Ομιλία Παυλόπουλου για τα 180 χρόνια του Πανεπιστημίου Αθηνών
Για «διαχρονικό εκφραστή της ευρωπαϊκής πανεπιστημιακής και επιστημονικής παράδοσης» έκανε λόγο ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας
Την «εμβληματική συνεισφορά του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών στην πνευματική αλλά και την γενικότερη πολιτική, οικονομική και πολιτισμική ζωή της Ελλάδας», εκθείασε ο Προκόπης Παυλόπουλος στη διάρκεια της ομιλίας του για τον εορτασμό των 180 χρόνων του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.
Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας χαρακτήρισε το Πανεπιστήμιο «διαχρονικό εκφραστή της ευρωπαϊκής πανεπιστημιακής και επιστημονικής παράδοσης», τονίζοντας ότι «αναπτύσσεται παράλληλα με το Νεώτερο Ελληνικό Κράτος, ζει τις δόξες του αλλά και τις δύσκολες στιγμές του, επηρεάζει τις πολιτικές εξελίξεις και επηρεάζεται από αυτές».
«Έχω χρέος να επισημάνω ότι το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών στάθηκε, καθ’ όλη την εμβληματική διαδρομή του και κατά κανόνα, φάρος πραγματικού πνεύματος και ασφαλής οδηγός πορείας για τον Λαό και το Έθνος μας, ιδίως σε ταραγμένους και χαλεπούς καιρούς. Την ίδια αποστολή καλείται, ως δημιουργός και θεματοφύλακας της λαμπρής του παράδοσης, να επιτελέσει και στο πλαίσιο της σημερινής κρίσιμης συγκυρίας για την Χώρα μας και τον Λαό μας. Και είμαι απολύτως βέβαιος ότι θ’ ανταποκριθεί πλήρως και σε αυτό το, κυριολεκτικώς, Εθνικό προσκλητήριο», κατέληξε ο Προκόπης Παυλόπουλος.
Η ομιλία του:
«Το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών συμπληρώνει φέτος, αισίως, 180 χρόνια λαμπρής λειτουργίας και μέγιστης προσφοράς όχι μόνο προς την Ελλάδα αλλά και προς τον Ελληνισμό εν γένει. Αισθάνομαι μεγάλη τιμή αλλά και βαθιά συγκίνηση για την συμμετοχή μου σ’ αυτή την κορυφαία επέτειο, αφού με το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών με συνδέουν βαθύτατοι πνευματικοί -θα έλεγα υπαρξιακοί- δεσμοί: Στη Νομική Σχολή του φοίτησα, και στην ίδια Σχολή, τύχη αγαθή, είχα την τιμή να διακονήσω την επιστήμη, από την θέση του διδάσκοντος, επί μακρά σειρά ετών.
Το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών -βεβαίως όπως και πλειάδα άλλων Πανεπιστημίων τα οποία λειτουργούν στην Χώρα μας, καθένα στο μέτρο που του αναλογεί- αποτελεί πραγματικό φάρο της πνευματικής μας ζωής στους χαλεπούς, από πολλές απόψεις, καιρούς που βιώνουμε.
Η εμβληματική συνεισφορά του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών στην πνευματική αλλά και την γενικότερη πολιτική, οικονομική και πολιτισμική ζωή της Χώρας συνίσταται στην διαχρονική υπηρέτηση του αξιακού διπτύχου της παράδοσης και της ανανέωσης.
Η αλήθεια αυτής της διαπίστωσης προκύπτει ως σχεδόν προφανής, αν αναλογισθούμε ότι η πορεία του Νεώτερου Ελληνικού Κράτους είναι παράλληλη προς την ιστορία του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. To «Αθήνησι», όπως συχνά το αποκαλούμε ακόμη και σήμερα, υπήρξε το πρώτο και το μόνο Πανεπιστήμιο της Χώρας έως το 1926, οπότε ιδρύθηκε το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Ταυτοχρόνως, πορεύθηκε παράλληλα με το Εθνικό Μετσόβειο Πολυτεχνείο, το οποίο ιδρύθηκε το 1836 και του οποίου η ισοτιμία με το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών αναγνωρίσθηκε το 1914.
