Το 2019 η Ν.∆. κατακτούσε την αυτοδυναµία µε 39,85%, µε τον ΣΥΡΙΖΑ να συγκεντρώνει το όχι ευκαταφρόνητο ποσοστό του 31,53%. Αν κάποιος συνυπολόγιζε το ποσοστό του ΠΑΣΟΚ (8,10%), η ισοδυναµία ανάµεσα στη Ν.∆. και το (υποθετικό) µέτωπο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΑΣΟΚ ήταν εξόφθαλµη.

Τρεις εκλογικές αναµετρήσεις και δεκάδες δηµοσκοπήσεις µετά, το σκηνικό εµφανίζεται εντελώς διαφορετικό: Πλέον η Ν.∆. εµφανίζεται κυρίαρχη, έχοντας κερδίσει για δεύτερη φορά την αυτοδυναµία, µε τον ΣΥΡΙΖΑ να υφίσταται εκλογική συντριβή και να παρασέρνει στον γκρεµό τις όποιες θεωρίες για «µεταµνηµονιακό δικοµµατισµό» ή για µελλοντική επικράτηση της «κυβερνώσας Αριστεράς». Η τάση αυτή έρχεται να επιβεβαιώσει και το τελευταίο κύµα δηµοσκοπήσεων, µε κύριο χαρακτηριστικό την περαιτέρω πτώση των ποσοστών του ΣΥΡΙΖΑ.

Η συρρίκνωση του ΣΥΡΙΖΑ -και η αδυναµία του να ανακάµψει- είναι ο καταλύτης για την αδυναµία ανασύνθεσης ενός κεντροαριστερού πόλου, που θα ήταν το αντίβαρο στην υπεροχή της Ν.∆. Το κενό στην Κεντροαριστερά µετατρέπεται σε κενό της αντιπολίτευσης, η οποία µάλιστα υπό τα σηµερινά δεδοµένα βρίσκεται σε πλήρες αδιέξοδο.

Οι παρενέργειες από το αντιπολιτευτικό κενό στη Νέα ∆ηµοκρατία και η άβυσσος που χωρίζει ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ

 

Από τη µια, η διείσδυση του Κυρ. Μητσοτάκη στο Κέντρο, από την άλλη ένας αλλοπρόσαλλος «µικροµεγαλισµός» του ΣΥΡΙΖΑ, την τετραετία που ήταν αξιωµατική αντιπολίτευση, συνέτριψαν την ελληνική πατέντα του «µικρού δικοµµατισµού» στη µεταµνηµονιακή εποχή, αλλά και τις αυταπάτες του Αλέξη Τσίπρα για «προοδευτική διακυβέρνηση».

Βέβαια, επί της ουσίας, ο πρώην πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ είχε ένα δίκιο: Για να λειτουργήσει στην Ελλάδα -και όχι µόνο- το δικοµµατικό σύστηµα, δεν χρειάζεται απλώς ένας πόλος-αντίβαρο στην κυριαρχία της Ν.∆., αλλά και η δυνατότητα ο πόλος αυτός να έχει τη ρεαλιστική δυνατότητα εναλλαγής στην εξουσία. Αυτό συνέβαινε στην Ελλάδα από τη Μεταπολίτευση µέχρι την κρίση του 2009. Αυτό συµβαίνει στις ΗΠΑ, τη Βρετανία και σε άλλες -όχι πολλές, είναι αλήθεια- ευρωπαϊκές χώρες.

Clipboard03
infografics/ Παραπολιτικά


Χάρτινος πύργος

Το γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ καταρρέει σαν «χάρτινος πύργος» είναι κάτι που τα ίδια τα στελέχη του αρνούνται να µελετήσουν - αντ’ αυτού, επέλεξαν να προτάξουν την εκλογή νέου προέδρου στο κόµµα, µε κλυδωνισµούς που προοιωνίζονται τα χειρότερα.

Αλλά είναι ολοφάνερο ότι, µεταξύ άλλων, ο Αλέξης Τσίπρας οδήγησε το κόµµα του σε µια αναµέτρηση δικοµµατικής λογικής, όταν το σύστηµα είχε πάψει προ πολλού να είναι δικοµµατικό και εξαιρετικά ευµετάβλητο. Η εκλογική ρευστότητα άρχισε µε την κρίση του 2009 και συνέχισε να χαρακτηρίζει όλες τις µετέπειτα εκλογικές αναµετρήσεις. Ο δείκτης Petersen εµφανίζει την εκλογική ρευστότητα από τη Μεταπολίτευση µέχρι το 2009 γύρω στο 10%. Αυτή εκτινάχθηκε το 2019, έπειτα από δέκα χρόνια κρίσης, στο 21%, ποσοστό-ρεκόρ. Η κινητικότητα δεν έπαψε να παίζει ρόλο µέχρι σήµερα, µόνο που από αυτήν ωφελήθηκε τα µέγιστα -και εξακολουθεί να ωφελείται, όπως δείχνουν οι µετρήσεις- η Ν.∆. Είναι ενδεικτικό τι έγραφε µόλις το 2021 ο όψιµος σύµβουλος του Αλέξη Τσίπρα, Νίκος Μαραντζίδης:

«Οι εκλογές του 2019 ξανάβαλαν το κοµµατικό σύστηµα σε ράγες δικοµµατισµού… Κάποιοι προ(σ)βλέπουν, και άλλοι φοβούνται, πως ο ΣΥΡΙΖΑ θα καταρρεύσει και θα ξαναγίνει µικρό κόµµα. Στην πολιτική ποτέ µη λες ποτέ, όµως κάτι τέτοιο δεν δείχνει ορατό σήµερα». Τελικά, έγινε ορατό στις τελευταίες εκλογικές αναµετρήσεις, µε τους πολιτικούς συσχετισµούς να προσοµοιάζουν µε την κυριαρχία του Χέλµουτ Κολ στη Γερµανία ή τη µακρόχρονη παρουσία των Χριστιανοδηµοκρατών στις κυβερνήσεις της Ιταλίας.

