ΕΚΤΑΚΤΗ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
Ρεαλισμό ζητά ο Χατζηδάκης στο Eurogroup - Διαπραγμάτευση για το Σύμφωνο Σταθερότητας και τα πρωτογενή πλεονάσματα
Υπάρχουν βέβαια και δύο «παράθυρα» για το… κάτι παραπάνω
Σήμα για ρεαλιστικά πλεονάσματα θα εκπέμψει η Ελλάδα στο σημερινό Eurogroup
, προκειμένου να υπάρξει χώρος για την ενίσχυση των εισοδημάτων, αλλά και για επενδύσεις που θα επιταχύνουν την ανάπτυξη και θα καταστήσουν εφικτό τον στόχο για δραστική αποκλιμάκωση του χρέους στο 135% του ΑΕΠ το 2026.
Οι διαπραγματεύσεις για το νέο Σύμφωνο Σταθερότητας προμηνύονται σκληρές, με τις χώρες του Βορρά να πιέζουν για αυστηρότερους κανόνες και τις οικονομίες του Νότου να τάσσονται υπέρ της δημοσιονομικής χαλάρωσης. Το βαρομετρικό είναι ήδη χαμηλό και μέσα σε αυτό ο Κωστής Χατζηδάκης θα πρέπει να βρει συμμάχους που θα υποστηρίξουν τις ελληνικές θέσεις, μολονότι είναι η πρώτη του φορά στο ευρωπαϊκό τερέν με την ιδιότητα του υπουργού Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών.
Με αυτό τον τρόπο, οι ετήσιες δαπάνες για τόκους, που φθάνουν τα 5 δισ. ευρώ, θα εξυπηρετούνται από τα πλεονάσματα, μία τακτική που ακολουθούσε κατά κόρον η χώρα πριν από τις δίδυμες κρίσεις. Αυτό θέλει να κάνει και τώρα με τη νέα οικονομική διακυβέρνηση, αρκεί οι κανόνες για τα πλεονάσματα να μην είναι θηλιά για την ανάπτυξη. Τη δεδομένη χρονική στιγμή, η Ελλάδα αξιοποιεί τη ρήτρα αποφυγής του Συμφώνου Σταθερότητας της ΕΕ, με την κυβέρνηση να μοιράζει το περίσσευμα των δημοσιονομικών πόρων, χωρίς να διακυβεύονται οι ταμειακές αντοχές του προϋπολογισμού και οι μακροοικονομικές προβλέψεις στο Πρόγραμμα Σταθερότητας.
Με βάση το Μεσοπρόθεσμο 2023-2026 που κατατέθηκε τον Απρίλιο στην Κομισιόν, ο στόχος για το πρωτογενές πλεόνασμα αναθεωρήθηκε στο 1,1% του ΑΕΠ για το 2023 από 0,7% του ΑΕΠ που ήταν η αρχική εκτίμηση στον προϋπολογισμό, για να ανέβει στο 2,1% του ΑΕΠ για το 2024, στο 2,3% το 2025 και στο 2,5% το 2026. Αντίστοιχα, το χρέος της γενικής κυβέρνησης που παρακολουθούν οι θεσμοί αναμένεται να μειωθεί σε 162,6% του ΑΕΠ το 2023, 150,8% το 2024, 142,6% το 2025 και 135,2% το 2026.
Πρέπει να σημειωθεί ότι η πολιτική διαπραγμάτευση για τα ελληνικά πλεονάσματα κινείται σε ρηχά νερά και δεν μπορούσε να γίνει διαφορετικά, όχι μόνο λόγω των διπλών εκλογών που μεσολάβησαν, αλλά επειδή ακριβώς οι κανόνες για το νέο Σύμφωνο Σταθερότητας είναι ακόμη στον «αέρα». Το μόνο που υπάρχει στον χάρτη είναι το βασικό περίγραμμα των προτάσεων για δημοσιονομική σύσφιγξη από την Κομισιόν, στις οποίες δεσπόζουν οι νέες «οροφές» για τις πρωτογενείς δαπάνες. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έθεσε ανώτατο όριο 2,6% στην αύξηση των πρωτογενών δαπανών και με το δεδομένο ότι αυτές -σύμφωνα με τον κρατικό προϋπολογισμό- ανέρχονται στα 106 δισ. ευρώ για το 2026, τα περιθώρια για νέες παροχές και μέτρα τον επόμενο χρόνο περιορίζονται σε περίπου 2,6-2,7 δισ. ευρώ.