Το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, λοιπόν, αναπτύσσεται παράλληλα με το Νεώτερο Ελληνικό Κράτος, ζει τις δόξες του αλλά και τις δύσκολες στιγμές του, επηρεάζει τις πολιτικές εξελίξεις και επηρεάζεται από αυτές. Όλα τα προαναφερόμενα έχουν ως αποτέλεσμα την ανάπτυξη μιας ιδιαίτερης όσμωσης μεταξύ του «Αθήνησι» και του Ελληνικού Κράτους, η οποία εκδηλώνεται σε πολλά επίπεδα, και πρωτίστως στα εξής:
Πρώτον, η άμεση ή έμμεση ανάμειξη πολλών μελών του διδακτικού προσωπικού του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών στον δημόσιο βίο της Χώρας, σε ολόκληρη την ιστορική πορεία του σύγχρονου Ελληνικού Κράτους, αποδεικνύει την άρρηκτη σύνδεσή του με την οργάνωση και διοίκηση του Κράτους μας. Αυτό συνέβη διότι το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, από την πρώτη στιγμή της λειτουργίας του, ανέλαβε, κατά μεγάλο μέρος, την διαμόρφωση του επιστημονικού-εκπαιδευτικού μηχανισμού της Χώρας, στελεχώνοντας, εκτός από τον ιδιωτικό τομέα, εν πολλοίς και την Δημόσια Διοίκηση. Πέραν τούτου, πολλά μέλη του διδακτικού του προσωπικού διαδραμάτισαν σύντομα πολύπλευρο ηγετικό ρόλο στην πολιτική και κοινωνική ζωή του Τόπου, τάση που συνεχίζεται αδιαλείπτως έως τις μέρες μας.
Στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών δεν καλλιεργήθηκαν – όπως και πάντα καλλιεργούνται- μόνον οι επιστήμες stricto sensu, με την συγκρότηση μάλιστα, αρχικώς και τουλάχιστον έως τον Μεσοπόλεμο, επιστημονικών πεδίων και πρακτικών μέσω των προγραμμάτων σπουδών του και των δραστηριοτήτων που αναπτύσσουν τα μέλη του διδακτικού του προσωπικού. Ο ρόλος του ξεπερνούσε και ξεπερνά τα όρια αυτά. Και τούτο διότι τα ιδεολογικά αλλά και, ευρύτερα, θεωρητικά ρεύματα τα οποία αφορούν τον τρόπο οργάνωσης της Κοινωνίας μας, την διαμόρφωση της Εθνικής μας ταυτότητας και την ευρύτερη πολιτισμική μας παρουσία στον σύγχρονο κόσμο, που ανέκαθεν αναπτύσσονται στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών –κι ενίοτε το συνταράσσουν- απηχούν και αντανακλούν τις αναζητήσεις αλλά και τις «ανάγκες» του Ελληνικού Έθνους, του Ελληνικού Κράτους αλλά και της Ελληνικής Κοινωνίας.
Η σχέση αυτή είναι, οπωσδήποτε, αμφίδρομη και διαλεκτική, οπότε τα αποτελέσματά της αποδεικνύονται εξαιρετικά γόνιμα είτε αμέσως είτε σε βάθος χρόνου. Για ν’ αναφέρω ένα μόνο παράδειγμα αυτής της αμφίδρομης σχέσης, επιτρέψατέ μου να επισημάνω ότι ο Ελευθέριος Βενιζέλος, που υπήρξε απόφοιτος της Νομικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, μεταρρύθμισε το 1932 την πανεπιστημιακή νομοθεσία, γεγονός το οποίο αποτέλεσε ένα από τα σημαντικότερα εγχειρήματα εκσυγχρονισμού της κατά τον 20ο αιώνα. Ο οποίος -και παρά την άκρως οπισθοδρομική δικτατορική παρένθεση της μεταξικής περιόδου- καθόρισε την διαδρομή του Πανεπιστημίου Αθηνών για τα πενήντα επόμενα χρόνια τουλάχιστον.
Και, δεύτερον, η ιστορία του φοιτητικού κινήματος, όπως αναπτύχθηκε στους κόλπους του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών αλλά και στα υπόλοιπα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα της Χώρας μας, παρακολουθεί την πορεία και ιδίως τον εκδημοκρατισμό του Ελληνικού Κράτους. Για παράδειγμα:
Η συμβολή του φοιτητικού κινήματος -και εντός του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών- στην πτώση του δικτατορικού καθεστώτος της 21ης Απριλίου υπήρξε ορόσημο για την Μεταπολιτευτική ιστορία της Χώρας μας.
