ΕΚΤΑΚΤΗ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
Δημοσκόπηση GPO για τα ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ: 4,8% μπροστά η ΝΔ - Κυβέρνηση και ΣΥΡΙΖΑ δείχνουν να ανακτούν μέρος των δυνάμεων που είχαν χάσει
Ανάκαμψη δείχνουν ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ σε σχέση με την έρευνα του Μαρτίου για τα «ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ»
Το εκλογικό βαρόμετρο της GPO για τα «ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ» επιχειρεί να καταγράψει τα στοιχεία που διαμορφώνουν και επηρεάζουν τους εκλογικούς συσχετισμούς στον δρόμο προς τις εκλογές.
Συμπληρώνοντας, πλέον, έναν μήνα από το τραγικό σιδηροδρομικό δυστύχημα των Τεμπών, που συγκλόνισε όλους τους Ελληνες και επέφερε ανακατατάξεις στο πολιτικό περιβάλλον, τόσο τα κόμματα, μετά και την επίσημη προκήρυξη των εκλογών, όσο και οι πολίτες προσπαθούν να επανέλθουν σε μια νέα κανονικότητα, στην οποία, ωστόσο, η εθνική τραγωδία συνεχίζει να ρίχνει βαριά τη σκιά της.
Το πρώτο σημαντικό εύρημα της μέτρησης επαναφέρει τη συζήτηση στα βασικά κριτήρια επιλογής της ψήφου που ίσχυαν πριν από τα Τέμπη, αφού βλέπουμε τα θέματα της ακρίβειας, του πληθωρισμού και συνολικά της ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας να μη βρίσκονται μεν στην πρώτη γραμμή του δημόσιου διαλόγου, ωστόσο να κυριαρχούν ως οι καθοριστικότεροι παράγοντες της τελικής επιλογής των ψηφοφόρων.
Ακολουθούν τα ζητήματα της διαφάνειας και της Δικαιοσύνης, τα θέματα της εξωτερικής πολιτικής και της ασφάλειας, ενώ το 16,7% προτάσσει ως καθοριστική για την επιλογή του τη διαχείριση της εθνικής τραγωδίας. Το ποσοστό αυτό είναι σαφώς μικρότερο σε σχέση με τις προηγούμενες εβδομάδες, δεν είναι, ωστόσο, σε καμία περίπτωση αμελητέο και συνεχζει να είναι ικανό να επιφέρει αλλαγές στο πολιτικό τοπίο. Η επόµενη µικρή αλλαγή στη συµπεριφορά και τη διάθεση των πολιτών, σε σχέση µε τις πρώτες έρευνες, που ακολούθησαν τα Τέµπη, σχετίζεται µε την επαναφορά της πεποίθησης, σε ποσοστό 48,8%, ότι οι αυτοδύναµες κυβερνήσεις µπορούν να διαχειριστούν καλύτερα τα προβλήµατα της χώρας, έναντι 46,9% που θεωρεί ότι πιο αποτελεσµατική µπορεί να είναι µια κυβέρνηση συνεργασίας.
Το εκλογικό σώµα είναι σαφέστατα διχασµένο, ωστόσο η οριακή επικράτηση υπέρ της αποτελεσµατικότητας των αυτοδύναµων κυβερνήσεων επανέρχεται µετά την αλλαγή κατεύθυνσης που είχε παρατηρηθεί τον Μάρτιο. Στην περίπτωση, ωστόσο, που τελικά δεν προκύψει αυτοδυναµία, το 47% του δείγµατος θα προτιµούσε µια κυβέρνηση συνεργασίας µε κορµό τη Ν.∆., έναντι 38,5% που επιλέγει κυβέρνηση µε κορµό τον ΣΥΡΙΖΑ. Στην παράσταση νίκης η Ν.∆. συνεχίζει να διατηρεί ένα καθαρό προβάδισµα µε ποσοστό 60,2%, έναντι 28,2% του ΣΥΡΙΖΑ, ενώ ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα ευρήµατα στην ερώτηση για το ποιο κόµµα θα ήθελαν να είναι πρώτο, ανεξάρτητα από το τι θα ψηφίσει ο κάθε πολίτης.
Infographics: ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ
Το 44,8% θα ήθελε πρώτο κόµµα τη Ν.∆., ενώ το 36,4% θα επιθυµούσε τον ΣΥΡΙΖΑ. Οι ψηφοφόροι του ΠΑΣΟΚ θα ήθελαν τη Ν.∆. πρώτο κόµµα σε ποσοστό 44,2%, έναντι 23,4% που επιλέγουν τον ΣΥΡΙΖΑ.
