Για υποκρισία κατηγορεί ο 'Ακης Σκέρτσος τον ΣΥΡΙΖΑ  καθώς όπως αναφέρει με αφορμή την υπόθεση Γεωργούλη, ο ΣΥΡΙΖΑ «πολύ ορθά έχει αποβάλει τον κ. Γεωργούλη, δεν έχει κάνει όμως το ίδιο με τον κ. Παππά». Ξεκαθάρισε, πάντως, ότι «μεμονωμένες παραβατικές συμπεριφορές πολιτικών στελεχών δεν χαρακτηρίζουν πολιτικά κόμματα».

 Ξεκινώντας, αναλυτικώς, από το θέμα Γεωργούλη και τις «πολύ σοβαρές», όπως τις αξιολόγησε ο υπουργός Επικρατείας, καταγγελίες, ο 'Α. Σκέρτσος πήρε θέση λέγοντας πως «ο ΣΥΡΙΖΑ ορθώς έχει αποβάλει από τις τάξεις του τον κ. Γεωργούλη. Είναι μια υπόθεση την οποία δεν μπορούμε να σχολιάσουμε, είναι στα χέρια της δικαιοσύνης. Πολύ ορθώς ο 'Αδωνις Γεωργιάδης είπε το προφανές. Ότι δεν πρέπει να πολιτικοποιούνται και να εργαλειοποιούνται τέτοιες υποθέσεις. Οι πράξεις του κ. Γεωργούλη - αν επιβεβαιωθούν από τη δικαιοσύνη - δεν προσδιορίζουν τον πολιτικό χώρο του ΣΥΡΙΖΑ -και αυτό πρέπει να ισχύει ως απαράβατος κανόνας για όλα τα κόμματα. Μεμονωμένες παραβατικές συμπεριφορές πολιτικών στελεχών δεν χαρακτηρίζουν πολιτικά κόμματα. Τελεία», επεσήμανε.

 Από εκεί και πέρα, «κάθε πράξη έμφυλης βίας είναι απολύτως καταδικαστέα. Καμία γυναίκα δεν μπορεί να ζει μέσα στο φόβο, καμία γυναίκα δεν πρέπει να αισθάνεται μόνη. Υπάρχουν πολλά εργαλεία για να γίνονται τέτοιες καταγγελίες. Πρέπει να πάρουμε παραδείγματα και θάρρος, ειδικά οι γυναίκες να βγουν μπροστά να καταγγείλουν τέτοιες συμπεριφορές».

 Στο δεύτερο σκέλος της απάντησής του, ο υπουργός Επικρατείας επέκρινε την αξιωματική αντιπολίτευση για «δύο μέτρα και δύο σταθμά», εξηγώντας, συγχρόνως, το «γιατί»: «Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει αυτή τη στιγμή στις τάξεις του, στις λίστες του, έναν καταδικασμένο, ομόφωνα και αμετάκλητα, πολιτικό: τον κ. Παππά. Εδώ δεν φαίνεται να συγκινείται από το "13-0", από την αμετάκλητη ομόφωνη καταδίκη για παράβαση καθήκοντος του κ. Παππά. Πολύ ορθά έχει αποβάλει τον κ. Γεωργούλη, δεν έχει κάνει όμως το ίδιο με τον κ. Παππά. Οπότε, εδώ, πρέπει να καταδειχθεί αυτή η υποκρισία του ΣΥΡΙΖΑ».

 Αλλάζοντας, θέμα, περιέγραψε ένα γενικό στόχο, που είναι, όπως ανέφερε, «ο εκσυγχρονισμός της χώρας. Το να πάμε σταθερά, μπροστά, όλοι μαζί. Με δυναμική ανάκαμψη της οικονομίας, με περισσότερες και καλύτερες επενδύσεις, με περισσότερες και καλύτερες θέσεις εργασίας. Με ένα κράτος, το οποίο λειτουργεί σωστά και αποδίδει αξιοπρέπεια και καλές υπηρεσίες στους φορολογούμενους πολίτες. Αυτός είναι ο στόχος και για να επιτευχθεί, χρειάζεται να έχουμε πολιτική σταθερότητα. Και μια κυβέρνηση, η οποία με ειλικρίνεια, με εντιμότητα, διατυπώνει ένα όραμα για την επόμενη ημέρα για το μέλλον. Όχι για το παρελθόν, δεν είμαστε μια πολιτική δύναμη που κοιτάζει προς τα πίσω. Διατυπώνουμε προτάσεις και λύσεις σε σημερινά προβλήματα, όχι σε προβλήματα του 20ού αιώνα». Συμπερασματικώς, «είμαστε μια κυβέρνηση και μια πολιτική δύναμη που κάνει γνήσια και ειλικρινή αυτοκριτική για όσα δεν έχει κάνει ως τώρα ή όσα έχει κάνει λάθος, ώστε να τα διορθώσει στο μέλλον. Αυτή είναι η δική μας πρόταση».

