Πολύς λόγος γίνεται από το βράδυ της Κυριακής και την ολοκλήρωση του πρώτου γύρου των εκλογών για την ανάδειξη επικεφαλής για τον νέο φορέα για μία επανάληψη του δεύτερου γύρου για την προεδρία της Νέας Δημοκρατίας τον Ιανουάριο του 2016.

Τότε ο σημερινός πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας έκανε τη μεγάλη ανατροπή ανάμεσα στον πρώτο και τον δεύτερο γύρο, προσπερνώντας τον Βαγγέλη Μεϊμαράκη και κερδίζοντας τις εκλογές. Πολλοί είναι εκείνοι που θεωρούν ότι ο Νίκος Ανδρουλάκης μπορεί να κάνει μία ανάλογη ανατροπή και να επικρατήσει της Φώφης Γεννηματά, η οποία αυτή τη στιγμή φαντάζει ως το αδιαφιλονίκητο φαβορί.

Σύμφωνα όμως με καλά γνωρίζοντες τα παρασκήνια και τις εσωτερικές ισορροπίες στο ΠΑΣΟΚ και γενικότερα στον χώρο της κεντροαριστεράς, αυτό φαντάζει εξαιρετικά αδύνατο για τέσσερις βασικούς λόγους.

1. ΔΙΑΦΟΡΑ

Η διαφορά είναι το πρώτο και το βασικότερο πρόβλημα που ελαχιστοποιεί τις πιθανότητες για μία μεγάλη ανατροπή από μαθηματική άποψη. Και εξηγούμε. Η διαφορά ανάμεσα στον Βαγγέλη Μεϊμαράκη και τον Κυριάκο Μητσοτάκη ήταν 11,3 μονάδες, κάτι που δεν ισχύει στην περίπτωση της κεντροαριστεράς όπου είναι 17,38 μονάδες.

2. ΔΙΑΣΠΟΡΑ

Στην περίπτωση της Νέας Δημοκρατίας οι ψήφοι είχαν μοιραστεί σε τέσσερις υποψηφίους, οι οποίοι την ώρα των εκλογών βρίσκονταν στο ίδιο κόμμα. Αντιθέτως στην κεντροαριστερά οι υποψήφιοι που έφτασαν στην κάλπη ήταν εννέα. Παρόλο που το συγκεντρωτικό ποσοστό όσων μένουν εκτός δεύτερου γύρου και στις δύο εκλογικές αναμετρήσεις είναι οριακά το ίδιο (31,7% στη ΝΔ έναντι 31,84% στην κεντροαριστερά), αυτό διαμοιράζεται σε περισσότερα πρόσωπα που δεν βρίσκονται στον ίδιο πυρήνα με το δίδυμο του δεύτερου γύρου.

3. ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ & ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ

Οι υποψήφιοι στους οποίους έπρεπε να απευθυνθούν οι Μεϊμαράκης και Μητσοτάκης, όπως και οι ψηφοφόροι τους, προέρχονταν όλοι από τον ίδιο χώρο. Μπορεί να είχαν ιδεολογικές διαφορές σε ορισμένα (μικρά) ζητήματα, αλλά στην κάλπη ήταν όλοι Νέα Δημοκρατία, κάτι που δεν ισχύει στην περίπτωση της κεντροαριστεράς. Ο Γιώργος Καμίνης δεν ανήκει στο ΠΑΣΟΚ, είναι δήμαρχος Αθήνας και υποστηρίχθηκε από ένα ετερόκλητο κοινό. Ο ίδιος άλλωστε κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου δεν κινήθηκε σε κομματικά πλαίσια, «απλώνοντας» τη ρητορική του και τις προτάσεις του σε ένα ευρύτερο πεδίο. Ο Σταύρος Θεοδωράκης από την άλλη προέρχεται από άλλο κόμμα και, απ' ό,τι φαίνεται, δεν ενέπνευσε ούτε τους ψηφοφόρους του Ποταμιού, συγκεντρώνοντας μονοψήφιο ποσοστό. Ο μοναδικός που ανήκει στο ΠΑΣΟΚ αλλά δεν κατάφερε κάτι αξιόλογο είναι ο Γιάννης Μανιάτης, ενώ ο Γιάννης Ραγκούσης απέχει εδώ και πολύ καιρό από τα πολιτικά δρώμενα, με την επιστροφή του να στέφεται από πλήρη αποτυχία. Αυτό σημαίνει ότι ο Νίκος Ανδρουλάκης θα πρέπει να απευθυνθεί σε μία μεγάλη μάζα ανθρώπων, που είναι ετερόκλητη και από διαφορετικούς χώρους.

4. ΧΡΟΝΟΣ

Το βασικότερο πρόβλημα για τον Νίκο Ανδρουλάκη όμως δεν είναι άλλο από τον χρόνο. Ο πρώτος γύρος των εκλογών της ΝΔ είχε γίνει στις 21 Δεκεμβρίου και ο δεύτερος γύρος στις 11 Ιανουαρίου. Πρόκειται για ένα χρονικό διάστημα που επέτρεψε στον Κυριάκο Μητσοτάκη να συνάψει συμμαχίες για τον δεύτερο γύρο, κάτι που δεν ισχύει στην περίπτωση της κεντροαριστεράς. Ο Νίκος Ανδρουλάκης έχει μόνο μία εβδομάδα μέχρι την επόμενη Κυριακή, χρονικό διάστημα που κρίνεται ως μικρό για ανάπτυξη συμμαχιών με υποψηφίους που συγκεντρώνουν τα παραπάνω χαρακτηριστικά.