Οσον αφορά τη συζήτηση που έχει ανοίξει το τελευταίο διάστηµα σχετικά µε το αν ο πρόεδρος του πρώτου κόµµατος πρέπει να είναι και ο πρωθυπουργός σε µια κυβέρνηση συνεργασίας, 8 στους 10 πολίτες συµφωνούν µε την παραπάνω άποψη, η οποία είναι πλειοψηφική σε ποσοστό 70,1% και µεταξύ των ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης συνεχίζει να διατηρεί ένα σαφές προβάδισµα στο ερώτηµα για τον καταλληλότερο πρωθυπουργό, έναντι του Αλέξη Τσίπρα, µε τα ποσοστά και των δύο να είναι ανεβασµένα σε σχέση µε την τελευταία µέτρηση.
INFOGRAPHICS: ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ
Στην πρόθεση ψήφου η κυβερνητική παράταξη µετά το σοκ που προκάλεσαν τα Τέµπη δείχνει να ανακτά µέρος των δυνάµεων που είχε χάσει και να βρίσκεται στο 31,4%, κερδίζοντας 1,9 µονάδες σε σχέση µε την έρευνα του Μαρτίου για τα «ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ». Υπολείπεται, βέβαια, σε σχέση µε τα δηµοσκοπικά ποσοστά του Φεβρουαρίου, ωστόσο δείχνει κάποια σηµάδια ανάκαµψης. Ανοδικά κινείται και ο ΣΥΡΙΖΑ, µε ποσοστό 26,6%, κερδίζοντας 1 µονάδα από τον Μάρτιο, µε τη διαφορά των δύο να βρίσκεται πλέον στις 4,8 ποσοστιαίες µονάδες. Μικρή άνοδος για το ΠΑΣΟΚ και την Ελληνική Λύση, µικρή κάµψη για το ΚΚΕ, σταθερό το ποσοστό του ΜέΡΑ25, ενώ πολύ κοντά στο όριο του 3% βρίσκεται πλέον το κόµµα Κασιδιάρη, µε 2,7%.
Το ποσοστό των αναποφάσιστων, τέλος, βρίσκεται σε ύφεση και προσεγγίζει τα νούµερα των δηµοσκοπήσεων του Φεβρουαρίου, ωστόσο παραµένει υψηλό, αν λάβουµε υπόψη ότι βρισκόµαστε πλέον επίσηµα στην προεκλογική περίοδο.
Δημοσιεύτηκε στα ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ στις 8/4
Συμπληρώνοντας, πλέον, έναν μήνα από το τραγικό σιδηροδρομικό δυστύχημα των Τεμπών, που συγκλόνισε όλους τους Ελληνες και επέφερε ανακατατάξεις στο πολιτικό περιβάλλον, τόσο τα κόμματα, μετά και την επίσημη προκήρυξη των εκλογών, όσο και οι πολίτες προσπαθούν να επανέλθουν σε μια νέα κανονικότητα, στην οποία, ωστόσο, η εθνική τραγωδία συνεχίζει να ρίχνει βαριά τη σκιά της.
Το πρώτο σημαντικό εύρημα της μέτρησης επαναφέρει τη συζήτηση στα βασικά κριτήρια επιλογής της ψήφου που ίσχυαν πριν από τα Τέμπη, αφού βλέπουμε τα θέματα της ακρίβειας, του πληθωρισμού και συνολικά της ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας να μη βρίσκονται μεν στην πρώτη γραμμή του δημόσιου διαλόγου, ωστόσο να κυριαρχούν ως οι καθοριστικότεροι παράγοντες της τελικής επιλογής των ψηφοφόρων.
Ακολουθούν τα ζητήματα της διαφάνειας και της Δικαιοσύνης, τα θέματα της εξωτερικής πολιτικής και της ασφάλειας, ενώ το 16,7% προτάσσει ως καθοριστική για την επιλογή του τη διαχείριση της εθνικής τραγωδίας. Το ποσοστό αυτό είναι σαφώς μικρότερο σε σχέση με τις προηγούμενες εβδομάδες, δεν είναι, ωστόσο, σε καμία περίπτωση αμελητέο και συνεχζει να είναι ικανό να επιφέρει αλλαγές στο πολιτικό τοπίο. Η επόµενη µικρή αλλαγή στη συµπεριφορά και τη διάθεση των πολιτών, σε σχέση µε τις πρώτες έρευνες, που ακολούθησαν τα Τέµπη, σχετίζεται µε την επαναφορά της πεποίθησης, σε ποσοστό 48,8%, ότι οι αυτοδύναµες κυβερνήσεις µπορούν να διαχειριστούν καλύτερα τα προβλήµατα της χώρας, έναντι 46,9% που θεωρεί ότι πιο αποτελεσµατική µπορεί να είναι µια κυβέρνηση συνεργασίας.
