«Κλιμακούμενη η επιθετικότητα της Τουρκίας» , δήλωσε στα ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ 90,1 ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ, Γιώργος Κατρούγκαλος.

Τόνισε ότι το θέμα είναι τι πρέπει να κάνει η Ελλάδα και πως δεν αρκεί η χώρα μας να αντλεί δηλώσεις συμπαράστασης από τους εταίρους μας.

Είπε πως η Τουρκία αναβαθμίζει τη θέση της εκμεταλλευόμενη την ουκρανική κρίση.

Αναλυτικά οι δηλώσεις του 

Αναφορικά με τις ελληνοτουρκικές σχέσεις μετά τις συνεχόμενες προκλητικές δηλώσεις Ερντογάν: Είναι κλιμακούμενη η επιθετικότητα της Τουρκίας, έχει φτάσει σε πρωτοφανή επίπεδα. Προαναγγέλλουν ήδη την επόμενη κίνηση που θα είναι γεώτρηση νότια της Κρήτης εντός του παράνομου τουρκολιβυκού συμφώνου. Το ερώτημα άρα δεν είναι τι κάνει η Τουρκία αλλά τι πρέπει να κάνουμε εμείς για να αντιμετωπίσουμε αυτή την κλιμακούμενη επιθετικότητα. Εμείς λέμε δύο πράγματα, πρώτον ότι δεν αρκεί απλώς η προσπάθεια να αντλούμε δηλώσεις συμπαράστασης από τους εταίρους μας, θα πρέπει να εισπράττει κόστος η Τουρκία για αυτό που κάνει. Κόστος σημαίνει και κυρώσεις και συνέπειες για τις οικονομικές σχέσεις που έχει με την ΕΕ. Για παράδειγμα είχαμε πει να μην δοθεί δωρεάν η αναβάθμιση της τελωνειακής ένωσης Άγκυρας –Βρυξελλών να φτιαχτούν όροι, με βασικό όρο το σταμάτημα της επιθετικότητας της Τουρκίας και την προσφυγή στη Χάγη.

Το δεύτερο που λέμε είναι ότι δεν πρέπει να αντιδρούμε απλώς αντανακλαστικά στις επιθετικές κινήσεις της Τουρκίας αλλά να έχουμε μια δική μας στρατηγική. Στο πλαίσιο αυτό προτείναμε, και το είχε δεχτεί η κυβέρνηση αλλά υπαναχώρησε, την επέκταση των χωρικών υδάτων νότια και ανατολικά της Κρήτης όχι απλώς για να διεμβολίσουμε το παράνομο τουρκολιβυκό σύμφωνο αλλά ως ένα πρώτο βήμα ώστε να ξεκινήσουμε διαπραγματεύσεις με όλες τις όμορες χώρες για τις θαλάσσιες οικονομικές ζώνες.

Ερωτηθείς για ποιο λόγο πιστεύει ότι δεν έχει προχωρήσει η κυβέρνηση στην επέκταση των χωρικών υδάτων νοτίως και ανατολικά της Κρήτης: Νομίζω ότι εντάσσεται στο πλαίσιο της γενικότερης αντιφατικής στρατηγικής που έχει η κυβέρνηση. Πολύ σωστά λέτε ότι έχει προαναγγελθεί ήδη από τον υπουργό των Εξωτερικών τον Ιανουάριο του ’21 δεν είναι επομένως κάτι καινούργιο, είναι πάνω από δύο χρόνια που υποτίθεται ότι θα προχωρούσαμε. Η δε δικαιολογία της κυβέρνησης ότι δεν έχει ολοκληρωθεί η διαδικασία επί των χαρτών δεν είναι ουσιαστική δικαιολογία, αυτή η προεργασία είχε γίνει στην πραγματικότητα σχεδόν πλήρως ήδη επί των ημερών μας.

Αναφορικά με τη δήλωση του πρωθυπουργού για τη συμμετοχή της χώρας στη διαδικασία του Βερολίνου: Υπάρχουν πολλές παράλληλες διαδικασίες του Βερολίνου, συμμετείχαμε ανέκαθεν στη διαδικασία που αφορά τα Βαλκάνια, δεν συμμετέχουμε στη διαδικασία που αφορά τη Λιβύη. Εμείς έχουμε θέσει ως ζήτημα σημαντικό ελλείμματος της διπλωματικής μας αποτελεσματικότητας και είχαμε πει το αυτονόητο ότι όταν στο Παλέρμο το 2018 στην αντίστοιχη ευρωπαϊκή πρωτοβουλία για τη Λιβύη ήταν ο κ. Τσίπρας δεν ήταν δυνατόν να έχουμε υπαναχώρηση και ακριβώς εκεί ασκούμε την επιπλέον κριτική στο έλλειμμα ενεργητικής διπλωματίας που έχουμε απέναντι στην ΕΕ. Δηλαδή θεωρούμε ότι η άποψη που έχει ο κ. Μητσοτάκης με το να προβαλλόμαστε ως ο καλύτερος μαθητής των ΗΠΑ, το προκεχωρημένο φυλάκιο της Δύσης δεν κερδίζουμε πράγματα. Θα έπρεπε να διεκδικούμε, εμείς για παράδειγμα αναβαθμίσαμε τη στρατιωτική μας σχέση με τις ΗΠΑ δεν ήταν όμως σε μια σχέση μονομερή αλλά σε μια σχέση ισότιμης συνεργασίας. Και πετύχαμε επί των ημερών μας και με τη βοήθεια του ελληνοαμερικανικού λόμπι, να ματαιωθεί η πώληση των F35 στην Τουρκία, να κατατεθεί στο Κογκρέσο η East Med Act, να έχουμε την υποστήριξη των ΗΠΑ σε σχήματα ενεργειακής διπλωματίας με αποκορύφωμα τον East Med και το 3 συν 1

