Το σχέδιο του Μαξίμου για κατάργηση του ΣτΕ
Οι κινήσεις της κυβέρνησης και η στάση της τρόικας
Σ τις αρχές αυτού του µήνα, στη διάρκεια της προ ηµερησίας διατάξεως συζήτησης για την απόφαση του Eurogroup, ο Αλέξης Τσίπρας ξάφνιασε τους πάντες όταν επέλεξε να ανοίξει τη δευτερολογία του στη Βουλή κάνοντας µια αιχµηρή αναφορά στην απόφαση του ΣτΕ που είχε κρίνει αντισυνταγµατική την παράταση, πέραν της πενταετίας, της παραγραφής των φορολογικών αδικηµάτων όσων εµπλέκονται στις λίστες της φοροδιαφυγής.
Ο πρωθυπουργός, εγκαλώντας τη Ν.∆. ότι επέχαιρε µε την απόφαση του ΣτΕ, ανέφερε µεταξύ άλλων πως: «Θα σας θέλαµε σύµµαχο και όχι να χαίρεστε για το αν ισχύσουν ίσως διάφορα θεσµικά εµπόδια ίσως ίσως λέω, γιατί το καλό το παλληκάρι ξέρει κι άλλο µονοπάτι». Η συγκεκριµένη αναφορά διά στόµατος Αλέξη Τσίπρα για «άλλο µονοπάτι», ουσιαστικά, «νοµιµοποίησε» την κλιµακούµενη αντιπαράθεση της κυβέρνησης µε τη ∆ικαιοσύνη, στην οποία παίρνουν µέρος όλο και περισσότεροι θεσµικά ή µη ενδιαφερόµενοι, αλλά και κορυφαίοι υπουργοί της κυβέρνησης και η οποία µονοπωλεί πλέον την εσωτερική επικαιρότητα. Ταυτόχρονα, όµως, έφερε στο προσκήνιο και τον σχεδιασµό για αλλαγές στο ανώτατο επίπεδο της ∆ικαιοσύνης, που προβλέπει την κατάργηση του ΣτΕ και την αντικατάστασή του από ένα Συνταγµατικό ∆ικαστήριο. Η πρόσφατη αποκάλυψη από τα «Π» ότι η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝ.ΕΛ. σκέφτεται σοβαρά να φέρει ένα δηµοψήφισµα -«συµβουλευτικού χαρακτήρα», σύµφωνα µε τους κυβερνώντεςγια επικείµενες αλλαγές και βελτιώσεις στο Σύνταγµα προκάλεσε τις έντονες αντιδράσεις των πολιτικών κοµµάτων, αλλά και διακεκριµένων συνταγµατολόγων. Και αυτό διότι, παρά το γεγονός ότι το σενάριο πάσχει συνταγµατικώς, εν τούτοις, όπως είναι σε θέση να γνωρίζουν µε ασφάλεια τα «Π», προωθείται από το πρωθυπουργικό επιτελείο, µε «όχηµα» τη συνεχή αµφισβήτηση των δικαστικών αποφάσεων, κυρίως του ΣτΕ, που έχει προκαλέσει τη µήνιν του Μεγάρου Μαξίµου, είτε ακυρώνοντας νοµοσχέδια, όπως εκείνο των τηλεοπτικών αδειών, είτε καταργώντας διατάξεις, ιδίως αυτή για τους αναδροµικούς φορολογικούς ελέγχους, που αποτέλεσαν και την αιχµή του δόρατος της ρητορικής της κυβέρνησης για µια επιχείρηση «Καθαρά χέρια» και οδηγήθηκαν εν τέλει σε πλήρες φιάσκο.
∆εν είναι καθόλου τυχαίο, άλλωστε, ότι την περίοδο που η εφηµερίδα «Αυγή» πρωτοστατούσε µε «ροζ» δηµοσιεύµατα στην αποκάλυψη των προσωπικών στοιχείων µέλους του ανώτατου δικαστηρίου που θεωρούσε αντισυνταγµατικό τον Νόµο Παππά, δεχόµενη µάλιστα και έντονη κριτική και απότα αριστερά της (βλ. δηµοσιεύµατα της «Εφ.Συν.»), έµπειροι δικαστές τόνιζαν µε νόηµα ότι «η κυβέρνηση δεν θα µπορεί να νοµοθετήσει, εάν επιλέξει την τυφλή σύγκρουση µε το ΣτΕ». Από τότε τα πράγµατα δεν αποκλιµακώθηκαν. Κάθε άλλο µάλιστα. Με αφορµή αποφάσεις των ανώτατων δικαστηρίων (η απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου, που έκρινε αντισυνταγµατική την παράταση των συµβάσεων των συµβασιούχων στους Οργανισµούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης, η απόφαση του ΣτΕ που έκρινε αντισυνταγµατικό τον Νόµο Μπαλτά για την επιλογή διευθυντών στα σχολεία κ.ο.κ.), στο τραπέζι έπεσε και η σκέψη για ένα δηµοψήφισµα.
