Επανέρχεται δυναµικά στο επίκεντρο της «γαλάζιας» ρητορικής το αίτηµα για πρόωρες εκλογές (και µάλιστα σε εύλογο χρονικό διάστηµα), το οποίο, αν και ουδέποτε αποσύρθηκε, πέρασε µοιραία σε δεύτερο πλάνο εν αναµονή των γενικότερων εξελίξεων στις συζητήσεις κυβέρνησης δανειστών. Ενδεικτικό είναι ότι χθες, στη συνεδρίαση των «γαλάζιων» τοµεαρχών, ο Κυρ. Μητσοτάκης κάλεσε τον πρωθυπουργό να αναλάβει τις ευθύνες του και να οδηγήσει τη χώρα σε εκλογές.

«Οσο πιο γρήγορα φύγει η κυβέρνηση, τόσο καλύτερα για τη χώρα», σηµείωσε. Στην Πειραιώς επιθυµούν να ακυρώσουν στην πράξη την επιχειρηµατολογία του Μεγάρου Μαξίµου περί αµηχανίας της ηγεσίας της Ν.∆. και έλλειψης αφηγήµατος µετά το κλείσιµο της συµφωνίας για τη δεύτερη αξιολόγηση, υπερθεµατίζοντας και πάλι στην ανάγκη άµεσης πολιτικής αλλαγής, ως συνέπεια της ανακολουθίας των κυβερνώντων. «Εµείς ποτέ δεν συνδέσαµε την προσφυγή στις κάλπες µε τη διαπραγµάτευση, ούτε υπαναχωρήσαµε ως προς την πάγια θέση µας πως ο Τσίπρας και η ανεπαρκής πολιτική παρέα του πρέπει να φύγουν εδώ και τώρα. Πλέον, όµως, τα ψέµατα τελείωσαν οριστικά και είναι πιο εµφανές από ποτέ πως κάθε µέρα που παραµένουν στην εξουσία οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ βυθίζουν ακόµη περισσότερο τη χώρα και ότι ο δρόµος που δείχνει ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι η µοναδική µας διέξοδος.

Ως εκ τούτου, απαιτούνται απόλυτη ευθύτητα, υπευθυνότητα και ξεκάθαρες απόψεις», επισηµαίνουν στενοί συνεργάτες του αρχηγού της αξιωµατικής αντιπολίτευσης.  Στο πλαίσιο αυτό, ήδη από τις αρχές της εβδοµάδας η ηγετική οµάδα της Ν.∆. έδωσε σαφές στίγµα των προθέσεών της µέσω επίσηµης ανακοίνωσης, µε αφορµή µια ανάρτηση του Αλέξη Τσίπρα στο ∆ιαδίκτυο για τα αναθεωρηµένα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ. «Ο εθνικός στόχος για την έξοδο από την κρίση θα επιτευχθεί µόνο αν συντελεστεί στον τόπο µια µεγάλη πολιτική αλλαγή», αναφερόταν χαρακτηριστικά.

Λίγα µόλις εικοσιτετράωρα αργότερα και µε φόντο τις διαρροές σχετικά µε την πιθανότητα ανοίγµατος του πρωθυπουργού στα κόµµατα της αντιπολίτευσης (µέσω είτε σύγκλησης του Συµβουλίου Πολιτικών Αρχηγών είτε κατ’ ιδίαν συναντήσεων), η Πειραιώς εξέπεµψε εκ νέου ηχηρό µήνυµα επιστροφής στον «προεκλογικό» δηµόσιο λόγο των προηγούµενων µηνών. «Η πολιτική αλλαγή είναι αναγκαία», έλεγαν ορθά-κοφτά επίλεκτα στελέχη του στενού «µητσοτακικού» πυρήνα, απορρίπτοντας ταυτόχρονα κάθε προοπτική συνεννόησης µε τον κυβερνητικό παράγοντα. Τις αµέσως επόµενες ηµέρες, η σχετική επιχειρηµατολογία θα κλιµακωθεί, µε τον Κυριάκο Μητσοτάκη (αλλά και τους υπόλοιπους κορυφαίους) να επαναλαµβάνει τόσο στη Βουλή όσο και στις περιοδείες του ανά την περιφέρεια την επωδό για «απαλλαγή της χώρας από την παρουσία αυτής της ανίκανης και επικίνδυνης κυβέρνησης».  