ΔΗΜ.: Τώρα δεν την έχουμε ;

Όχι ενώ ο πρόεδρος Μπάιντεν έχει φιλελληνικά αισθήματα και είναι εξαιρετικά καχύποπτος απέναντι στην Τουρκία. Αυτή η πολιτική του πιστού και δεδομένο έχει οδηγήσει πρώτον στην απόσυρση της υποστήριξης των ΗΠΑ στον East Med, σε συνεχή προσπάθεια του πρόεδρου Μπάιντεν να μεταπείσει το Κογκρέσο για να πωληθούν και να αναβαθμιστούν τα F16 στην Τουρκία και το χειρότερο το Στειτ Ντιπάρτμεντ ενώ η East Med Act που όριζε ως υποχρέωση να καταγράφει τις παραβιάσεις του εναερίου χώρου μας θεωρεί ότι δεν μπορεί να το κάνει επικαλούμενο θέματα διεθνούς δικαίου.

Ερωτηθείς αν πιστεύει ότι είναι αναβάθμιση της διπλωματικής μας θέσης το γεγονός ότι θεωρούμαστε ο πιο πιστός εταίρος της Δύσης κοντά στην ρωσο-ουκρανική κρίση: Το θεωρώ υποχώρηση πρώτα απ’ όλα απέναντι στην αντίληψη που είχαμε για το διπλωματικό ρόλο της χώρας ότι θα πρέπει να είναι μια χώρα ήπιας ισχύος με προσανατολισμό στην ειρήνη και χώρα αρχών με πολιτικό σπίτι την ΕΕ αλλά να ασκείται μια πολιτική γέφυρας με τις άλλες μεγάλες δυνάμεις την Κίνα , τη Ρωσία , τον Αραβικό κόσμο. Αυτή η πολιτική ανατράπηκε με τη λογική του προκεχωρημένου φυλακίου που θυμίζω ότι η ελληνική Δεξιά την χρησιμοποίησε μόνο την περίοδο του εμφύλιου πολέμου και του ψυχρού πολέμου. Από τότε που ο Κων/νος Καραμανλής το 1979 πήγε στη Μόσχα δεν είχε χρησιμοποιηθεί και δεν είναι κυρίως απέναντι στην Ουκρανία που είχαμε την πρώτη ανατροπή, ήταν όταν έστειλε στρατεύματα ελληνικά και τους πυραύλους patriot στα Σαουδική Αραβία ο Κυρ. Μητσοτάκης. Να συμμετέχουν δηλαδή σε μια ενδοαραβική σύγκρουση όπου ουσιαστικά διέλυσε το πάγιο επιχείρημά μας ότι εμείς είμαστε μια μεσολαβητική δύναμη που μπορεί να μιλά με όλες τις πλευρές και με όρους ειρήνης, όχι με όρους πολέμου. Η δε λογική του προκεχωρημένου φυλακίου που ουσιαστικά αναφέρεται στις ΗΠΑ όχι στην Ευρώπη, υποβαθμίζει την ανάγκη η Ευρώπη να γίνει ένας ξεχωριστός πόλος απέναντι στην Αμερική.

Ερωτηθείς αν πιστεύει ότι στα εθνικά θέματα θα έπρεπε οι πολιτικές δυνάμεις να ομονοήσουν και να συμφωνήσουν: Είναι απόλυτα σωστή αυτή η παρατήρηση και πολλές φορές το έχουμε θέσει, να θυμίσω ότι ο κ. Μητσοτάκης είναι ο μόνος πρωθυπουργός που δεν έχει συγκαλέσει συμβούλιο πολιτικών αρχηγών. Το σημαντικότερο όμως είναι ότι ο κ. Μητσοτάκης αμφισβήτησε ευθέως τον πατριωτισμό του αρχηγού της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης όταν σε συζήτηση για την ελληνοαμερικανική συμφωνία του είπε ότι «για εσάς ο πατριωτισμός είναι άγνωστη λέξη», αυτό είναι κατεξοχήν κάτι που δεν πρέπει να γίνεται στις συζητήσεις για τα εθνικά θέματα. Εκεί θα πρέπει να επιδιώκουμε να έχουμε ένα κοινό μέτωπο, στη βάση βέβαια μιας ορθής στρατηγικής που κατά τη γνώμη μου λείπει, σε καμιά περίπτωση όμως δεν πρέπει να αμφισβητούμε τον πατριωτισμού οποιουδήποτε αρχηγού κόμματος γιατί τότε υπονομεύουμε κάθε δυνατότητα να υπάρξει ένα εθνικό μέτωπο.