Ιδιαίτερα θερμό έμοιαζε να είναι το κλίμα μέσα στην κατοικία Vahdettin Kosku , όταν στις 13 Μαρτίου ο Κυριάκος Μητσοτάκης επισκέφθηκε την Κωνσταντινούπολη, για να συναντηθεί με τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.

Ωστόσο, πλέον οι ελληνοτουρκικές σχέσεις είναι ιδιαίτερα τεταμένες.

Τις τελευταίες 10 ημέρες, μετά την επίσκεψη του πρωθυπουργού στην Ουάσιγκτον, ο κ. Ερντογάν έχει επιδοθεί σε μια άνευ προηγουμένου, ίσως και πέραν των ορίων της προσβολής, προσωπική επίθεση εναντίον του κ. Μητσοτάκη, κατηγορώντας τον ότι αθέτησε τη «συμφωνία» που έκαναν για μη ανάμειξη τρίτων στις ελληνοτουρκικές σχέσεις.

Όμως, σύμφωνα με πληροφορίες της εφημερίδας «Το Βήμα», ο κ. Μητσοτάκης έθεσε έναν όρο στον Τούρκο συνομιλητή του, τον οποίο εκείνος φαίνεται να αγνοεί.


Η ρητορική περί ελληνικής κυριαρχίας υπό όρους και οι υπερπτήσεις

Ο πρωθυπουργός ξεκαθάρισε, σύμφωνα με αποκλειστικές πληροφορίες, ότι εφόσον συνεχιστεί η ρητορική περί ελληνικής «κυριαρχίας υπό όρους» στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου και στα Δωδεκάνησα, καθώς και οι υπερπτήσεις, τότε θα είναι μάλλον αδύνατο να υπάρξουν θετικές εξελίξεις στα ελληνοτουρκικά, όπως μια «θετική ατζέντα», συζητήσεις σε επίπεδο ΜΟΕ, πολιτικών διαβουλεύσεων των γενικών γραμματέων των υπουργείων Εξωτερικών, πόσω μάλλον μία σύγκληση του Ανωτάτου Συμβουλίου Συνεργασίας που ποτέ δεν συμφωνήθηκε κατηγορηματικά αλλά υπήρχε ως σενάριο.

Ο κ. Ερντογάν και οι στενοί συνεργάτες του, μεταξύ των οποίων ο υπουργός Αμυνας Χουλουσί Ακάρ, φαίνεται ότι δεν έδωσαν σημασία στον όρο που έθεσε ο Πρωθυπουργός.

Άλλωστε, ο κ. Ακάρ δεν σταμάτησε ποτέ τις «επιθετικές» δηλώσεις ακόμα και μετά τη συνάντηση των δύο ηγετών.

Οι αναφορές του πρωθυπουργού σε όλα τα παραπάνω, καθώς και στην υπόθεση της παραχώρησης F-16 στην Τουρκία κατά τις συναντήσεις του στον Λευκό Οίκο και στο Κογκρέσο, κρίθηκαν από την τουρκική ηγεσία απαράδεκτες, με αποτέλεσμα τον νέο ορυμαγδό δηλώσεων.

Ως μπροστάρης εμφανίζεται πλέον ο υπουργός Εξωτερικών Μεβλούτ Τσαβούσογλου, με αιχμή την υπόθεση της αποστρατιωτικοποίησης των νησιών.

Στο «παιχνίδι» έχουν εισέλθει δυναμικά και πρόσωπα με άμεση σχέση με την προώθηση του δόγματος της «Γαλάζιας Πατρίδας», όπως ο αποστρατευθείς υποναύαρχος Τζιχάτ Γιαϊτσί, ενώ τη στήριξη των τουρκικών θέσεων προωθούν, πολύ πιο… ελκυστικά, άνθρωποι όπως ο Μπουρχανεντίν Ντουράν, στενός σύμβουλος του προέδρου Ερντογάν και γενικός συντονιστής της δεξαμενής σκέψης SETA.
Η ελληνοτουρκική λεκτική αντιπαράθεση έχει πάντως ανησυχήσει την Ουάσιγκτον.

Όπως αναφέρει «Το Βήμα», ο σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας του Λευκού Οίκου Τζέικ Σάλιβαν ζήτησε από τον εξ απορρήτων σύμβουλο του κ. Ερντογάν, τον Ιμπραχίμ Καλίν, στην τελευταία τηλεφωνική συνομιλία του να σταματήσει αυτή η ρητορική.