Υπάρχουν βέβαια και δύο «παράθυρα» για το… κάτι παραπάνω, με το πρώτο να δίνει τη δυνατότητα για νέες παρεμβάσεις μόνο αν υπάρξουν αντίστοιχες αλλαγές στο μείγμα των φόρων, και το άλλο να ανοίγεται από την πρόταση που είναι στο τραπέζι, ότι δηλαδή οι νέοι δημοσιονομικοί κανόνες παύουν να είναι οριζόντιοι και ενιαίοι για όλους και θα αντικατασταθούν από διμερείς συμφωνίες μεταξύ Βρυξελλών και κρατών-μελών έτσι ώστε οι προϋπολογισμοί να οδηγούν σε καθοδική τροχιά το χρέος τους. Αν οι δείκτες υποδηλώνουν βιωσιμότητα του χρέους μακροπρόθεσμα, τότε τα κράτη θα έχουν μεγαλύτερη ευελιξία στην άσκηση της δημοσιονομικής πολιτικής, δηλαδή για μειώσεις φόρων, κοινωνικές ενισχύσεις κ.ά.
Τα προσχέδια θα σταλούν τον Οκτώβριο στις Βρυξέλλες, ενώ σε περίπτωση που οι συζητήσεις για το νέο Σύμφωνο Σταθερότητας απαιτήσουν περισσότερο χρόνο, δεν αποκλείεται -όπως αναφέρουν αρμόδιες πηγές- το 2024 να μην είναι ένα μεταβατικό έτος, αλλά να ισχύουν οι δημοσιονομικοί κανόνες του παρελθόντος, κάτι βέβαια που θα δημιουργούσε ένα διαφορετικό περιβάλλον για τη χώρα.
Ρεπορτάζ: Μάριος Χριστοδούλου
Δημοσιεύτηκε στην ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ στις 13/7
Οι διαπραγματεύσεις για το νέο Σύμφωνο Σταθερότητας προμηνύονται σκληρές, με τις χώρες του Βορρά να πιέζουν για αυστηρότερους κανόνες και τις οικονομίες του Νότου να τάσσονται υπέρ της δημοσιονομικής χαλάρωσης. Το βαρομετρικό είναι ήδη χαμηλό και μέσα σε αυτό ο Κωστής Χατζηδάκης θα πρέπει να βρει συμμάχους που θα υποστηρίξουν τις ελληνικές θέσεις, μολονότι είναι η πρώτη του φορά στο ευρωπαϊκό τερέν με την ιδιότητα του υπουργού Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών.
Ευελιξία
Η «γραμμή» Χατζηδάκη είναι ότι πρέπει να υπάρξει δημοσιονομική ευελιξία αλλά και σταδιακή προσαρμογή το επόμενο χρονικό διάστημα και σε κάθε περίπτωση όχι απότομη. Βασικό ζητούμενο της ελληνικής αποστολής, καθώς τον υπουργό θα συνοδεύσουν στις Βρυξέλλες ο υφυπουργός Οικονομικών, Θάνος Πετραλιάς και ο επικεφαλής του Σώματος Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων (ΣΟΕ), Μιχάλης Αργυρού, είναι να χαλαρώσει ο «κορσές» της λιτότητας, επιτυγχάνοντας συμφωνία για πρωτογενή πλεονάσματα χαμηλότερα από το 2,3% του ΑΕΠ κατά μέσο όρο, που προέβλεπε η προηγούμενη δέσμευση έως το 2060, οπότε η Ελλάδα θα έχει εξοφλήσει το 75% των δανείων που έλαβε από τον μηχανισμό στήριξης.Με αυτό τον τρόπο, οι ετήσιες δαπάνες για τόκους, που φθάνουν τα 5 δισ. ευρώ, θα εξυπηρετούνται από τα πλεονάσματα, μία τακτική που ακολουθούσε κατά κόρον η χώρα πριν από τις δίδυμες κρίσεις. Αυτό θέλει να κάνει και τώρα με τη νέα οικονομική διακυβέρνηση, αρκεί οι κανόνες για τα πλεονάσματα να μην είναι θηλιά για την ανάπτυξη. Τη δεδομένη χρονική στιγμή, η Ελλάδα αξιοποιεί τη ρήτρα αποφυγής του Συμφώνου Σταθερότητας της ΕΕ, με την κυβέρνηση να μοιράζει το περίσσευμα των δημοσιονομικών πόρων, χωρίς να διακυβεύονται οι ταμειακές αντοχές του προϋπολογισμού και οι μακροοικονομικές προβλέψεις στο Πρόγραμμα Σταθερότητας.
