Στην τελική ευθεία προς τις εκλογές βρίσκεται η Ελλάδα, με την κυβερνώσα Νέα Δημοκρατία του Κυριάκου Μητσοτάκη να επιδιώκει άλλη μια τετραετία στη διακυβέρνηση της χώρας και το δίλημμα για τους ψηφοφόρους να είναι «σταθερότητα ή περισσότερα λεφτά», που υπόσχεται η αξιωματική αντιπολίτευση, σύμφωνα με τη γερμανική εφημερίδα Sueddeutsche Zeitung.

«Απίστευτο, αλλά αληθινό: έπειτα από δέκα χρόνια οικονομικής κρίσης, παραλίγο χρεοκοπίας και επαπειλούμενης εξόδου από το ευρώ, καθώς και τρία χρόνια πανδημίας, η οικονομία της Ελλάδας αναπτύχθηκε το 2022 σχεδόν με διπλάσιο ρυθμό από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.

Το οικονομικό περιοδικό Economist μιλά για “ευρωπαϊκό success story”, οι Financial Times για “τίγρη της ανάπτυξης της Ευρώπης”.

Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης και η Νέα Δημοκρατία, που κυβερνά τη χώρα εδώ και τέσσερα χρόνια μπορούν να περηφανεύονται. Αλλά μολονότι η ΝΔ προηγείται με περίπου 33%, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, κατά επτά ποσοστιαίες μονάδες του αριστερού αντιπολιτευόμενου ΣΥΡΙΖΑ, μια δεύτερη θητεία μετά τις κοινοβουλευτικές εκλογές αυτής της Κυριακής κάθε άλλο παρά εξασφαλισμένη είναι», επισημαίνει η SZ αναμεταδίδοντας ρεπορτάζ του Γερμανικού Πρακτορείου.

«Εντός της Ε.Ε. η Ελλάδα ανήκει ακόμη στις χώρες που ο κίνδυνος διολίσθησης στη φτώχεια είναι υψηλότατος για τους ανθρώπους. Μόνον στη Βουλγαρία και τη Ρουμανία απειλούνται οι άνθρωποι περισσότερο από τη φτώχεια. Aυτό δείχνει ότι τα μέτρα της κυβέρνησης δεν έχουν φτάσει ακόμη στους Έλληνες - αν και είναι σημαντικά», προσθέτει η γερμανική εφημερίδα.


Επενδύσεις στην ψηφιοποίηση

Όπως σημειώνει το δημοσίευμα, υπό τον Κυριάκο Μητσοτάκη προχώρησε η ψηφιοποίηση του κράτους, η ανεργία στην Ελλάδα υποχώρησε από το 18,9% στο 10,9% αυτήν τη στιγμή, αυξήθηκαν οι συντάξεις και ο κατώτατος μισθός, μειώθηκε ο φόρος στις επιχειρήσεις και μολαταύτα μειώθηκε και το βουνό του κρατικού χρέους.

«Ως αποτέλεσμα, εταιρείες όπως η Microsoft, η Google και η Pfizer έχουν ανακαλύψει την Ελλάδα ως τοποθεσία. Οι διεθνείς οίκοι αξιολόγησης πρόκειται να ταξινομήσουν ξανά τη χώρα στην επενδυτική βαθμίδα - αλλά μόνο εάν τα πράγματα συνεχίσουν όπως έχουν», τονίζει.

Ο πρώην πρωθυπουργός Τσίπρας θέλει αλλαγή

Τέτοιο θέμα, όμως, δεν τίθεται καν για την αντιπολίτευση και πρωτίστως τον αριστερό ΣΥΡΙΖΑ και τον επικεφαλής του Αλέξη Τσίπρα, που υπόσχονται να φέρουν την «αλλαγή» στην Ελλάδα.

«Ο Μητσοτάκης είναι τεχνοκράτης, αυταρχικός ηγέτης, που αδιαφορεί για το καλό των ανθρώπων, λέει ο Τσίπρας και ανακοινώνει την πρόθεσή του να αυξήσει ακόμη περισσότερο τον κατώτατο μισθό και τους μισθούς στο Δημόσιο αμέσως κατά 10%, αν έλθει στην εξουσία.

Οι συνταξιούχοι, λέει, θα παίρνουν ετησίως από μια πρόσθετη σύνταξη, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ θέλει να αυξήσει τις συντάξεις του χρόνου κατά 7,5%. “Πώς θα τα πληρώσει αυτά ο Τσίπρας;”, αντιτείνει ο Μητσοτάκης και δεν κουράζεται να μιλά στους ανθρώπους για “σταθερότητα και συνέχεια”. Ο Μητσοτάκης θέλει να κυβερνήσει άλλα τέσσερα χρόνια μόνος του για να συνεχίσει στην ίδια πορεία», λέει η εφημερίδα του Μονάχου.


Ο γρίφος του μετεκλογικού τοπίου στην Ελλάδα

Το δημοσίευμα θυμίζει ότι το θέμα των παρακολουθήσεων και του σιδηροδρομικού δυστυχήματος στα Τέμπη ρίχνει σκιά στις εκλογές στην Ελλάδα και σημειώνει: «Ωστόσο, μια νέα κυβερνητική εντολή για τους συντηρητικούς κινδυνεύει κυρίως λόγω ενός είδους πολιτικής νάρκης που άφησε ο προκάτοχός τους Τσίπρας. Επί των ημερών του ο εκλογικός νόμος τροποποιήθηκε το 2018 και εφαρμόζεται πλέον για πρώτη φορά. Στο παρελθόν, το ισχυρότερο κόμμα πριμοδοτείτο αυτόματα με 50 έδρες στο Κοινοβούλιο. Αυτό διευκόλυνε τον σχηματισμό κυβέρνησης, αλλά τα μικρότερα κόμματα έχαναν και προέκυπταν κυρίως μονοκομματικές κυβερνήσεις. Ο Τσίπρας προχώρησε στην απλή αναλογική - και τώρα θέλει να επιφέρει αλλαγές με έναν κεντροαριστερό συνασπισμό. Σύμφωνα με έρευνες, ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ είναι γύρω στο 25%», σημειώνεται.

Όσον αφορά στο μετεκλογικό τοπίο στην Ελλάδα, το δημοσίευμα σημειώνει ότι υπάρχουν πολλά σενάρια.

«Το πιο πιθανό είναι μια δεύτερη ψηφοφορία τον Ιούλιο – το χειρότερο μια τρίτη τον Σεπτέμβριο, εάν δεν προκύψει κυβέρνηση από τις δύο προηγούμενες. Αλλά τότε η χώρα διατρέχει τον κίνδυνο να χάσει την εμπιστοσύνη του διεθνούς πολιτικού και οικονομικού κόσμου που έχει κερδίσει με κόπο».