Διπλό μήνυμα, σε Ν.Δ. και ΣΥΡΙΖΑ, στέλνει ο βουλευτής ΠΑΣΟΚ - ΚΙΝ.ΑΛ. Α’ Θεσσαλονίκης Χάρης Καστανίδης όσον αφορά το ενδεχόμενο σύγκλισης των πολιτικών δυνάμεων. Όπως αφήνει να εννοηθεί με τη συνέντευξή του στα «ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ», η προοπτική αυτή δεν μπορεί να τεθεί επί τάπητος, εάν προηγουμένως δεν αναθεωρήσουν τη σκληρή στάση που κράτησαν απέναντι στη διακυβέρνηση του Γιώργου Παπανδρέου.

«Εμφανίστηκαν ως αντιμνημονιακοί γίγαντες στα Ζάππεια και στις πλατείες, για να μετατραπούν σε μνημονιακές θεραπαινίδες, αφού προηγουμένως εξόντωσαν την αλήθεια και τον αντίπαλό τους», σημειώνει χαρακτηριστικά. Ταυτόχρονα, παραπέμπει στους παρελθοντικούς δεσμούς της Αριστεράς με τη Ν.Δ. και του ΣΥΡΙΖΑ με τους ΑΝ.ΕΛ. για να καταδείξει την υστερόβουλη διάσταση του ερωτήματος «με ποιον θα συγκυβερνήσει» το κόμμα του σε περίπτωση που δεν προκύψει αυτοδύναμη κυβέρνηση στις εκλογές.

kastanidis_2

Στο προεκλογικό αφήγημα του ΠΑΣΟΚ «ούτε Τσίπρας ούτε Μητσοτάκης για πρωθυπουργός» δεν θα έπρεπε να υπάρχει μια πειστική εξήγηση για το τι προτείνετε ως κόμμα την επόμενη ημέρα;

Κατ’ αρχάς, δεν πρόκειται περί προεκλογικού αφηγήματος. Τίθεται διαρκώς το ερώτημα στο ΠΑΣΟΚ, και όχι ανυστερόβουλα, με ποιον θα συγκυβερνήσει, αν δεν προκύψει αυτοδύναμη κυβέρνηση. Για να βάλουμε, λοιπόν, τα πράγματα σε μια σειρά, ακολουθώντας στέρεη πολιτική λογική, επιτρέψτε μου να θέσω εγώ μερικά ερωτήματα:

1. Γιατί δεν τίθεται το ίδιο ερώτημα στα δύο πρώτα κόμματα, με δεδομένο ότι και η Ν.Δ. συνεργάστηκε το 1989 με την Αριστερά και ο ΣΥΡΙΖΑ συνεργάστηκε το 2015 με ένα μέρος της Δεξιάς;

2. Μπορεί να γίνονται υποθέσεις μετεκλογικών συνεργασιών ερήμην των εκλογέων και του εκλογικού αποτελέσματος που θα διαμορφώσουν;

3. Μπορεί να διατυπώνονται υποθέσεις μετεκλογικών συνεργασιών χωρίς γνώση των πολιτικών συνθηκών που θα επικρατούν την επομένη των εκλογών; Γιατί σε άλλο αποτέλεσμα οδηγεί μια σοβαρή οικονομική και εθνική κρίση και σε άλλο μια σχετικά ομαλή διαφαινόμενη περίοδος.

4. Όταν το ΠΑΣΟΚ γνώρισε δραματικές απώλειες και έφτασε στα όρια του εκλογικού αφανισμού το 2015, εξαιτίας της συνεργασίας με τη Δεξιά, είναι δυνατόν να ζητείται ο πολιτικός αυτοχειριασμός ενός κόμματος με την επανάληψη του ίδιου λάθους;

5. Και, τέλος, είναι δυνατόν να μιλάμε για σύγκλιση πολιτικών δυνάμεων, όταν λείπει στις μεταξύ τους σχέσεις το θεμελιώδες στοιχείο της εμπιστοσύνης και χωρίς αναθεώρηση της στάσης που κράτησαν απέναντι στο ΠΑΣΟΚ, κατά τη διάρκεια της θυελλώδους δημοσιονομικής κρίσης, η Ν.Δ. και ο ΣΥΡΙΖΑ; Γιατί θυμίζω ότι εμφανίστηκαν ως αντιμνημονιακοί γίγαντες στα Ζάππεια και στις πλατείες, για να μετατραπούν σε μνημονιακές θεραπαινίδες, αφού προηγουμένως εξόντωσαν την αλήθεια και τον αντίπαλό τους.