Με βάση το Μεσοπρόθεσμο 2023-2026 που κατατέθηκε τον Απρίλιο στην Κομισιόν, ο στόχος για το πρωτογενές πλεόνασμα αναθεωρήθηκε στο 1,1% του ΑΕΠ για το 2023 από 0,7% του ΑΕΠ που ήταν η αρχική εκτίμηση στον προϋπολογισμό, για να ανέβει στο 2,1% του ΑΕΠ για το 2024, στο 2,3% το 2025 και στο 2,5% το 2026. Αντίστοιχα, το χρέος της γενικής κυβέρνησης που παρακολουθούν οι θεσμοί αναμένεται να μειωθεί σε 162,6% του ΑΕΠ το 2023, 150,8% το 2024, 142,6% το 2025 και 135,2% το 2026.
Πρέπει να σημειωθεί ότι η πολιτική διαπραγμάτευση για τα ελληνικά πλεονάσματα κινείται σε ρηχά νερά και δεν μπορούσε να γίνει διαφορετικά, όχι μόνο λόγω των διπλών εκλογών που μεσολάβησαν, αλλά επειδή ακριβώς οι κανόνες για το νέο Σύμφωνο Σταθερότητας είναι ακόμη στον «αέρα». Το μόνο που υπάρχει στον χάρτη είναι το βασικό περίγραμμα των προτάσεων για δημοσιονομική σύσφιγξη από την Κομισιόν, στις οποίες δεσπόζουν οι νέες «οροφές» για τις πρωτογενείς δαπάνες. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έθεσε ανώτατο όριο 2,6% στην αύξηση των πρωτογενών δαπανών και με το δεδομένο ότι αυτές -σύμφωνα με τον κρατικό προϋπολογισμό- ανέρχονται στα 106 δισ. ευρώ για το 2026, τα περιθώρια για νέες παροχές και μέτρα τον επόμενο χρόνο περιορίζονται σε περίπου 2,6-2,7 δισ. ευρώ.
Υπάρχουν βέβαια και δύο «παράθυρα» για το… κάτι παραπάνω, με το πρώτο να δίνει τη δυνατότητα για νέες παρεμβάσεις μόνο αν υπάρξουν αντίστοιχες αλλαγές στο μείγμα των φόρων, και το άλλο να ανοίγεται από την πρόταση που είναι στο τραπέζι, ότι δηλαδή οι νέοι δημοσιονομικοί κανόνες παύουν να είναι οριζόντιοι και ενιαίοι για όλους και θα αντικατασταθούν από διμερείς συμφωνίες μεταξύ Βρυξελλών και κρατών-μελών έτσι ώστε οι προϋπολογισμοί να οδηγούν σε καθοδική τροχιά το χρέος τους. Αν οι δείκτες υποδηλώνουν βιωσιμότητα του χρέους μακροπρόθεσμα, τότε τα κράτη θα έχουν μεγαλύτερη ευελιξία στην άσκηση της δημοσιονομικής πολιτικής, δηλαδή για μειώσεις φόρων, κοινωνικές ενισχύσεις κ.ά.
Συστάσεις
Εκτός απροόπτου σήμερα το Eurogroup θα επαναλάβει τις συστάσεις για δραστική απόσυρση των αντιπληθωριστικών μέτρων και τις κατευθύνσεις δημοσιονομικής πολιτικής για το 2024, ενόψει της κατάρτισης των προϋπολογισμών του επόμενου έτους από τα κράτη-μέλη.Τα προσχέδια θα σταλούν τον Οκτώβριο στις Βρυξέλλες, ενώ σε περίπτωση που οι συζητήσεις για το νέο Σύμφωνο Σταθερότητας απαιτήσουν περισσότερο χρόνο, δεν αποκλείεται -όπως αναφέρουν αρμόδιες πηγές- το 2024 να μην είναι ένα μεταβατικό έτος, αλλά να ισχύουν οι δημοσιονομικοί κανόνες του παρελθόντος, κάτι βέβαια που θα δημιουργούσε ένα διαφορετικό περιβάλλον για τη χώρα.
Ρεπορτάζ: Μάριος Χριστοδούλου
Δημοσιεύτηκε στην ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ στις 13/7