Επίσης, η είσοδος των γυναικών στο Πανεπιστήμιο από το 1890 και μετά επέφερε μια ουσιαστική τομή, παρότι χρειάσθηκε να περάσουν αρκετά χρόνια έως ότου η ισότιμη συμμετοχή των γυναικών στην Ανώτατη Εκπαίδευση επικρατήσει ως κοινωνική αξία και απεικονισθεί ικανοποιητικώς στην αριθμητική σύνθεση του φοιτητικού πληθυσμού.
Ιδιαιτέρως αξίζει ν’ αναφερθεί κανείς στο πόσο άρρηκτα είναι συνδεδεμένος ο ευρωπαϊκός προσανατολισμός της Χώρας μας με την ευρωπαϊκή παράδοση και προοπτική που είχε και έχει το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών από την σύστασή του. Χαρακτηριστικά ως προς τούτο είναι τα στοιχεία, τα οποία περιέχονται στα «λογίδρια» που εκφωνήθηκαν στις 3 Μαΐου 1837, κατά τα εγκαίνια του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, από τους πρώτους επικεφαλής του, ιδίως δε το «λογίδριο» του πρώτου Πρύτανη Κωνσταντίνου Σχινά. Από τα «λογίδρια» αυτά προκύπτει, με αδιάσειστα ιστορικά τεκμήρια, μεταξύ άλλων και ότι η κεντρική ιδέα, πάνω στην οποία βασίσθηκε η ίδρυση του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών το 1837, ήταν η κατά τον Αδαμάντιο Κοραή «μετακένωση» του Ευρωπαϊκού Πνεύματος στην «καθ’ ημάς Ανατολή». Μετά την Ανεξαρτησία, την ιδέα αυτή πρωτοδιατύπωσε ο Μάουρερ (“Das Griechishe Volk», 1835, «Ο Ελληνικός Λαός», 1976, σελ. 421), ιδίως μεσ’ από την εξής φράση: «Προορισμός της Ελλάδας είναι να μεταλαμπαδεύσει μια μέρα το φως του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού στην Ασία κι ακόμη πιο πέρα, και σε τούτο βοηθά η προνομιούχος γεωγραφική της θέση και η πνευματική οξυδέρκεια των κατοίκων της».
Τα όσα προεκτέθηκαν αρκούν για να «φωτίσουν» τον ab initio ευρωπαϊκό προσανατολισμό του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.
Και δεν είναι μόνον ότι τα πρότυπα, βάσει των οποίων ιδρύθηκε το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, είναι το Γερμανικό -και συγκεκριμένα το Χουμπολντιανό- και το Γαλλικό, οπότε αναλόγως διαμορφώθηκαν η φυσιογνωμία και οι σκοποί του Πανεπιστημίου Αθηνών, όπως θ’ αναλυθεί στην συνέχεια. Ούτε θα δώσω ιδιαίτερη έμφαση στο, πάντως, εντυπωσιακό γεγονός ότι στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα οι φοιτητές του που προέρχονταν από το εξωτερικό –επρόκειτο περί ομογενών- υπερέβαιναν τους μισούς επί του συνόλου, γεγονός το οποίο αποκαλύπτει μιάν ακόμη συνιστώσα της εμβέλειας του Ιδρύματος.
Η βασικότερη συνιστώσα του ευρωπαϊκού προσανατολισμού του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών έγκειται στο ότι αποτελεί τον φυσικό χώρο, στον οποίο καλλιεργείται το Ελληνικό Πνεύμα και οι πανανθρώπινες αξίες τις οποίες αυτό πρεσβεύει και υπηρετεί, σύμφωνα με το ιδεώδες της κλασσικής Ελληνικής Αρχαιότητας. Προβαίνω σε αυτή την παρατήρηση όχι από διάθεση άκριτης αρχαιολατρείας, αλλά για να υπογραμμίσω επιπλέον ότι το Αρχαίο Ελληνικό Πνεύμα είναι ο πρώτος από τους τρεις πυλώνες του όλου οικοδομήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενώ οι άλλοι δύο είναι η Ρωμαϊκή θεσμική παράδοση και κρατική οργάνωση και η Χριστιανική Διδασκαλία. Η συσχέτιση του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών με τον εν γένει ευρωπαϊκό προσανατολισμό της Ελλάδας είναι προφανής εν προκειμένω, καθώς συνιστά, από την καταγωγή του μάλιστα, το προπύργιο της καλλιέργειας των ευρωπαϊκών ιδεωδών στην Χώρα μας.
