Ενα επικίνδυνο δίδυµο αποτελεί τον καθοριστικό παράγοντα των προσεχών εκλογών και αφορά κυρίως τα δύο µεγάλα κόµµατα που διεκδικούν την εξουσία: Η αποχή και οι αναποφάσιστοι. Και όσο και αν είναι ακόµη απροσδιόριστος ο χρόνος των εκλογών, µε απώτατο χρονικό σηµείο τους τον Σεπτέµβριο του 2019, εν τούτοις οι δύο αυτοί παράγοντες -αποχή και αναποφάσιστοιέχουν µία σταθερή βάση, µε ελάχιστες διακυµάνσεις σε όλες τις έρευνες που έχουν γίνει µέσα στο 2017. Και οι ενδείξεις είναι, µε βάση τη γενικότερη συµπεριφορά του πολιτικού συστήµατος και τις επιφυλάξεις που διατηρεί απέναντί του το εκλογικό σώµα, ότι δεν πρόκειται να αλλάξουν τα σχετικά ποσοστά που ακόµη παραµένουν υψηλά.

Υπάρχουν έρευνες που αθροιστικά δείχνουν ότι αποχή και αναποφάσιστοι κυµαίνονται µεταξύ 27% και 32% (έρευνα Πανεπιστηµίου Μακεδονίας τον Μάρτιο του 2017). Μολονότι οι δηµοσκόποι δεν µπορούν να προσδιορίσουν επακριβώς τη συµπεριφορά των αναποφάσιστων την τελευταία στιγµή, εν τούτοις συµφωνούν ότι το µέγεθος της αποχής θα είναι καθοριστικό. Υπό την έννοια ότι:

(α) η διαφορά µεταξύ Ν.∆. και ΣΥΡΙΖΑ υπέρ της πρώτης -που κανείς δεν αµφισβητείκαι

(β) η αυτοδυναµία θα κριθούν, πέραν των άλλων παραγόντων, από το ποσοστό αποχής των προηγούµενων ψηφοφόρων του κάθε κόµµατος. ∆ηλαδή σε ποιο κόµµα θα σηµειωθεί τελικώς το µεγαλύτερο ποσοστό αποχής των ψηφοφόρων του. Και αυτό θα επηρεάσει καθοριστικά το εκλογικό αποτέλεσµα που τελικώς θα φέρει.

Οι µέχρι στιγµής ενδείξεις είναι ότι εκτός από το γεγονός ότι καταγράφεται µεγάλη αποχή, η πολύ χαµηλή, ακόµη και σήµερα, συσπείρωση που καταγράφει ο ΣΥΡΙΖΑ προϊδεάζει για µάλλον µεγάλη διαρροή δυσαρεστηµένων πρώην ψηφοφόρων που είτε δεν θα πάνε να ψηφίσουν είτε θα κατευθυνθούν σε άλλο κόµµα. Ενα ενδεικτικό στοιχείο που ενισχύει την εκτίµηση αυτή είναι και το εξής: Σε όλες σχεδόν τις δηµοσκοπήσεις, που επιχειρούν να ανιχνεύσουν τις διαθέσεις του εκλογικού σώµατος απέναντι στην κυβερνητική πολιτική και τις προοπτικές που θεωρεί κάθε νοικοκυριό ότι έχει, οι αρνητικές διαθέσεις διαµορφώνονται σε µεγάλο ποσοστό και από πρώην ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ. Σε αρκετές περιπτώσεις ένα 30% 40% προέρχεται από ψηφοφόρους του κυβερνώντος κόµµατος.

ΤΑ ΠΟΣΟΣΤΑ

Επίσης το µεγάλο ποσοστό των αναποφάσιστων δεν σηµαίνει κατ’ ανάγκην ότι την τελευταία στιγµή θα πάνε να ψηφίσουν, ενώ αντιθέτως θα µπορούσαν να αυξήσουν τα ποσοστά της αποχής. Και προφανώς δεν είναι τυχαίο ότι ο πρόεδρος της Marc κ. Γεράκης σε άρθρο του στην «Ελευθερία του Τύπου» της περασµένης Κυριακής επεσήµαινε τον κίνδυνο αυτοί που θα πάνε να ψηφίσουν στις προσεχείς εκλογές να είναι λιγότεροι από εκείνους που δεν θα πάνε.