Η εμμονή με την αποστρατιωτικοποίηση

Υπάρχει, πάντως, μία ακόμα διάσταση που πρέπει να επισημανθεί.

Σχεδόν έναν μήνα μετά την προηγούμενη συνάντηση των κ.κ. Μητσοτάκη και Ερντογάν, στο περιθώριο της Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ στις Βρυξέλλες στις 14 Ιουνίου 2021, ο μόνιμος αντιπρόσωπος της Τουρκίας στα Ηνωμένα Έθνη Φεριντούν Σινιρλίογλου, κατέθεσε την πρώτη εκ των δύο επιστολών του προς τον Γενικό Γραμματέα Αντόνιο Γκουτέρες, συνδέοντας την ελληνική κυριαρχία στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου και στα Δωδεκάνησα, με τις προβλέψεις της αποστρατιωτικοποίησης των Συνθηκών Λωζάνης (1923) και Παρισίων (1947).

Μετά την πρώτη απάντηση της Αθήνας, ο κ. Σινιρλίογλου επανήλθε με δεύτερη επιστολή (30 Σεπτεμβρίου 2021), η οποία, σύμφωνα με αποκλειστικές πληροφορίες του «Βήματος», κρίθηκε υπερβολική ακόμα και από στελέχη του τουρκικού υπουργείου Εξωτερικών – παραδοχή που έκαναν σε έλληνες συναδέλφους τους.

Η νεότερη επιστολή-απάντηση της μονίμου αντιπροσώπου της Ελλάδας στον ΟΗΕ, πρέσβεως Μαρίας Θεοφίλη, την οποία αποκάλυψε «Το Βήμα», ήταν το συνδυαστικό αποτέλεσμα της εργασίας τόσο του υπουργείου Εξωτερικών όσο και νομικών γραφείων από το Ηνωμένο Βασίλειο και τη Γαλλία.

Σύμφωνα με μια γραμμή πληροφόρησης, η τουρκική πλευρά ζητεί επίμονα από την Αθήνα να άρει τις επιφυλάξεις που έχει καταθέσει στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης σχετικά με θέματα κυριαρχίας και αποστρατιωτικοποίησης με σκοπό τη σύνταξη συνυποσχετικού.

Η Αθήνα πάντως δεν αρκείται μόνο στη διεθνοποίηση του ζητήματος των ευρύτερων τουρκικών διεκδικήσεων μέσω του «πακέτου» των 16 χαρτών που συνέταξε το υπουργείο Εξωτερικών με τη βοήθεια της Υδρογραφικής Υπηρεσίας του Πολεμικού.

Ο γενικός γραμματέας, πρέσβης Θεμιστοκλής Δεμίρης απέστειλε πρόσφατα σε πρεσβείες και Μόνιμες Αντιπροσωπείες της Ελλάδας στο εξωτερικό και δεύτερο έγγραφο, συνοδευόμενο από χάρτες, με τον τίτλο «Η τουρκική εκστρατεία για την αποστρατιωτικοποίηση των ελληνικών νησιών του Ανατολικού Αιγαίου: Παραπληροφόρηση έναντι γεγονότων». Ο σκοπός του εγγράφου είναι να αποδομηθεί το τουρκικό επιχείρημα περί «κυριαρχίας υπό όρους» και δομείται σε δύο πυλώνες.


Οι διακριτές περιπτώσεις

Ο πρώτος είναι να γίνει μια διάκριση μεταξύ των διαφορετικών προβλέψεων των διαφόρων συνθηκών και συμβάσεων που περιείχαν προβλέψεις περί αποστρατιωτικοποίησης. Είναι σαφές ότι υπάρχουν τρεις διακριτές περιπτώσεις.

Η πρώτη από αυτές αφορά τα νησιά Λήμνο και Σαμοθράκη, τα οποία με τη Σύμβαση της Λωζάνης του 1923 «Περί του Καθεστώτος των Στενών», υπάγονταν σε ολική αποστρατιωτικοποίηση.

Ωστόσο, αυτές οι προβλέψεις αντικαταστάθηκαν στην ολότητά τους από τη Σύμβαση του Μοντρέ του 1936 για τα Στενά, παρά την επιμονή της Αγκύρας να πείσει για το αντίθετο.