Προς τον σκοπό αυτό, άλλωστε, συνδέθηκε διαχρονικά, περισσότερο από κάθε άλλο Ανώτατο Πνευματικό Ίδρυμα της Χώρας μας, με σημαντικά Πανεπιστήμια της Ευρώπης, αναπτύσσοντας μαζί τους σχέσεις στενής συνεργασίας σε πολλούς τομείς. Απέκτησε έτσι σημαντικό κύρος και αναγνώριση τόσο στην Ευρώπη, όσο και στην υπόλοιπη διεθνή ακαδημαϊκή κοινότητα. Συχνά, μάλιστα, αξιοποίησε αυτή την αναγνώρισή του από μεγάλου κύρους ακαδημαϊκούς θεσμούς της αλλοδαπής, για την υποβοήθηση της ανάπτυξης και προαγωγής ανάλογων σχέσεων συνεργασίας μεταξύ σημαντικών αλλοδαπών Πανεπιστημίων και περιφερειακών Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων της Πατρίδας μας.
Αυτός ο, αδιαμφισβήτητος, διαχρονικός ευρωπαϊκός προσανατολισμός του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών -αλλά και των περισσότερων Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων στην Χώρα μας- δεν σημαίνει, επ’ ουδενί, ότι δεν διατηρεί στέρεους δεσμούς, με ανάλογες επιρροές, με τον Αγγλοσαξωνικό πανεπιστημιακό χώρο, κυρίως δε στο πεδίο των θετικών επιστημών. Τούτο οφείλεται στην, ιδίως μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ραγδαία άνοδο και καταξίωση των Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων στη Μεγάλη Βρετανία -με την ίδρυση νέων, σημαντικών, Πανεπιστημίων, πέραν των κορυφαίων παλαιών και παραδοσιακών πανεπιστημιακών «εστιών» του Καίμπριτζ και της Οξφόρδης- και στις ΗΠΑ.
Όλες οι προμνημονευόμενες δραστηριότητες που ανέπτυξε -και συνεχίζει ν’ αναπτύσσει- το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών είναι απόλυτα συνυφασμένες με τον χαρακτήρα του –όπως και όλων των Ελληνικών Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων- ως νομικού προσώπου κατ’ εξοχήν σωματειακού, και όχι τόσο ιδρυματικού, χαρακτήρα. Προς αυτή την κατεύθυνση συνηγορούν αφενός οι διατάξεις του άρθρου 16, ιδίως παρ. 5 εδ α΄, του Συντάγματος κατά τις οποίες: «Η ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση». Και, αφετέρου, η όλη ευρωπαϊκή παράδοση η σχετική με την φύση του Πανεπιστημίου η οποία, κατά γενική παραδοχή, έχει επηρεάσει καθοριστικώς και το θεσμικό πλαίσιο για τα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα στον Τόπο μας. Η αντίληψη ότι τα Ελληνικά Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα συνιστούν περισσότερο νομικά πρόσωπα ιδρυματικού χαρακτήρα, παραγνωρίζει, σε μεγάλο βαθμό, τη νομική τους φύση και την αποστολή τους. Ειδικότερα:
Στην έννομη τάξη μας γίνεται παγίως δεκτό ότι το ίδρυμα είναι σύνολο περιουσίας, που έχει ταχθεί στην εξυπηρέτηση ορισμένου σκοπού. Θεμέλιό του, δηλαδή, συνιστά το -σύμφυτο με τον προορισμό του- in concreto περιουσιακό στοιχείο. Δεν μπορεί όμως βασίμως να υποστηριχθεί ότι ο θεσμικός και λειτουργικός πυρήνας των δημόσιων Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων στην Χώρα μας –και στην Ευρώπη γενικότερα- συντίθεται από την περιουσία την οποία διαθέτουν. Και το ότι το άρθρο 16 παρ. 5 του Συντάγματος υιοθετεί, καταχρηστικώς, τον όρο «ίδρυμα» για τα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα δεν παρέχει ασφαλές επιχείρημα υπέρ του αντιθέτου.