Το εκλογικό σώµα είναι σαφέστατα διχασµένο, ωστόσο η οριακή επικράτηση υπέρ της αποτελεσµατικότητας των αυτοδύναµων κυβερνήσεων επανέρχεται µετά την αλλαγή κατεύθυνσης που είχε παρατηρηθεί τον Μάρτιο. Στην περίπτωση, ωστόσο, που τελικά δεν προκύψει αυτοδυναµία, το 47% του δείγµατος θα προτιµούσε µια κυβέρνηση συνεργασίας µε κορµό τη Ν.∆., έναντι 38,5% που επιλέγει κυβέρνηση µε κορµό τον ΣΥΡΙΖΑ. Στην παράσταση νίκης η Ν.∆. συνεχίζει να διατηρεί ένα καθαρό προβάδισµα µε ποσοστό 60,2%, έναντι 28,2% του ΣΥΡΙΖΑ, ενώ ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα ευρήµατα στην ερώτηση για το ποιο κόµµα θα ήθελαν να είναι πρώτο, ανεξάρτητα από το τι θα ψηφίσει ο κάθε πολίτης.
Infographics: ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ
Το 44,8% θα ήθελε πρώτο κόµµα τη Ν.∆., ενώ το 36,4% θα επιθυµούσε τον ΣΥΡΙΖΑ. Οι ψηφοφόροι του ΠΑΣΟΚ θα ήθελαν τη Ν.∆. πρώτο κόµµα σε ποσοστό 44,2%, έναντι 23,4% που επιλέγουν τον ΣΥΡΙΖΑ.
Οσον αφορά τη συζήτηση που έχει ανοίξει το τελευταίο διάστηµα σχετικά µε το αν ο πρόεδρος του πρώτου κόµµατος πρέπει να είναι και ο πρωθυπουργός σε µια κυβέρνηση συνεργασίας, 8 στους 10 πολίτες συµφωνούν µε την παραπάνω άποψη, η οποία είναι πλειοψηφική σε ποσοστό 70,1% και µεταξύ των ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης συνεχίζει να διατηρεί ένα σαφές προβάδισµα στο ερώτηµα για τον καταλληλότερο πρωθυπουργό, έναντι του Αλέξη Τσίπρα, µε τα ποσοστά και των δύο να είναι ανεβασµένα σε σχέση µε την τελευταία µέτρηση.
INFOGRAPHICS: ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ
Στην πρόθεση ψήφου η κυβερνητική παράταξη µετά το σοκ που προκάλεσαν τα Τέµπη δείχνει να ανακτά µέρος των δυνάµεων που είχε χάσει και να βρίσκεται στο 31,4%, κερδίζοντας 1,9 µονάδες σε σχέση µε την έρευνα του Μαρτίου για τα «ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ». Υπολείπεται, βέβαια, σε σχέση µε τα δηµοσκοπικά ποσοστά του Φεβρουαρίου, ωστόσο δείχνει κάποια σηµάδια ανάκαµψης. Ανοδικά κινείται και ο ΣΥΡΙΖΑ, µε ποσοστό 26,6%, κερδίζοντας 1 µονάδα από τον Μάρτιο, µε τη διαφορά των δύο να βρίσκεται πλέον στις 4,8 ποσοστιαίες µονάδες. Μικρή άνοδος για το ΠΑΣΟΚ και την Ελληνική Λύση, µικρή κάµψη για το ΚΚΕ, σταθερό το ποσοστό του ΜέΡΑ25, ενώ πολύ κοντά στο όριο του 3% βρίσκεται πλέον το κόµµα Κασιδιάρη, µε 2,7%.
Το ποσοστό των αναποφάσιστων, τέλος, βρίσκεται σε ύφεση και προσεγγίζει τα νούµερα των δηµοσκοπήσεων του Φεβρουαρίου, ωστόσο παραµένει υψηλό, αν λάβουµε υπόψη ότι βρισκόµαστε πλέον επίσηµα στην προεκλογική περίοδο.
Δημοσιεύτηκε στα ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ στις 8/4