ΕΚΤΑΚΤΗ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
Ικανοποίηση Γεραπετρίτη για το νομοσχέδιο για την ΕΥΠ - «Θα πάει μπροστά τη χώρα»
«Έχω ήσυχη τη συνείδησή μου κάναμε πολύ μεγάλη προσπάθεια με το υπουργείο Δικαιοσύνης», ανέφερε ο υπουργός Επικρατείας
Την ικανοποίησή του για την δουλειά που έγινε κατά την εκπόνηση του νομοσχεδίου
ΕΥΠ, εξέφρασε στην Βουλή, ο υπουργός Επικρατείας, Γιώργος Γεραπετρίτης.
«Αισθάνομαι ικανοποίηση για το νομοσχέδιο, αντιλαμβάνομαι τις ενστάσεις που εκπορεύονται και από ένα προσωπικό ζήτημα από το ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ και σε πολιτικές αγκυλώσεις της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Έχω ήσυχη τη συνείδησή μου κάναμε πολύ μεγάλη προσπάθεια με το υπουργείο Δικαιοσύνης», είπε χαρακτηριστικά κατά τη συζήτηση στην Ολομέλεια και πρόσθεσε: «αισθάνομαι ότι με αυτό το πλαίσιο θα πάμε τη χώρα μπροστά σε ένα δύσκολο ζήτημα».
Αναφερόμενος στις διατάξεις του νομοσχεδίου, ο υπουργός σημείωσε πως μέχρι σήμερα ο όρος εθνική ασφάλεια δεν οριζόταν και πως οποισδήποτε δημόσιος φορές μπορούσε να τον επικαλεστεί και η δικαστική λειτουτην ργία να κρίνει αν συντρέχει σχετικός λόγος. «Μέχρι σήμερα κάθε δημόσια αρχή μπορούσε να υποβάλει αίτημα για άρση του απορρήτου. Στο εξής για λόγους εθνικής ασφάλειας δύο μόνο δημόσιοι φορείς είναι εκείνοι που μπορούν να υποβάλουν αίτημα. Για πρώτη φορά στο αίτημα που υποβάλουν οι υπηρεσίες δεν θα πρέπει να υπάρχει μια τυπική αιτιολόγηση αλλά ρήτρα αναγκαιότητας, να έχουμε φτάσει δηλαδή στο τελευταίο έσχατο μέσο», είπε.
Επίσης, σημείωσε για τα πολιτικά πρόσωπα πως προέκυψε το συστημικό σφάλμα στη περίπτωση του κ. Ανδρουλάκη και πως προστίθεται πλέον δικλείδα, ένα πολιτειακό φίλτρο με τη παρέμβαση του προέδρου της Βουλής. «Εκείνος που έχει πολιτειακή ισχύ να επιβάλει τέτοιες αποφάσεις και να κάνει τις σταθμίσεις. Δεν αρκεί η οποιαδήποτε προϋπόθεση κοινή, πρέπει να υπάρχει άμεσος και επικείμενος κίνδυνος για εθνική ασφάλεια. Ένα λειτουργικό δηλαδή κριτήριο αυξημένο για πολιτικά πρόσωπα. Πηγαίνουμε δηλαδή σε περεταίρω διασφάλιση δεν μπορούμε να διαφωνούμε σε αυτό», συμπλήρωσε.
Αναφορικά με την ενημέρωση του υποκειμένου της παρακολούθησης υποστήριξε την προβλεπόμενη τριετία, εξηγώντας πως υπάρχει ουσιαστική χρονική αναγκαιότητα γι’ αυτό. «Στις περιπτώσεις εθνικής ασφάλειας, ένας γνήσιος εξωτερικός κίνδυνος δεν μπορείς να εκτιμήσεις από τα δύο πρώτα χρόνια αν υπάρχει υποβόσκουσα κρίση στην εθνική ασφάλεια», είπε.
που αλλάζει τους όρους λειτουργίας της«Αισθάνομαι ικανοποίηση για το νομοσχέδιο, αντιλαμβάνομαι τις ενστάσεις που εκπορεύονται και από ένα προσωπικό ζήτημα από το ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ και σε πολιτικές αγκυλώσεις της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Έχω ήσυχη τη συνείδησή μου κάναμε πολύ μεγάλη προσπάθεια με το υπουργείο Δικαιοσύνης», είπε χαρακτηριστικά κατά τη συζήτηση στην Ολομέλεια και πρόσθεσε: «αισθάνομαι ότι με αυτό το πλαίσιο θα πάμε τη χώρα μπροστά σε ένα δύσκολο ζήτημα».
Αναφερόμενος στις διατάξεις του νομοσχεδίου, ο υπουργός σημείωσε πως μέχρι σήμερα ο όρος εθνική ασφάλεια δεν οριζόταν και πως οποισδήποτε δημόσιος φορές μπορούσε να τον επικαλεστεί και η δικαστική λειτουτην ργία να κρίνει αν συντρέχει σχετικός λόγος. «Μέχρι σήμερα κάθε δημόσια αρχή μπορούσε να υποβάλει αίτημα για άρση του απορρήτου. Στο εξής για λόγους εθνικής ασφάλειας δύο μόνο δημόσιοι φορείς είναι εκείνοι που μπορούν να υποβάλουν αίτημα. Για πρώτη φορά στο αίτημα που υποβάλουν οι υπηρεσίες δεν θα πρέπει να υπάρχει μια τυπική αιτιολόγηση αλλά ρήτρα αναγκαιότητας, να έχουμε φτάσει δηλαδή στο τελευταίο έσχατο μέσο», είπε.
Επίσης, σημείωσε για τα πολιτικά πρόσωπα πως προέκυψε το συστημικό σφάλμα στη περίπτωση του κ. Ανδρουλάκη και πως προστίθεται πλέον δικλείδα, ένα πολιτειακό φίλτρο με τη παρέμβαση του προέδρου της Βουλής. «Εκείνος που έχει πολιτειακή ισχύ να επιβάλει τέτοιες αποφάσεις και να κάνει τις σταθμίσεις. Δεν αρκεί η οποιαδήποτε προϋπόθεση κοινή, πρέπει να υπάρχει άμεσος και επικείμενος κίνδυνος για εθνική ασφάλεια. Ένα λειτουργικό δηλαδή κριτήριο αυξημένο για πολιτικά πρόσωπα. Πηγαίνουμε δηλαδή σε περεταίρω διασφάλιση δεν μπορούμε να διαφωνούμε σε αυτό», συμπλήρωσε.
Αναφορικά με την ενημέρωση του υποκειμένου της παρακολούθησης υποστήριξε την προβλεπόμενη τριετία, εξηγώντας πως υπάρχει ουσιαστική χρονική αναγκαιότητα γι’ αυτό. «Στις περιπτώσεις εθνικής ασφάλειας, ένας γνήσιος εξωτερικός κίνδυνος δεν μπορείς να εκτιμήσεις από τα δύο πρώτα χρόνια αν υπάρχει υποβόσκουσα κρίση στην εθνική ασφάλεια», είπε.