 Σύμφωνα, πάντα, με τον υπουργό Επικρατείας, η κυβέρνηση διαχειρίστηκε «με επάρκεια» πάρα πολύ δύσκολες συνθήκες, εξωπραγματικές, ιστορικά πρωτοφανείς κρίσεις που ήλθαν από το εξωτερικό. «Καταφέραμε να κρατήσουμε όρθια την οικονομία στα πόδια της, να αυξήσουμε το ΑΕΠ της χώρας, να μειώσουμε το δημόσιο χρέος, να προσθέσουμε 300.000 θέσεις εργασίας, να αυξήσουμε τους μισθούς -κατά 130 ευρώ τον κατώτατο μισθό σε τέσσερα χρόνια. Όλα αυτά είναι βήματα μπροστά που έγιναν κάτω από πολύ δύσκολες συνθήκες. Έχουμε καταφέρει να ψηφιοποιήσουμε ένα πολύ δυσκίνητο κράτος, το οποίο δεν είχε καμία σχέση με την ψηφιακή εποχή πριν τέσσερα χρόνια».

 'Αλλωστε, συνέχισε, «όλα αυτά αποτελούν παρελθόν, ωστόσο τα βήματα πρέπει να γίνουν άλματα. Απορρίπτουμε την καταστροφολογική κριτική και ισοπέδωση που βλέπει η αντιπολίτευση στην εικόνα της χώρας. Δεν είναι έτσι τα πράγματα, προφανώς πρέπει να πάμε ταχύτερα, με μεγαλύτερη αποφασιστικότητα. Και, αυτήν την πρόταση θα καταθέσουμε στην κρίση του λαού. Ουσιαστικά τίθεται ένα δίλημμα, αν θα πάμε μπροστά ή πίσω. Αν θα συνεχίσουμε να έχουμε μια σταθερή, αυτοδύναμη κυβέρνηση, που δίνει λύσεις, κάνει αυτοκριτική εκεί που χρειάζεται και προχωράει μπροστά, ή ένα συνονθύλευμα δυνάμεων που δεν έχουν πρόταση για το παρόν και το μέλλον της χώρας. Αντιθέτως, καιροσκοπικά εποφθαλμιούν να αναλάβουν κάποια εξουσία χωρίς να ξέρουν ακριβώς, τι να την κάνουν. Έχουμε προτάσεις από την πλευρά της αντιπολίτευσης που δεν αποτελούν πρόταση διακυβέρνησης αλλά πρόταση παραλυσίας», υποστήριξε ακόμη.

 Σε άλλο σημείο της συνέντευξης περιέγραψε τον πρωθυπουργό ως έναν πολιτικό, ο οποίος «για πρώτη φορά, νομίζω, στα μεταπολιτευτικά μας χρονικά βγαίνει και παραδέχεται λάθη, αναλαμβάνει ευθύνες, διατυπώνει λύσεις για να πάμε μπροστά». Κλείνοντας, ο υπουργός περιέγραψε την κακή κατάσταση που η παρούσα κυβέρνηση παρέλαβε στο σιδηροδρομικό δίκτυο, την πολιτική προστασία, στη θωράκιση των συνόρων, ενώ περιέγραψε και προτεραιότητες της επόμενης ημέρας, όπως είναι η παραμονή των νέων στη χώρα, η αναμόρφωση του Εθνικού Συστήματος Υγείας κ.α.

 Τοποθετηθείς για το κόμμα Κασιδιάρη, παρατήρησε ότι «τώρα έχουμε ιστορική εμπειρία» από την κοινοβουλευτική παρουσία της Χρυσής Αυγής, ο Ηλίας Κασιδιάρης είναι αυτός που «κινεί τα νήματα αυτού του πολιτικού μορφώματος». Στο σημείο αυτό δε, επικαλέσθηκε συνταγματολόγους, όπως τον κ. Βενιζέλο και τον κ. Αλιβιζάτο, οι οποίοι αποφάνθηκαν για την πρόταση της κυβέρνησης ότι είναι «η καταλληλότερη και πιο εφικτή πρόταση για να μην μπουν ξανά στη Βουλή στελέχη της Χρυσής Αυγής και μέλη εγκληματικής οργάνωσης. Ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να μας εξηγήσει γιατί δεν υπερψήφισε τη ρεαλιστική αυτή λύση, ενώ ταυτόχρονα μας λέει ότι μάχεται κατά του φασισμού».

 Η συνέντευξη έκλεισε με τα θέματα της Θεσσαλονίκης: «Αποδίδουμε πολύ μεγάλη σημασία και έμφαση στην ισόρροπη περιφερειακή ανάπτυξη. Τα προηγούμενα χρόνια η ανάπτυξη είχε επικεντρωθεί κυρίως στην Αθήνα και η Θεσσαλονίκη, παρότι η δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της χώρας μας, ήταν παραμελημένη. Τα τελευταία τέσσερα χρόνια καταφέραμε να δώσουμε ένα φιλόδοξο αναπτυξιακό σχέδιο στην πόλη, ύψους 9,5 δισεκ. ευρώ με 30+ έργα». Εξ άλλου, «η έμφαση από εδώ και πέρα θα είναι στα δυτικά, που είναι μια ακόμη πιο παραμελημένη περιοχή. Έχουμε να κάνουμε με ένα ιδιότυπο τοίχο που χωρίζει την πόλη στα δύο. Αυτό πρέπει να σταματήσει και θα σταματήσει με καλύτερες και ποιοτικότερες υπηρεσίες μαζικής μεταφοράς, που θα συνδέσουν τη δυτική Θεσσαλονίκη με το κέντρο της πόλης».