Ποντάροντας στο δικό της κοµµατικό ακροατήριο, που δείχνει να αδιαφορεί για έννοιες όπως η διάκριση των εξουσιών, αλλά και σε ένα επίσης µεγάλο κοµµάτι της κοινωνίας, που λόγω της κρίσης και της νοµικής αντιµετώπισης των Μνηµονίων δεν εµπιστεύεται πλέον τον θεσµό της ∆ικαιοσύνης, κυρίως όµως στην αντισυστηµική πλειοψηφία του πρόσφατου δηµοψηφίσµατος, η κυβέρνηση ξεκίνησε µια µεθοδευµένη στοχοποίηση των ανώτατων δικαστηρίων, αντίστοιχη σε ένταση και σχεδιασµό µε τη στοχοποίηση ακόµα και διά στόµατος πρωθυπουργού ΜΜΕ, επιχειρηµατιών και κάθε λογής θεσµών που στην αριστερή θεώρηση είναι «ταξικοί εχθροί». ΟΙ ΠΡΟΘΕΣΕΙΣ. ∆εν είναι λίγοι στον χώρο της ∆ικαιοσύνης, αλλά και στην αντιπολίτευση που αρχίζουν να συνδέουν όλη αυτή την ιστορία µε τις προθέσεις της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝ.ΕΛ. σε ό,τι αφορά το πλαίσιο της επικείµενης Συνταγµατικής Αναθεώρησης και την κατάργηση του «ενοχλητικού» ΣτΕ, αντικαθιστώντας το µε ένα Συνταγµατικό ∆ικαστήριο. Στέλνοντας, παράλληλα, ένα µήνυµα «προς συµµόρφωση» στη ∆ικαιοσύνη, η οποία µέσα από την (καθόλου τυχαία) ρητορική υπουργών του ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί θεσµικό εµπόδιο. ∆εν λείπουν δε και εκείνοι, οι περισσότερο υποψιασµένοι για τα επερχόµενα, οι οποίοι αρχίζουν να ψιθυρίζουν ότι στο βάθος του κλιµακούµενου αυτού «µπρα-ντε-φερ» κυοφορείται και ο πυρήνας για το επόµενο δηµοψήφισµα του Αλέξη Τσίπρα.
Επίκεντρο αυτού του δηµοψηφίσµατος, η παραπάνω αλλαγή -µε τις ευλογίες ενδεχοµένως και της τρόικας (ή των θεσµών)-, η οποία ευελπιστεί ότι θα τον βγάλει ενδεχοµένως από το αδιέξοδο στο οποίο έχει περιέλθει. Η κυβέρνηση γνωρίζει ότι µια δηµοψηφισµατική διαδικασία υπό τον µανδύα «συµβουλευτικού χαρακτήρα» δεν µπορεί να έχει άµεσα δεσµευτικά αποτελέσµατα, ωστόσο εκτιµά ότι το αποτέλεσµα ενός δηµοψηφίσµατος δεν θα µπορεί να αγνοηθεί από την επόµενη κυβέρνηση, µε ό,τι αυτό συνεπάγεται. Στην προσπάθεια αυτή η κυβέρνηση, αν και έχει να αντιµετωπίσει την κριτική της αντιπολίτευσης περί συνταγµατικής εκτροπής και προσπάθειας χειραγώγησης της ∆ικαιοσύνης, δεν είναι µόνη της. Με «δόλωµα» τις αλλαγές και στην εκλογή Προέδρου της ∆ηµοκρατίας και µε δεδοµένο ότι ο πρώην πρωθυπουργός Κ. Καραµανλής αναφέρει συχνά στους συνοµιλητές του ότι θα τον ενδιέφερε η Προεδρία της ∆ηµοκρατίας, υπό την προϋπόθεση ότι αυτή θα κρινόταν από την ψήφο των πολιτών, σε συνάρτηση µε την παροχή πρόσθετων αρµοδιοτήτων, χωρίς ωστόσο να αλλοιωθεί ο χαρακτήρας του πολιτεύµατος της Προεδρευόµενης Κοινοβουλευτικής ∆ηµοκρατίας, φαίνεται ότι ένα µπλοκ «Τσιπρο-Καραµανλισµού», που υποστηρίζει ανοικτά την κυβέρνηση, δεν θα είχε αντίρρηση σε ένα τέτοιο σενάριο. Αλλωστε, αυτό αποτελούσε και µέρος της ατζέντας της κυβέρνησης Καραµανλή.