Μάλιστα, αξίζει να σημειωθεί ότι η Άγκυρα είχε ζητήσει τη συμπαράσταση της Αθήνας για την επαναστρατιωτικοποίηση των Στενών, ενώ ακόμα και της περίφημης ρητής δήλωσης του τότε υπουργού Εξωτερικών Ρουσδή Αράς (για Λήμνο και Σαμοθράκη) στην Τουρκική Εθνοσυνέλευση (31/6/1936) είχε προηγηθεί ανταλλαγή τηλεγραφημάτων και προσυνεννόηση των δύο αρμόδιων υπουργείων.

Σε ό,τι αφορά τη δεύτερη κατηγορία που αφορά τα νησιά Λέσβο, Χίο, Σάμο, Ικαρία, το πρόσφατο έγγραφο του υπουργείου Εξωτερικών ξεκαθαρίζει ότι συγκεκριμένα άρθρα της Συνθήκης Ειρήνης της Λωζάνης είναι σαφή ως προς την πλήρη παραίτηση της Τουρκίας έναντι οποιουδήποτε δικαιώματος επί των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου, ενώ στη συνθήκη δεν υπάρχει «καμία γενική πρόβλεψη περί αποστρατιωτικοποίησης».

Οι ελληνικές ανησυχίες για «θερμό καλοκαίρι»

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η επιθετική ρητορική εκ μέρους της Τουρκίας, σε σχέση με την αποστρατιωτικοποίηση έχει προκαλέσει συναγερμό σε Μέγαρο Μαξίμου, υπουργείο Εξωτερικών και υπουργείο Εθνικής Άμυνας.

«Οδηγός» της στάσης που τηρείται είναι εκείνης του θέρους του 2020, με αρμόδιους επιτελείς του Πενταγώνου να διαβεβαιώνουν ότι η ελληνική πλευρά είναι έτοιμη διά παν ενδεχόμενο.

Αυτό που καθιστά την κατάσταση ακόμη πιο σύνθετη όμως είναι ότι η επιθετικότητα κατά της Ελλάδας διατρέχει οριζόντια το πολιτικό φάσμα, όπως απέδειξε η «προτροπή» του ηγέτη του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος (CHP), του Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου, να προχωρήσει στην ευθεία αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας στα νησιά. Η πλειοδοσία Κιλιτσντάρογλου δείχνει ότι η πολιτική ζωή της Τουρκίας έχει εγκλωβιστεί πλήρως στον ακραίο εθνικισμό που προωθεί το δίδυμο Ταγίπ Ερντογάν – Ντεβλέτ Μπαχτσελί.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Άγκυρα διαθέτει μία σειρά από επιλογές στις οποίες θα μπορούσε να προσφύγει για να προκαλέσει νέα κρίση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις – και αυτές ανεξαρτήτως του τι σχεδιάζει να κάνει στην κυπριακή Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ).

Το πρώτο από τα άσχημα σενάρια είναι, σύμφωνα με διπλωματικές και στρατιωτικές πηγές, μία κίνηση εντός της περιοχής του τουρκολιβυκού Μνημονίου νοτίως της Κρήτης.

Με δεδομένο ότι η Άγκυρα εξακολουθεί να διατηρεί σχέσεις με διάφορες πλευρές στη Λιβύη, θα μπορούσε να πιέσει για την «εφαρμογή» του Μνημονίου με την προκήρυξη οικοπέδων και στη συνέχεια την αποστολή ερευνητικού σκάφους.

Ένα άλλο σενάριο, εξίσου προβληματικό, θα ήταν η επίσημη προκήρυξη νέων οικοπέδων για έρευνες υδρογονανθράκων κοντά στα Δωδεκάνησα και στην Κρήτη.

Υπενθυμίζεται ότι στις 30 Μαΐου 2020 η Άγκυρα δημοσίευσε στην επίσημη Εφημερίδα της Κυβερνήσεως τα αιτήματα της τουρκικής Κρατικής Εταιρείας Πετρελαίου (ΤΡΑΟ) για άδειες σε περιοχές που βρίσκονται εντός της ελληνικής υφαλοκρηπίδας και εφάπτονται ουσιαστικά με τα ελληνικά χωρικά ύδατα των 6 ν.μ. νότια και νοτιοανατολικά της Ρόδου, νότια της Καρπάθου και της Κάσου, όσο και νοτιοανατολικά της Κρήτης.

Η χορήγηση δε των αδειών εκκρεμεί.