Κατά την ορθότερη -φυσικά κατά την γνώμη μου- άποψη λοιπόν, τα δημόσια Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα είναι, στο πλαίσιο της ελληνικής έννομης τάξης, κατ’ εξοχήν νομικά πρόσωπα σωματειακού χαρακτήρα, την βάση των οποίων θεμελιώνει ο εκπαιδευτικός δεσμός διδασκόντων και διδασκομένων. Συγκεκριμένα, το σωματείο είναι ένωση προσώπων που επιδιώκει «ιδανικό» σκοπό, πέρα και έξω από οιαδήποτε περιουσιακή υποδομή. Προς την κατεύθυνση της αποδυνάμωσης του ιδρυματικού χαρακτήρα των Ελληνικών Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων και της, όλως αντιθέτως, τεκμηρίωσης του κατ’ εξοχήν σωματειακού τους χαρακτήρα συνηγορεί η συνολική διαδρομή των Πανεπιστημίων στον ευρύτερο ευρωπαϊκό χώρο, τα οποία όπως προεκτέθηκε άσκησαν και ασκούν καθοριστική επιρροή στην δική μας πανεπιστημιακή παράδοση. Και μάλιστα από την εμφάνιση του θεσμού, στα τέλη του 12ου αιώνα, έως σήμερα.
α) Αφετηρία του Πανεπιστημίου υπήρξε το «Studium Generale», ως πεδίο ανώτατης εκπαίδευσης κλασικών σπουδών, στηριζόμενο αποκλειστικώς στον εκπαιδευτικό δεσμό μεταξύ διδασκόντων και διδασκομένων.
β) Το «Studium Generale» γρήγορα μετεξελίχθηκε και επικράτησε, με την βοήθεια και της ανάπτυξης των πόλεων, σε όλη την Ευρώπη ως «Universitas». Ήτοι ως αμιγής ένωση προσώπων, χωρίς ιδιαίτερη έμφαση στην περιουσιακή της υποδομή. Παγιώθηκε δηλαδή ως σήμερα ως «Universitas Magistrorum et Scholarium». Χαρακτηριστική, ιστορικώς, είναι η σχετική αναφορά στο προμνημονευόμενο λογίδριο του πρώτου Πρύτανη του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών Κωνσταντίνου Σχινά, όπου για το Πανεπιστήμιο των Παρισίων γίνεται λόγος περί: «Συντεχνίας διδασκόντων και διδασκομένων, λατινιστί Universitas, ήτοι Universitas magistrorum et scolarium» (σελ. 2-3). Αυτός ο θεμελιώδης σωματειακός πυρήνας του Πανεπιστημίου αποτελεί –επαναλαμβάνω σχεδόν σε ολόκληρο τον ευρωπαϊκό χώρο- διαχρονικώς το βασικό του χαρακτηριστικό, τουλάχιστον στον τομέα της δημόσιας ανώτατης εκπαίδευσης.
Οι θέσεις που μόλις ανέπτυξα βασίζονται στην ισχύουσα ρύθμιση του άρθρου 16 παρ. 5 του Συντάγματος, κατά την οποία τα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα μόνον ως νομικά πρόσωπα δημόσιου δικαίου μπορούν να θεσμοθετηθούν. Τούτο δεν σημαίνει όμως, επ’ ουδενί, ότι αντιτίθενται στην ιδέα της λειτουργίας ανώτατης μη κρατικής εκπαίδευσης στην Χώρα μας, ύστερα από αναθεώρηση του Συντάγματός μας. Θεωρώ όμως, ακόμη και για λόγους σεβασμού της διαχρονικής πανεπιστημιακής μας παράδοσης, ότι η ίδρυσή τους θα πρέπει να συντελείται τουλάχιστον υπό τους όρους ότι:
Πρώτον, αυτά θα αποτελούν νομικά πρόσωπα μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα.
Και, δεύτερον, θα ιδρύονται με άδεια του Ελληνικού Δημοσίου και θα τελούν υπό εποπτεία, η οποία προσιδιάζει προς εκείνη που θεσπίζεται κατά το Σύνταγμα για τα δημόσια Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα.
Συμπερασματικώς, και αποτίοντας τον οφειλόμενο φόρο τιμής στην ιστορική πορεία των 180 χρόνων λειτουργίας του, έχω χρέος να επισημάνω ότι το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών στάθηκε, καθ’ όλη την εμβληματική διαδρομή του και κατά κανόνα, φάρος πραγματικού πνεύματος και ασφαλής οδηγός πορείας για τον Λαό και το Έθνος μας, ιδίως σε ταραγμένους και χαλεπούς καιρούς. Την ίδια αποστολή καλείται, ως δημιουργός και θεματοφύλακας της λαμπρής του παράδοσης, να επιτελέσει και στο πλαίσιο της σημερινής κρίσιμης συγκυρίας για την Χώρα μας και τον Λαό μας. Και είμαι απολύτως βέβαιος ότι θ’ ανταποκριθεί πλήρως και σε αυτό το, κυριολεκτικώς, Εθνικό προσκλητήριο.