∆εν είναι τυχαίο το γεγονός ότι στη συγκεκριµένη σύγκρουση κυβέρνησης∆ικαιοσύνης υπάρχουν φωνές που τονίζουν µε νόηµα ότι η επιλογή της Προεδρίας της ∆ηµοκρατίας να κρατά ίσες αποστάσεις στη διαµάχη που έχει ξεσπάσει µεταξύ εκτελεστικής και δικαστικής εξουσίας δηµιουργεί κατάλληλο έδαφος για τους σχεδιασµούς της κυβέρνησης. Υπενθυµίζεται ότι τον περασµένο Ιούλιο ο κ. Τσί πρας, παρουσιάζοντας τους πέντε άξονες των θέσεών του για το Σύνταγµα, είχε αναφερθεί ευθέως στα δύο αυτά ζητήµατα. Εν προκειµένω, για την «αρχιτεκτονική του νέου πολιτεύµατος» εισηγούνταν την «εκλογή Προέδρου της ∆ηµοκρατίας από τον λαό, εάν αποτύχει η Βουλή σε δύο διαδοχικές ψηφοφορίες για την εκλογή του» και τη «λελογισµένη αύξηση των αρµοδιοτήτων του Πτ∆, όπως των δικαιωµάτων να απευθύνεται στη Βουλή, να συγκαλεί Συµβούλιο Πολιτικών Αρχηγών και να παραπέµπει ψηφισµένο νόµο σε πλειοψηφία του πρόσφατου δηµοψηφίσµατος, η κυβέρνηση ξεκίνησε µια µεθοδευµένη στοχοποίηση των ανώτατων δικαστηρίων, αντίστοιχη σε ένταση και σχεδιασµό µε τη στοχοποίηση ακόµα και διά στόµατος πρωθυπουργού ΜΜΕ, επιχειρηµατιών και κάθε λογής θεσµών που στην αριστερή θεώρηση είναι «ταξικοί εχθροί». ΟΙ ΠΡΟΘΕΣΕΙΣ. ∆εν είναι λίγοι στον χώρο της ∆ικαιοσύνης, αλλά και στην αντιπολίτευση που αρχίζουν να συνδέουν όλη αυτή την ιστορία µε τις προθέσεις της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝ.ΕΛ. σε ό,τι αφορά το πλαίσιο της επικείµενης Συνταγµατικής Αναθεώρησης και την κατάργηση του «ενοχλητικού» ΣτΕ, αντικαθιστώντας το µε ένα Συνταγµατικό ∆ικαστήριο.
Στέλνοντας, παράλληλα, ένα µήνυµα «προς συµµόρφωση» στη ∆ικαιοσύνη, η οποία µέσα από την (καθόλου τυχαία) ρητορική υπουργών του ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί θεσµικό εµπόδιο. ∆εν λείπουν δε και εκείνοι, οι περισσότερο υποψιασµένοι για τα επερχόµενα, οι οποίοι αρχίζουν να ψιθυρίζουν ότι στο βάθος του κλιµακούµενου αυτού «µπρα-ντε-φερ» κυοφορείται και ο πυρήνας για το επόµενο δηµοψήφισµα του Αλέξη Τσίπρα. Επίκεντρο αυτού του δηµοψηφίσµατος, η παραπάνω αλλαγή -µε τις ευλογίες ενδεχοµένως και της τρόικας (ή των θεσµών)-, η οποία ευελπιστεί ότι θα τον βγάλει ενδεχοµένως από το αδιέξοδο στο οποίο έχει περιέλθει. Η κυβέρνηση γνωρίζει ότι µια δηµοψηφισµατική διαδικασία υπό τον µανδύα «συµβουλευτικού χαρακτήρα» δεν µπορεί να έχει άµεσα δεσµευτικά αποτελέσµατα, ωστόσο εκτιµά ότι το αποτέλεσµα ενός δηµοψηφίσµατος δεν θα µπορεί να αγνοηθεί από την επόµενη κυβέρνηση, µε ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Στην προσπάθεια αυτή η κυβέρνηση, αν και έχει να αντιµετωπίσει την κριτική της αντιπολίτευσης περί συνταγµατικής εκτροπής και προσπάθειας χειραγώγησης της ∆ικαιοσύνης, δεν είναι µόνη της. Με «δόλωµα» τις αλλαγές και στην εκλογή Προέδρου της ∆ηµοκρατίας και µε δεδοµένο ότι ο πρώην πρωθυπουργός Κ. Καραµανλής αναφέρει συχνά στους συνοµιλητές του ότι θα τον ενδιέφερε η Προεδρία της ∆ηµοκρατίας, υπό την προϋπόθεση ότι αυτή θα κρινόταν από την ψήφο των πολιτών, σε συνάρτηση µε την παροχή πρόσθετων αρµοδιοτήτων, χωρίς ωστόσο να αλλοιωθεί ο χαρακτήρας του πολιτεύµατος της Προεδρευόµενης Κοινοβουλευτικής ∆ηµοκρατίας, φαίνεται ότι ένα µπλοκ «Τσιπρο-Καραµανλισµού», που υποστηρίζει ανοικτά την κυβέρνηση, δεν θα είχε αντίρρηση σε ένα τέτοιο σενάριο.
Αλλωστε, αυτό αποτελούσε και µέρος της ατζέντας της κυβέρνησης Καραµανλή. ∆εν είναι τυχαίο το γεγονός ότι στη συγκεκριµένη σύγκρουση κυβέρνησης∆ικαιοσύνης υπάρχουν φωνές που τονίζουν µε νόηµα ότι η επιλογή της Προεδρίας της ∆ηµοκρατίας να κρατά ίσες αποστάσεις στη διαµάχη που έχει ξεσπάσει µεταξύ εκτελεστικής και δικαστικής εξουσίας δηµιουργεί κατάλληλο έδαφος για τους σχεδιασµούς της κυβέρνησης. Υπενθυµίζεται ότι τον περασµένο Ιούλιο ο κ. Τσί πρας, παρουσιάζοντας τους πέντε άξονες των θέσεών του για το Σύνταγµα, είχε αναφερθεί ευθέως στα δύο αυτά ζητήµατα. Εν προκειµένω, για την «αρχιτεκτονική του νέου πολιτεύµατος» εισηγούνταν την «εκλογή Προέδρου της ∆ηµοκρατίας από τον λαό, εάν αποτύχει η Βουλή σε δύο διαδοχικές ψηφοφορίες για την εκλογή του» και τη «λελογισµένη αύξηση των αρµοδιοτήτων του Πτ∆, όπως των δικαιωµάτων να απευθύνεται στη Βουλή, να συγκαλεί Συµβούλιο Πολιτικών Αρχηγών και να παραπέµπει ψηφισµένο νόµο σε ειδικό γνωµοδοτικό όργανο, αποτελούµενο αποκλειστικά από δικαστές».
Για «την ενίσχυση του κράτους ∆ικαίου», δηλαδή την «αντικατάσταση» του ΣτΕ, προέκρινε τη «θεσµοθέτηση ενός ειδικού γνωµοδοτικού οργάνου, αποτελούµενου αποκλειστικά από δικαστές των ανώτατων δικαστηρίων, που σε εξαιρετικές περιπτώσεις, µετά από πρόταση του Πτ∆ ή της κυβέρνησης ή 120 βουλευτών, θα γνωµοδοτεί επί ψηφισµένου νοµοσχεδίου εντός συντοµότατης µάλιστα προθεσµίας». Η θέση του, ωστόσο, δεν εξειδικευόταν όσον αφορά στον τρόπο επιλογής των δικαστών, αν δηλαδή θα ορίζονται από την εκάστοτε κυβέρνηση ή από τα ανώτατα δικαστικά συµβούλια. Κατέληγε, δε, στο πλαίσιο της «ενίσχυσης των θεσµών άµεσης ∆ηµοκρατίας» µε την επέκταση του δηµοψηφισµατικού φάσµατος, προτείνοντας τη δυνατότητα διενέργειας οποιουδήποτε δηµοψηφίσµατος «µε λαϊκή πρωτοβουλία και συλλογή άνω των 500.000 υπογραφών για εθνικά θέµατα και µε συλλογή άνω του 1 εκατοµµυρίου υπογραφών για ψηφισµένο νόµο, µε εξαίρεση νόµους που αφορούν τα δηµοσιονοµικά».