων και συγκρότηση της στρατηγικής για την επόμενη ημέρα.
Το συντριπτικό ποσοστό καταρρίπτει οποιαδήποτε σκέψη για εσωκομματική αμφισβήτηση και δίνει στον κ. Ανδρουλάκη ελευθερία κινήσεων στην προσπάθειά του να επικοινωνήσει το δικό του πολιτικό αφήγημα. Δεν ανατρέπει, ωστόσο, σε αυτήν τη φάση τους πολιτικούς συσχετισμούς.
Θα χρειαστεί χρόνος έτσι ώστε να εμπεδωθεί -αν τελικά γίνει- οποιαδήποτε μετατόπιση από τα δεξιά ή τα αριστερά του ΚΙΝ.ΑΛ. Πιθανές μετακινήσεις στο πολιτικό εκκρεμές θα πρέπει να αποδειχθεί αν έχουν πολιτικό βάθος και δεν είναι πρόσκαιρες ή ευκαιριακές.
Το σίγουρο είναι ότι η εσωκομματική διαδικασία των τελευταίων σαράντα ημερών αναζωπύρωσε το πολιτικό ενδιαφέρον μεγάλης μερίδας των πολιτών και έθεσε σε κίνηση το πολιτικό σκηνικό, το οποίο φαινόταν παγιωμένο και χωρίς ιδιαίτερες μεταβολές από τις εθνικές εκλογές του 2019. Τους επόμενους μήνες θα φανεί αν μπορεί να λειτουργήσει και ως καταλύτης πολιτικών εξελίξεων.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΤΖΗΣ, ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΑΣ- ΑΝΑΛΥΤΗΣ
«Προς μια διαφορετική ‘’γεωμετρία’’;»Αν τα κύματα που σήκωσε ο μνημονιακός κατακλυσμός της προηγούμενης δεκαετίας παρέσυραν μέχρι διαλύσεως τον μεταπολιτευτικό δικομματισμό, δίνοντας στον ΣΥΡΙΖΑ την ευκαιρία να τα ιππεύσει αναρριχώμενος στην εξουσία, τα διαδοχικά κύματα της πανδημίας, που φαίνεται να παρατείνουν επ’ αόριστον τη διάρκειά της, μάλλον θα αφήσουν πίσω τους ένα πολύ διαφορετικό πολιτικό τοπίο.
Μόνο που τούτη τη φορά το εύκολο θύμα του πανδημικού κατακλυσμού δεν μοιάζει να μπορεί να γίνει ούτε η κυβερνώσα Κεντροδεξιά ούτε η (πρώην) κυβερνώσα Κεντροαριστερά. Η τελευταία πλήρωσε στην προ-πανδημική περίοδο τα σπασμένα της αντιμνημονιακής οργής, αλλά πλέον αυξάνονται οι πιθανότητες να είναι η Ριζοσπαστική Αριστερά αυτή που θα καταβάλει το τίμημα της διόρθωσης των κομματικών συσχετισμών. Μαζί με το ηθικό της πλεονέκτημα έχασε, μετά την εκλογική ήττα του 2019, και τον προσανατολισμό της και τον βηματισμό της και τον χρόνο της στην προσπάθεια να ξαναβρεί τη συνοχή της. Τώρα δείχνει να χάνει και το πολιτικό momentum.
Ο λόγος είναι σχετικά απλός: Δεν διαθέτει πια την πρωτοβουλία των κινήσεων, ούτε τη δυνατότητα να ανασυγκροτηθεί σε πολιτικά ωφέλιμο χρόνο. Το κυριότερο, όμως, είναι ότ ι στο μεσοδιάστημα δεν απέκτησε, και είναι τώρα μάλλον αργά για να αποκαταστήσει, τις οργανικές σχέσεις που, παρά τις ρήξεις της μνημονιακής συγκυρίας, συνδέουν παραδοσιακά τα πλειοψηφικά μεσοστρώματα με τη Ν.Δ. και τον χώρο που εξέφραζε παλιότερα το ΠΑΣΟΚ.
Γι’ αυτό, άλλωστε, και είναι καταρχήν ζήτημα χρόνου, στρατηγικής ετοιμότητας, προγραμματικής ωρίμανσης και στελεχικής πλαισίωσης να ανακτήσει το κόμμα του Νίκου Ανδρουλάκη τη δεσπόζουσα θέση που κατείχε ιστορικά στην Κεντροαριστερά, συρρικνώνοντας αναλογικά την εκλογική επιρροή της ΣΥΡΙΖΑϊκής Αριστεράς.
Πολύ περισσότερο που με μια σύγχρονη σοσιαλδημοκρατική ατζέντα περί κοινωνικού κράτους και αντίστοιχων μεταρρυθμίσεων η ελάσσων αντιπολίτευση θα μπορεί να επικαιροποιεί συνεχώς τη θεματολογία της, παίζοντας στο προνομιακό για αυτήν γήπεδο της μετα-πανδημικής εποχής.
Μέχρι τότε, βέβαια, οι πολιτικές ισορροπίες θα παραμένουν ασταθείς. Αλλά η αστάθειά τους δεν θα αφορά τόσο στον πολύ πιο σταθεροποιημένο πόλο της Κεντροδεξιάς όσο στις εκείθεν αυτής, αριστερόστροφες πολιτικές δυνάμεις, για τις οποίες η ιδεολογική ομογενοποίηση των κατακερματισμένων αστικών κοινωνικών ομάδων θα συνιστά, για μεγάλο ίσως διάστημα, δυσεπίλυτη στρατηγική εξίσωση. Δεν είναι, πάντως, τυχαίο ότι, αν και πρόωρη, η πρώτη μετά τις εσωκομματικές εκλογές του δημοσκόπηση της Κάπα Research δείχνει το ΚΙΝ. ΑΛ. να διπλασιάζει τα ποσοστά του, με μόλις ένα 3% των αναποφάσιστων να ταλαντεύεται μεταξύ Ν.Δ. και ΣΥΡΙΖΑ.