Πράγµατι, ξεκινώντας από τον Ιανουάριο, δηµοσκόπηση του Πανεπιστηµίου Μακεδονίας έδειχνε αθροιστικά την αποχή και τους αναποφάσιστους σε ένα ποσοστό 32% (17% αποχή και 15% αναποφάσιστοι).

∆ηµοσκόπηση της Pulse τον Μάιο έδειχνε ότι η αποχή, το λευκό και οι αναποφάσιστοι ανέρχονταν σε 19%.

Τους επόµενους µήνες η κατάσταση που δείχνει µία γενικότερη δυσανεξία µερίδας των πολιτών προς το σηµερινό πολιτικό σύστηµα δεν άλλαξε ουσιαστικά, µε µία µικρή υποχώρηση της αποχής τον Ιούλιο, καθώς έρευνα, τότε, της MRB έδειχνε να υποχωρεί η αποχή στο 10,5%.

Οµως τους επόµενους µήνες τα στοιχεία επιδεινώθηκαν. Ερευνα της Palmos Analysis ανέβαζε σωρευτικά αποχή και αναποφάσιστους σε 29,3% (17,2% αναποφάσιστοι και 12,1% αποχή).

Αλλη έρευνα της Alco του Σεπτεµβρίου ανέβαζε αθροιστικά αποχή και αναποφάσιστους σε 27,8% (10,6% αποχή και 17,2% αναποφάσιστοι). Το Πανεπιστήµιο Μακεδονίας σε έρευνά του τον ίδιο µήνα ανέβαζε την αποχή στο 15%. Ερευνα, τέλος, της Marc που διενεργήθηκε τον Οκτώβριο έδειχνε το ποσοστό των αναποφάσιστων σταθερά στο 17,7%, το οποίο αν προστίθετο στην αποχή θα αύξανε σε εντυπωσιακά ποσοστά τους δύο κρίσιµους παράγοντες για το αποτέλεσµα των εκλογών.

ΧΩΡΙΣ ΕΠΙΛΟΓΕΣ

Το ότι «οι αναποφάσιστοι κρίνουν τις εκλογές» αποτελεί την επωδό των πολιτικών συµπερασµάτων έπειτα από κάθε δηµοσκόπηση και πριν από κάθε εκλογική αναµέτρηση. Το ζητούµενο, πολλές φορές, δεν είναι αν αυτό ως διαπίστωση αληθεύει, αλλά, πόσο αναποφάσιστοι και επί πόσο χρονικό διάστηµα παραµένουν στην κατάσταση αυτή οι ισχυριζόµενοι ότι δεν έχουν καταλήξει στις επιλογές τους.

Οι διενεργούµενες δηµοσκοπήσεις εµφανίζουν συνήθως ένα µεγάλο ποσοστό αναποφάσιστων, οι οποίοι τώρα έχουν διευρυνθεί και από την κατηγορία αυτών που υποστηρίζουν ότι θα ρίξουν λευκό. Το περίεργο είναι ότι, σύµφωνα µε την εµπειρία του παρελθόντος τουλάχιστον, ακόµη και όταν οι δηµοσκοπήσεις διενεργούνται εγγύς του χρόνου της αναµέτρησης και πάλι το σχετικό ποσοστό παραµένει υψηλό. Εφόσον, λοιπόν, οι ερωτώµενοι και απαντώντες «δεν έχω αποφασίσει ακόµη» αποτελούν µία σηµαντική πανελλαδική τάση, τότε πράγµατι κάθε εκλογική αναµέτρηση έχει στοιχεία «ρουλέτας»:

Πρώτον διότι οι αναποφάσιστοι αναδεικνύουν τις κυβερνήσεις και

∆εύτερον διότι, αυτός που δεν έχει καταλήξει τι θα ψηφίσει -πολλές φορές µέχρι και την τελευταία στιγµήείναι εύκολο να παρασυρθεί από «παράγοντες της τελευταίας στιγµής» και από συναισθηµατικές παρορµήσεις – επίσης της τελευταίας στιγµής.

Κλαδική παραπλανημένων

Όπως παρατηρεί δηµοσκόπος, η «τάξη των αναποφάσιστων», όπως καταγράφεται συνήθως στις έρευνες των εκλογικών τάσεων, δεν είναι παρά µία οµάδα ανθρώπων µε σύµµεικτη εκλογική αντίληψη. Με άλλα λόγια, µπορεί να έχουν εγκαταλείψει το κόµµα που είχαν ψηφίσει κάποτε, καλύπτοντας συγχρόνως πίσω από την ταµπέλα του αναποφάσιστου την πρόθεσή τους να µην αποκαλύψουν την κοµµατική τους µεταστροφή. Πολύ περισσότερο, µάλιστα, αφού η αποκάλυψη των νέων κοµµατικών προτιµήσεών τους µπορεί να εκληφθεί και ως οµολογία της προτέρας πλάνης τους.

Οι εκτιµήσεις για τους αναποφάσιστους, που παραµένουν και σήµερα σε υψηλά επίπεδα, ενισχύονται και από τις εξής διαπιστώσεις:

(α) Οι προσδοκίες όσων ψήφισαν ΣΥΡΙΖΑ και µάλιστα δύο φορές διαψεύστηκαν παταγωδώς. Αυτό είχε συνέπειες όχι µόνο στην επιδείνωση των οικονοµικών στοιχείων που η σηµερινή κυβέρνηση παρέλαβε, αλλά και στο βιοτικό τους επίπεδο. Αυτή η πραγµατικότητα καθιστά ακόµη πιο επώδυνη για τους αναποφάσιστους που προέρχονται από τον ΣΥΡΙΖΑ τη διάψευση της επιλογής τους του παρελθόντος. Που θα συνιστά και οµολογία της παραπλάνησής τους.

(β) Ως γνωστόν το µεγαλύτερο ποσοστό των αναποφάσιστων προέρχεται από την εκάστοτε κυβερνητική παράταξη, όλες δε οι πρόσφατες δηµοσκοπήσεις έχουν αποκαλύψει λίαν χαµηλό ποσοστό συσπείρωσης των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ γύρω από το κόµµα που είχαν ψηφίσει στις τελευταίες εκλογές. Και αυτό λέει πολλά. Στο µέτρο, δε, που παραµένει σε εξαιρετικά χαµηλό ποσοστό και η ικανοποίηση των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ από τη σηµερινή κυβερνητική θητεία (όπως έχει καταγραφεί σε όλες τις δηµοσκοπήσεις τις οποίες έχουν αναλύσει τα «Π»), τότε όχι µόνο δεν αναστρέφεται η διαφορά που σταθερά καταγράφεται υπέρ της Ν.∆., στην πρόθεση ψήφου, αλλά και θεωρείται εξαιρετικά δύσκολη η επάνοδος των αναποφάσιστων που προέρχονται από τον ΣΥΡΙΖΑ στο κόµµα που είχαν ψηφίσει τον Σεπτέµβριο του 2015.

ΚΡΙΣΙΜΟΣ ΠΑΡΑΓΩΝ

Ασφαλώς ο δρόµος µέχρι τις επόµενες εκλογές µπορεί να είναι µακρύς διότι κανείς δεν ξέρει ποιο χρονικό σηµείο βολεύει τον κ. Τσίπρα να προσφύγει στις κάλπες, ενώ από την άλλη έχει δείξει ότι «φλερτάρει» και µε την ιδέα να εξαντλήσει την τετραετία, καθώς ήδη είναι ο µακροβιότερος µνηµονιακός πρωθυπουργός.

Βεβαίως δεν πρέπει να παραγνωρίζεται ότι σε µία τέτοια απόφαση περί εξάντλησης της θητείας της παρούσης κυβέρνησης, ακόµη και αν εν τω µεταξύ βελτιωνόταν κάπως το κλίµα υπέρ του ΣΥΡΙΖΑ, το πιθανότερο είναι έως τότε πάλι… να ξαναχαλάσει, δεδοµένου ότι εντός του 2019, λ.χ., θα έχουµε νέα µείωση του αφορολόγητου, καθώς και νέες περικοπές συντάξεων!

Εκείνο, όµως, που δεν πρέπει να λησµονεί η Ν.∆. είναι ότι µπορεί αποχή και αναποφάσιστοι να εξελιχθούν σε ένα µεγάλο της ατού – τη στιγµή µάλιστα που διαπιστώνεται και διαρροή ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ προς αυτήν. Πλην όµως, το κυµαινόµενο αυτό τµήµα του εκλογικού σώµατος, που κρίνει κάθε φορά τις εκλογές, είναι και το πλέον απαιτητικό. Ασφαλώς, δε, και το πιο αυστηρό στην αξιολόγηση των κοµµατικών επιλογών που του προσφέρονται.