Aνδρουλάκης: Ευρωπαϊκό θέμα η Τουρκική επιθετικότητα
«Η Ελλάδα πρέπει να θέτει τα ζητήματα της παραβίασης του διεθνούς δικαίου όχι ως απλές διμερείς διαφορές», τονίζει ο ευρωβουλευτής του ΠΑΣΟΚ
Σε άρθρο του στο ΑΠΕ τονίζει με αφορμή την υιοθέτηση τροπολογιών του στην ετήσια Εκθεση Προόδου για την Τουρκία ότι «μια τέτοια προσπάθεια απαιτεί συντονισμό μεταξύ των υπηρεσιών, της κυβέρνησης και των Ελλήνων ευρωβουλευτών», προσθέτει ο Έλληνας ευρωβουλευτής.
Ακολουθεί το άρθρο του Νίκου Ανδρουλάκη στο Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων
«Πριν από λίγες μέρες υπερψηφιστήκαν ορισμένες τροπολογίες που είχα καταθέσει, από κοινού με άλλους ευρωβουλευτές, στην ετήσια Έκθεση Προόδου για τις Ενταξιακές Διαπραγματεύσεις της Τουρκίας στο πλαίσιο των καθηκόντων μου ως μέλος της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Συγκεκριμένα, με τις τροπολογίες που υπερψηφίστηκαν, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ζητά από την Τουρκία να τερματίσει τις παραβιάσεις του ελληνικού εναέριου χώρου και των χωρικών υδάτων, καθώς και να σεβαστεί την εδαφική ακεραιότητα των γειτονικών της χωρών.
Ζητείται, επίσης, η κύρωση της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας και βεβαίως την άμεση άρση του casus belli. Ακόμη, γίνεται συγκεκριμένη αναφορά στην προστασία της ελληνικής μειονότητας. Συγκεκριμένα, καλεί την τουρκική κυβέρνηση να άρει όλα τα εμπόδια στη διαχείριση των μειονοτικών ευαγών ιδρυμάτων (βακούφια), στην εκπαίδευση, τον ορισμό και στη διαδοχή του κλήρου, ζητά την επαναλειτουργία της Θεολογικής σχολής της Χάλκης και την αναγνώριση της νομικής προσωπικότητας του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Τέλος, καλωσορίζει το άνοιγμα του μειονοτικού σχολείου στην Ίμβρο, το οποίο αποτελεί ένα πολύ θετικό βήμα στην διατήρηση του πολυπολιτισμικού χαρακτήρα του νησιού. Ανάλογες τροπολογίες είχα καταθέσει και στην περσινή Έκθεση Προόδου της Τουρκίας, οι οποίες όμως δεν είχαν γίνει αποδεκτές στο πλαίσιο της Επιτροπής. Μοναδική εξαίρεση αποτέλεσε η τροπολογία για την άρση του Τουρκικού casus belli κατά της χώρας μας, η οποία έγινε αποδεκτή, σε δεύτερο χρόνο στην ολομέλεια του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Τι άλλαξε από πέρσι; Φέτος υπάρχει μια σημαντική ειδοποιός διαφορά.
Το πογκρόμ κατά των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που εξαπέλυσε ο κ. Ερντογάν, έπειτα από το αποτυχημένο πραξικόπημα του Ιουλίου, έχει λειτουργήσει ως άνεμος που διαλύει την ομίχλη. Πλέον, είναι εμφανείς σε όλους οι δραματικές συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί στην Τουρκία.
Κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι δεν ξέρει, κανείς δεν διανοείται να προσπαθήσει να εξωραΐσει την εικόνα. Πρέπει να λέμε τα πράγματα με το όνομα τους. Εδώ και πολλά χρόνια η Τουρκία απολάμβανε ένα ιδιότυπο καθεστώς ασυλίας στην Ευρώπη. Όλοι ήξεραν ότι τα ανθρώπινα δικαιώματα παραβιάζονταν, ότι οι δημοκρατικοί θεσμοί υπολειτουργούσαν και ότι η Τουρκία επιδείκνυε συστηματικά επιθετική συμπεριφορά προς τους γείτονες της.
Ωστόσο, τα γεωπολιτικά και οικονομικά συμφέροντα ήταν πολύ ισχυρά με αποτέλεσμα να υπάρχει μια διαρκής τάση υποβάθμισης αυτών των ζητημάτων στις Ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Η σημερινή συγκυρία είναι πλέον διαφορετική. Ο ολετήρας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που έχει τεθεί σε λειτουργία στη γείτονα δεν μπορεί πια να αγνοηθεί. Αυτό το γεγονός δημιουργεί μια θετική συγκυρία και πρέπει να τύχει της κατάλληλης εκμετάλλευσης.
Σήμερα δημιουργείται ένα παράθυρο ευκαιρίας για την Ελλάδα και την Κύπρο, αρκεί να διαχειριστούμε την κατάσταση με σοβαρότητα και υπευθυνότητα και όχι με επικοινωνιακούς και εθνικολαϊκίστικες όρους. Η ελληνική εξωτερική πολιτική πρέπει να αποκτήσει συνέπεια και σταθερότητα ώστε να μπορέσουμε να αναβαθμίσουμε τα θέματα ελληνικού ενδιαφέροντος σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Πλέον είναι πολύ δύσκολο για τους εταίρους μας να αρνηθούν την πραγματικότητα, όπως έχει διαμορφωθεί στη Τουρκία. Η Ελλάδα πρέπει να θέτει τα ζητήματα της τουρκικής επιθετικότητας της παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και τους διεθνούς δικαίου ως Ευρωπαϊκά ζητήματα και όχι ως απλές διμερείς διαφορές.
Μια τέτοια προσπάθεια απαιτεί συντονισμό μεταξύ των υπηρεσιών, της κυβέρνησης και των ελλήνων ευρωβουλευτών. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι μπορούμε να το επιτύχουμε, αρκεί μόνο να εργαστούμε συστηματικά, με σχεδιασμό και ρεαλισμό».