Ποια είναι η "Θεωρία των σπασμένων παραθύρων" που ανέφερε ο Κυριάκος Μητσοτάκης
<p>Η ιστορία της θεωρίας και η σημασία της</p>
Τη "Θεωρία των σπασμένων παραθύρων" χρησιμοποίησε ο Κυριάκος Μητσοτάκης κατά τη διάρκεια της ομιλίας του στην προ ημερησίας διατάξεως συζήτηση στη Βουλή αιφνιδιάζοντας αρκετούς οι οποίοι την άκουσαν για πρώτη φορά.
Ποια είναι όμως η θεωρία αυτή;
Πρόκειται για την θεωρία που συσχετίζει την αισθητική υποβάθμιση μιας αστικής περιοχής με την αύξηση της εγκληματικότητας η οποία παρουσιάστηκε το 1982 και τέθηκε σε εφαρμογή στη Νέα Υόρκη μετά την εκλογή του R. Guliani, ως δημάρχου το 1993. Βασίζεται στην ιδέα πως αν αφήσεις κάποια μικρά προβλήματα άλυτα, κάποια στιγμή θα βρεις μπροστά σου ένα πολύ μεγαλύτερο και δισεπίλυτο πρόβλημα. Σαν μέθοδος αντιμετώπισης της εγκληματικότητας θεωρήθηκε αρκετά αποτελεσματική και συνεχίστηκε να εφαρμόζεται αφού επεκτάθηκε και σε άλλες πολιτείες της Αμερικής και σε άλλες χώρες του κόσμου.
Ιδρυτές της θεωρίας είναι οι Wilson και Kelling, οι οποίοι στηρίχτηκαν στα αποτελέσματα ενός πειράματος που πραγματοποιήθηκε το 1969 από τον καθηγητή Zimbardo. Σε αυτό το πείραμα, ο καθηγητής τοποθέτησε ένα αυτοκίνητο χωρίς πινακίδες σε δυο διαμετρικά αντίθετες γεωγραφικά και κοινωνικά περιοχές, στο υποβαθμισμένο Μπρόνξ και σε μία εύπορη συνοικία του Πάλο Άλτο. Στο Μπρόνξ χρειάστηκαν δέκα λεπτά για να αρχίσουν οι βανδαλισμοί και εντός 24ώρου να αφαιρεθούν όλα του τα εξαρτήματα. Από την άλλη, στο Πάλο Άλτο, επειδή το αυτοκίνητο παρέμενε ακέραιο, ο καθηγητής έσπασε τα τζάμια του και εντός 24ώρου το αυτοκίνητο υπέστη τις ανάλογες ζημιές. Αποφάνθηκαν πως οι βανδαλισμοί μπορούν να συμβούν παντού, από τη στιγμή που η αρχή της αμοιβαιότητας των σχέσεων μεταξύ των κατοίκων και της υποχρέωσης τους στην τάξη υποβαθμίζονται από πράξεις που δείχνουν να σημαίνουν ότι «κανείς δεν νοιάζεται».
Οι ιδρυτές της θεωρίας υποστήριξαν ότι μια περιοχή που παρουσιάζει σημάδια παραμέλησης και παρακμής, οδηγείται σταδιακά σε ολοένα περισσότερες και βαρύτερες εγκληματικές συμπεριφορές, που αν δεν καταπολεμηθούν εν τη γενέσει τους και αφεθούν να συνεχίσουν το έργο τους, είναι βέβαιο ότι θα καταλήξουν σε αποκλίνουσες συμπεριφορές, εγκληματικές πράξεις, αποδιάρθρωση του κοινωνικού ιστού και αύξηση της ανασφάλειας των πολιτών[2]. Τον Δεκέμβριο του 2008 δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Science μια μελέτη των Keizer, Lindenberg και Steg, ενισχύοντας τα επιχειρήματα των Wilson και Kelling, που κατέληγαν σε παρόμοια συμπεράσματα. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι ως άνω πραγματοποίησαν μια σειρά από έξι πειράματα και μελέτησαν την συμπεριφορά των περαστικών σε «στημένες καταστάσεις», καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι οι πιθανότητες να παρανομήσει κάποιος σε συνθήκες ελλιπούς τάξης και ανομίας αυξάνονται, όπως αυξάνεται αντιστοίχως και η αταξία.
Η θεωρία των σπασμένων παραθύρων διακρίνει δύο τύπους αστικής αποδιοργάνωσης, την φυσική και την κοινωνική. Ο πρώτος τύπος είναι η φυσική αταξία που αναφέρεται στις συνθήκες που επικρατούν στους δημόσιους χώρους της αστικής περιοχής και σχετίζεται με την κατάσταση και τη συντήρηση των κτηρίων και του περιβάλλοντα χώρου τους. Συνδέεται, ακόμη, με την ποιότητα και την συντήρηση των δικτύων κοινής ωφέλειας και των υπόλοιπων κοινωνικών υποδομών. Ο δεύτερός τύπος είναι η κοινωνική αταξία που αναφέρεται στην ανθρώπινη παρουσία στον συγκεκριμένο χώρο. Δεν σχετίζεται συγκεκριμένα με την ύπαρξη εγκληματιών, αφού αυτοί άλλωστε επιδιώκουν συνειδητά να περνούν απαρατήρητοι μέσα στο πλήθος. Αναφέρεται περισσότερο στην παρουσία των ανυπόληπτων και περιθωριακών ατόμων που εμφανίζουν αντισυμβατική ή απρόβλεπτη συμπεριφορά.
Ειπώθηκε ότι ο πυρήνας της εν λόγω θεωρίας εδράζεται σε μια αυστηρή, μη διακριτική εφαρμογή των νόμων, ανεξάρτητα από τις συνθήκες ή την φύση του αδικήματος. Ως εκ τούτου δεν λαμβάνονται υπόψη η σημασία των κινήτρων που ωθούν τα άτομα σε αντικοινωνικές συμπεριφορές, καθώς επίσης και οι κοινωνικοοικονομικοί παράγοντες που τα επηρεάζουν. Θεωρήθηκε ακόμη, ότι η επιθετική τακτική της θεωρίας μπορεί να οδηγήσει σε κατάχρηση εξουσίας από την αστυνομία, τον περιορισμό ανθρωπίνων δικαιωμάτων, στην αύξηση προσαγωγών στα δικαστήρια, στην αύξηση του πληθυσμού των φυλακών και στην διατάραξη της σχέσεις πολίτη και αστυνομίας[5]. Τέλος, υποστηρίχθηκε σθεναρά από του θεωρητικούς η λειτουργία της θεωρίας ως μέσου μείωσης της εγκληματικότητας στις μεγάλες πόλεις τις οποίες εφαρμόστηκε . Ωστόσο, η κρίση αυτή αμφισβητήθηκε πολλάκις ή έστω διατυπώθηκε το αντεπιχείρημα της μικρής συμβολής της θεωρίας στην επιτυχία αυτή.