Ανισορροπία

εν είναι λίγοι, πάντως, αυτοί που υποστηρίζουν ότι το αντιπολιτευτικό κενό πρέπει να καλυφθεί, αφενός γιατί υπήρχε επί µακρόν η διπολική λογική στο πολιτικό µας σύστηµα, αφετέρου γιατί η έλλειψη άλλου πόλου ευνοεί τις συνθήκες πολιτικής µονοκρατορίας. Οπως σηµειώνει ο πολιτικός αναλυτής Ευτύχης Βαρδουλάκης, «αυτό ούτε ο κόσµος το επιθυµεί ούτε η Ν.∆. θα έπρεπε να το θέλει, καθώς -όπως έλεγε ο Μιτεράν- “στην πολιτική εκτός από φίλους χρειάζεσαι και εχθρούς”. Η ανισορροπία όµως δηµιουργεί και προϋποθέσεις περαιτέρω αστάθειας και οι πρόσφατες εκλογικές αναµετρήσεις έδειξαν ότι το πολιτικό σύστηµα παραµένει ευµετάβλητο».

Χαμηλές πτήσεις

Ωστόσο, αυτό που διαφαίνεται είναι πως πλέον η Αριστερά δεν είναι σε θέση να αποτελέσει τον κινητήριο µοχλό για µια ανασύνταξη του αντιπολιτευτικού χώρου. Ο ΣΥΡΙΖΑ άλλαξε πρόεδρο, ο κ. Κασσελάκης µπορεί να γοήτευσε την πλειονότητα όλων όσοι προσήλθαν στις εσωκοµµατικές κάλπες, σε επίπεδο κοινωνίας όµως κινείται µε χαµηλές πτήσεις. Πολύ περισσότερο που η κοινή γνώµη αδυνατεί να κρίνει τον νέο πρόεδρο ως αριστερό ηγέτη: στη δηµοσκόπηση της GPO, η καταλληλότητα του κ. Κασσελάκη να κυβερνήσει στη θέση του Κυρ. Μητσοτάκη είναι µόλις στο 12,1%, πίσω από τον κ. Ανδρουλάκη (13,8%), µε κυρίαρχο τον Κυρ. Μητσοτάκη (48%). Ο δρόµος για την εναλλαγή µοιάζει αδιάβατος…

6,1% µόλις θεωρεί τον κ. Κασσελάκη αριστερό. Το 17,4% τον θεωρεί κεντροαριστερό, το 15,6% κεντρώο, το 17% κεντροδεξιό και το 14,3% δεξιό…

Προς απογοήτευση µάλιστα του κ. Τσακαλώτου, στην ίδια µέτρηση µόλις το 6,1% θεωρεί τον κ. Κασσελάκη αριστερό. Το 17,4% τον θεωρεί κεντροαριστερό, το 15,6% κεντρώο - και εδώ αρχίζουν τα απρόβλεπτα: το 17% τον θεωρεί κεντροδεξιό και το 14,3% δεξιό… Υπάρχει και ένα 20,2% που δεν τον κατατάσσει σε κάποια κατηγορία.

Ο δρόµος για τη διαµόρφωση του «νέου ΣΥΡΙΖΑ», συνεπώς, είναι ακόµη µακρύς και πάντως, αν κρίνουµε από το πώς βλέπει τις εξελίξεις στο κόµµα αυτό η κοινή γνώµη, είναι ανέφικτο πλέον να οραµατίζεται τη µεγάλη επιστροφή στο Μαξίµου,

εφόσον στην ουσία, για να γίνει κάτι τέτοιο, πρέπει να αποτινάξει το «αριστερό κουκούλι». Τότε, βέβαια, θα µιλάµε για ένα εντελώς διαφορετικό κόµµα. Εδώ δεν συνυπολογίζονται οι συνέπειες από το ενδεχόµενο διάσπασης σε µια τέτοια στροφή.

Είναι, συνεπώς, δικαιολογηµένη η διατύπωση του ερωτήµατος εάν το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝ.ΑΛ. µπορεί να παίξει τον ρόλο της ανασυγκρότησης του αντιπολιτευτικού µπλοκ, αφού η «κυβερνώσα Αριστερά» έχει βραχυκυκλώσει στον κύκλο εσωστρέφειάς της.

Προσώρας, οι µετρήσεις δεν δείχνουν τέτοια δυναµική. Το ΠΑΣΟΚ αποκοµίζει λίγα κέρδη από τις απώλειες του ΣΥΡΙΖΑ. Αλλά η επικείµενη φιλοδοξία του κ. Ανδρουλάκη -ενόψει εκλογών- να γίνει αυτό το δεύτερο κόµµα στις προτιµήσεις των πολιτών είναι ασύµβατη µε όποια λογική σύγκλισης.

Συνεπώς και το όραµα της «συγκυβερνώσας Κεντροαριστεράς» δεν έχει βάση, προς το παρόν τουλάχιστον. Ας κρατήσουµε όµως το µόνο σωστό από τη δήλωση του κ. Μαραντζίδη: “Στην πολιτική ποτέ μη λες ποτέ”.

Δημοσιεύτηκε στα ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ στις 4/11