Στην προκρούστεια κλίνη της κομματικής αντιδικίας θυσιάζεται ακόμα και η επιστημονική αλήθεια



Ο ΣΥΡΙΖΑ, πάντως, θεωρεί «συγγενικό» χώρο της Αριστεράς το ΠΑΣΟΚ…

Τα ερωτήματα που έθεσα προηγουμένως αφορούν και τον ΣΥΡΙΖΑ. Πέραν αυτών, καλό είναι να ανακαλύψουμε και να ορίσουμε εκ νέου την έννοια της προοδευτικής πολιτικής και των προοδευτικών δυνάμεων. Προοδευτικός δεν είναι αυτός που μιλάει γενικά και αφηρημένα στο όνομα κάποιων ιδεών, αλλά, παραδόξως, με το κυβερνητικό του έργο οδηγεί στον αφελληνισμό των ελληνικών τραπεζών ή στην ίδρυση του Υπερταμείου Αποκρατικοποιήσεων, με υποθηκευμένη την ελληνική δημόσια περιουσία. Ενα από τα πρώτα πράγματα που ζήτησαν οι δανειστές από την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ ήταν η ίδρυση του Υπερταμείου Αποκρατικοποιήσεων, παρά ταύτα οι «συνθηκολογημένοι» σοσιαλιστές απέρριψαν την απαίτηση αυτή.

Σας βρίσκει σύμφωνο το σενάριο των επαναληπτικών εκλογών;

Περίεργο να ερωτάται γι’ αυτό ένας πολιτικός και όχι ο ελληνικός λαός.

Επειδή και έγκριτος νομικός είστε και υπουργός Δικαιοσύνης έχετε χρηματίσει, πώς σχολιάζετε την πολιτική διαμάχη που έχει ξεσπάσει με αφορμή την υπόθεση Λιγνάδη;

Η πολιτική διαμάχη που ξέσπασε μεταξύ κυβέρνησης και αξιωματικής αντιπολίτευσης, με αφορμή την απόφαση του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου, αποτελεί απτή απόδειξη της παθογένειας της τρέχουσας πολιτικής εποχής. Κομματικός φανατισμός, αλληλοκατηγορίες συχνά αβάσιμες, ρητορική της εχθροπάθειας, που καταστρέφουν κάθε δυνατότητα να ειπωθεί η απλή αλήθεια. Στην προκρούστεια κλίνη της κομματικής αντιδικίας θυσιάζεται ακόμα και η επιστημονική αλήθεια, ενώ χάνεται η ευθύνη της καθοδήγησης μιας κοινωνίας που τελεί σε σύγχυση. Τα πράγματα είναι απλά. Υπάρχει οποιοδήποτε κόμμα που κάποια στιγμή ψήφισε «περίεργη» διάταξη, χάρη στην οποία υποχρεώθηκε το δικαστήριο να δώσει ανασταλτικό αποτέλεσμα στην έφεση του καταδικασθέντος; Η απάντηση είναι «όχι». Από το 1934, όταν συντάχθηκε το σχέδιο του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, μέχρι και τον νεότερο Κώδικα Ποινικής Δικονομίας του 2019, ο κανόνας παραμένει σταθερά ίδιος. Οταν επιβάλλεται ποινή πρόσκαιρης κάθειρξης, όπως έγινε και με τα 12 χρόνια κάθειρξης του συγκεκριμένου προσώπου, το ανασταλτικό αποτέλεσμα της έφεσης αποφασίζεται αποκλειστικά από το δικαστήριο, το οποίο καλείται να αξιολογήσει σωρευτικά αν ο καταδικασθείς είναι ύποπτος φυγής ή όχι, γνωστής ή άγνωστης διαμονής, φυγόδικος κατά το παρελθόν ή όχι, επικίνδυνος να τελέσει νέα αδικήματα ή όχι. Με βάση αυτή την αξιολόγηση, αποφασίζει τελικά το δικαστήριο. Οι διατάξεις αυτές περιλαμβάνονται στο άρθρο 497 και του παλαιού και του νέου Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Είναι άλλης τάξης θέμα αν κάποιος συμφωνεί ή διαφωνεί με την απόφαση του δικαστηρίου. Υποχρεωτική αναστολή δίδεται από τον νόμο μόνο στις μικρές ποινές. Μέχρι το 2010 σε ποινές μέχρι 6 μήνες και από το 2010 και ύστερα σε ποινές μέχρι 3 χρόνια, ύστερα από σύσταση του Συμβουλίου της Ευρώπης, γιατί παραβιάζαμε, ως χώρα, πρόσθετο πρωτόκολλο της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου.