Την ανάγκη υπεράσπισης του ευρωπαϊκού κοινωνικού κράτους δικαίου εντός των κόλπων του ευρωπαϊκού οικοδομήματος, ως στοιχειώδης αντίδραση υπεράσπισής του έναντι των κινδύνων που εκπορεύονται από την επιθετικότητα ακραίων μορφωμάτων των Αγορών στο πλαίσιο της πλήρως πλέον παγκοσμιοποιημένης οικονομίας, υπογράμμισε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Προκόπης Παυλόπουλος, κατά την ομιλία του στο πλαίσιο της πρώτης ημέρας των εργασιών της ετήσιας άτυπης συνάντησης των 13 αρχηγών κρατών της ομάδας Arraiolos, που διεξάγεται σήμερα και αύριο στη Μάλτα.

Όπως επισήμανε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, η υπεράσπιση του ευρωπαϊκού κράτους δικαίου συνιστά επιταγή του πρωτογενούς ευρωπαϊκού δικαίου -την οποία συνθέτει πλειάδα διατάξεών του, έτσι ώστε σήμερα να θεωρείται κανονιστικώς θεμελιώδες τμήμα του ευρωπαϊκού κεκτημένου- η παραβίαση της οποίας συνεπάγεται και συγκεκριμένες κυρώσεις.

Υπό την έννοια αυτή, σημείωσε, η οργάνωση και λειτουργία ενός αποτελεσματικού κοινωνικού κράτους δικαίου κατά το ευρωπαϊκό δίκαιο είναι υποχρέωση απορρέουσα από πλήρεις κανόνες δικαίου.

Μάλιστα, υπογράμμισε ότι «το κύριο θεσμικό έρεισμα, πάνω στο οποίο βασίζεται το ως άνω κανονιστικό πλαίσιο του κοινωνικού κράτους δικαίου στο ευρωπαϊκό δίκαιο, είναι η αρχή της αλληλεγγύης. Και δη τόσον ως γενική αρχή του ευρωπαϊκού δικαίου όσο και υπό τις επιμέρους εκδοχές -τουλάχιστον δεκαπέντε- υπό τις οποίες εμφανίζεται σε διάφορα άρθρα της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣυνθΕΕ) αλλά και της Συνθήκης Λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ)».

Ειδικότερα, επισήμανε ότι η αρχή της αλληλεγγύης συντείνει στην πραγμάτωση, εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της «ισχύος εν τη ενώσει», σε βαθμό μάλιστα που μπορεί να θεωρηθεί sine qua non προϋπόθεση της όλης ευρωπαϊκής ενοποίησης. Ωστόσο, παρατήρησε ότι «από τ΄ ανωτέρω διαφαίνεται επίσης ότι βρισκόμαστε ενώπιον μιας σοβαρής πρόκλησης, η οποία συνίσταται στον ταυτόχρονο σεβασμό όλων των επιμέρους πτυχών και εγγυήσεων της αρχής της αλληλεγγύης. Κυρίως δε των πτυχών και εγγυήσεων της αρχής της Κοινωνικής Αλληλεγγύης, και, άρα, του κοινωνικού κράτους δικαίου, οι οποίες δέχονται σήμερα και τις μεγαλύτερες πιέσεις».

Κατά συνέπεια, ανέφερε «είναι αναγκαίο και, επέκεινα, νομικώς επιβεβλημένο η αρχή της κοινωνικής αλληλεγγύης να γίνεται σεβαστή και όταν αναλαμβάνεται κοινή δράση των κρατών-μελών με βάση την μεταξύ τους αλληλεγγύη, έτσι ώστε οι εκάστοτε πολιτικές επιλογές να μην αποβαίνουν εις βάρος του κοινωνικού κράτους και της κοινωνικής συνοχής». Και τούτο -σημείωσε- διότι η ερμηνεία του πρωτογενούς ευρωπαϊκού δικαίου καταδεικνύει ότι ο σκοπός όλων των επιμέρους εγγυήσεων της αρχής της αλληλεγγύης, ανεξαρτήτως του υποκειμένου των in concreto υποχρεώσεων που προκύπτουν, είναι κοινός και αφορά την προστασία του ανθρώπου, ήτοι και του Ευρωπαίου Πολίτη, ως πρωταρχικού θεμελίου της ευρωπαϊκής έννομης τάξης.

Ακολούθως, ο κ. Παυλόπουλος υπογράμμισε: «Η προστασία αυτή είναι κοινή ευθύνη όλων, με την μορφή μιας, υπαρξιακής για την υπόσταση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, «obligatio in solidum». Υπαρξιακής, διότι το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η περαιτέρω ενοποίησή της εξαρτώνται, εν πολλοίς, από την αποφυγή του μέγιστου κινδύνου της διεύρυνσης των κοινωνικών ανισοτήτων και του συνακόλουθου κινδύνου ρήξης του κοινωνικού ιστού εντός των κρατών-μελών».

Επιπλέον, παρατήρησε, ότι «δεν πρέπει να υποτιμάται το, ιστορικώς πλέον αποδεδειγμένο, συμπέρασμα ότι οι κοινωνικές ανισότητες ενισχύουν τα μορφώματα του λαϊκισμού -ακόμη δε περισσότερο τα υπολείμματα του ναζισμού- που έχουν τελευταία εμφανισθεί σε πολλά κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι λαοί της Ευρωπαϊκής Ένωσης -άρα οι Ευρωπαίοι πολίτες- έδωσαν την δέουσα απάντηση στα μορφώματα αυτά σε όλες τις εκλογικές αναμετρήσεις εντός των κρατών-μελών» και κατέληξε με την επισήμανση πως «Καιρός είναι, λοιπόν, τα αρμόδια όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ν' αναλάβουν τις δικές τους ευθύνες ως προς την υπεράσπιση του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Κράτους Δικαίου».