ΣΥΓΚΥΡΙΑ

 Εξάλλου, είναι κοινός τόπος στο «γαλάζιο» στρατηγείο πως η Ν.∆. οφείλει να εκµεταλλευθεί στο έπακρο την παρούσα συγκυρία, όπου «η κυβέρνηση είναι εκτεθειµένη εξαιτίας τόσο των αρνητικών εξελίξεων στο µέτωπο του χρέους όσο και της διαφαινόµενης παραποµπής στις καλένδες του ζητήµατος της ένταξης της Ελλάδας στην ποσοτική χαλάρωση». Αυτές ακριβώς οι παράµετροι, σε συνδυασµό µε την ολοκλήρωση και τη σταδιακή παρουσίαση των κεντρικών προγραµµατικών θέσεων της Ν.∆. (όχι µόνο για την οικονοµία, αλλά και για την ασφάλεια, την Υγεία και την Παιδεία), συνιστούν τα βασικά συστατικά στοιχεία γύρω από τα οποία στήνεται η ισχυρή επαναδιατύπωση του αιτήµατος για εκλογές. «Ψήφισαν επί της ουσίας το χειρότερο Μνηµόνιο που έχει περάσει από τη Βουλή, διαψεύδοντας επανειληµµένως τους ίδιους τους εαυτούς τους. ∆ιεµήνυαν περήφανοι ότι θα παραιτηθούν αν χρειαστεί να κόψουν συντάξεις ή να µειώσουν το αφορολόγητο και τελικά κορόιδεψαν για πολλοστή φορά τον ελληνικό λαό. Μας είπαν ότι τα σκληρά µέτρα που συµφώνησαν θα άνοιγαν τον δρόµο για τη λύση στο χρέος και την ποσοτική χαλάρωση, αλλά οι προσδοκίες που καλλιέργησαν διαλύθηκαν µε τον πλέον εµφατικό τρόπο. Τι άλλο πρέπει να γίνει για να φύγουν; ∆εν υπάρχουν πια άλλα περιθώρια κι εµείς οφείλουµε να αποδεικνύουµε και να υπενθυµίζουµε καθηµερινά ότι συγκροτούµε τη µοναδική αξιόπιστη εναλλακτική πρόταση διακυβέρνησης», σηµειώνουν υψηλόβαθµοι κοµµατικοί παράγοντες, αποτυπώνοντας το νέο πολιτικό δόγµα της Πειραιώς.  

Η δικαίωση

Το ανέβασµα των τόνων έναντι της κυβέρνησης από την αξιωµατική αντιπολίτευση και η διαρκής υπενθύµιση της ανάγκης προσφυγής στη λαϊκή ετυµηγορία είναι ανεξάρτητα της καθολικής εκτίµησης -ακόµη και στους κόλπους της Ν.∆.πως το κλείσιµο της δεύτερης αξιολόγησης, έστω κι αν δεν συνοδεύτηκε από κάποια θετική εξέλιξη για το χρέος, που αποτελούσε και το µεγαλύτερο στοίχηµα της κυβέρνησης, προσφέρει στον Αλέξη Τσίπρα τη δυνατότητα να κερδίσει πολιτικό χρόνο. Οπως επισηµαίνουν συνοµιλητές του αρχηγού της Ν.∆., είναι σαφές πως ο σχεδιασµός του πρωθυπουργού είναι να στηθούν κάλπες το φθινόπωρο του 2018, πριν δηλαδή ξεκινήσει η εφαρµογή των µέτρων που συνυπέγραψε µε τον Πάνο Καµµένο, ευελπιστώντας πως µέχρι τότε θα έχει καταφέρει να συµµαζέψει σε κάποιο βαθµό τη φθορά που έχει υποστεί το παρόν κυβερνητικό σχήµα. «Εµείς δεν πρέπει επ’ ουδενί να υποχωρήσουµε από την τακτική της πολιτικής αλλαγής, ό,τι κι αν συµβεί. Πρέπει να πείσουµε για το αφήγηµά µας όσο το δυνατόν περισσότερους Ελληνες και όσο το δυνατόν πιο σύντοµα, ώστε να µην αφήσουµε καµιά χαραµάδα για τα λαϊκίστικα κόλπα που θα σκαρφιστεί και πάλι ο Τσίπρας», αναφέρουν.

Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόµη και βουλευτές που στο παρελθόν ψέλλιζαν στις εµφανίσεις τους στα ΜΜΕ το ενδεχόµενο προσέγγισης των κοινοβουλευτικών δυνάµεων, ενόψει της δύσκολης κατάστασης στην οποία έχει περιέλθει η χώρα, ή θεωρούσαν πρόωρη τη συζήτηση περί κάλπης πλέον δείχνουν να συντάσσονται απόλυτα µε αυτή τη λογική. Σε αυτό συνετέλεσε καθοριστικά και η -βάσει των δηµοσκοπικών δεδοµένωνδικαίωση της τακτικής αυτής, η οποία, σύµφωνα µε το περιβάλλον Μητσοτάκη, ήταν καταλυτική προκειµένου να ενισχυθεί το ηγετικό προφίλ του αρχηγού της αξιωµατικής αντιπολίτευσης και κατά συνέπεια να ανοίξει τόσο πολύ η ψαλίδα µεταξύ Ν.∆. και ΣΥΡΙΖΑ.

Αλλωστε, όπως έγραφαν τα «ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ» από την προηγούµενη εβδοµάδα, αρκετά από τα µέλη της Κοινοβουλευτικής Οµάδας της Ν.∆. επαναφέρουν εσχάτως το σενάριο ενός πιθανού «ατυχήµατος» εντός του χειµώνα του 2018, που θα µπορούσε υπό συνθήκες να επισπεύσει την επόµενη εκλογική αναµέτρηση.