Τεχνηέντως η πολιτική κι πολιτειακή ηγεσία του τόπου επικέντρωσε τα πυρά της στην απαράδεκτη -αλλά αναμενόμενη- τηλεοπτική πρόταση του κ. Ερντογάν για την «ανταλλαγή» των δύο Ελλήνων αξιωματικών, που κρατούνται παρανόμως στην Τουρκία με τους οκτώ Τούρκους αξιωματικούς που έχουν ζητήσει άσυλο στην Ελλάδα.

Αντιθέτως, η πολιτική και πολιτειακή ηγεσία του τόπου έδειξε να μην καταλαβαίνει (;) την ουσία της πρότασης Ερντογάν για διμερή διάλογο με την Αθήνα και αντικείμενο τη «μοιρασιά» των ελληνικών νήσων νησίδων και βραχονησίδων στο Αιγαίο, που δεν κατονομάζονται στη Συνθήκη της Λωζάννης και Παρισίων. Το αξιοπερίεργο είναι ότι η κυβέρνηση στην πρώτη της ανακοίνωση, ο πρωθυπουργός στην ομιλία του χθες στην Κοινοβουλευτική Ομάδα, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας σε χθεσινές δηλώσεις του, χαρακτήρισαν «καλοδεχούμενη» την πρόταση Ερντογάν για «ειρήνη στο Αιγαίο», παραβλέποντας σκοπίμως τους απαράδεκτους τουρκικούς όρους για την επίτευξη αυτής της «τουρκικής ειρήνης».

Έτσι η Αθήνα δίνει την εντύπωση είτε ότι δεν αντιλαμβάνεται είτε ότι θέλει να υποβαθμίσει τις τουρκικές κινήσεις συστηματικής και προκλητικής κατάληψης ελληνικής εθνικής κυριαρχίας στο Αιγαίο από τις αρχές του χρόνου.

Μέσα σε διάστημα μόλις τεσσάρων μηνών:

 
*Η Τουρκία επαναλαμβάνει σταθερά και εμπράκτως ότι τα Ίμια ανήκουν στην τουρκική κυριαρχία, είτε εμβολίζοντας ελληνικό σκάφος του Λιμενικού μέσα στα ελληνικά χωρικά ύδατα των Ιμίων, είτε ανακοινώνοντας επισήμως στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή -άρα και διεθνώς- ότι «τα Ίμια ανήκουν στην τουρκική κυριαρχία».
*Θέτει υπό τουρκική κυριαρχία την ευρύτερη περιοχή της Ρόδου-Υψίστης-Καστελόριζου και Ρω, εκδιώχνοντας επί της ουσίας με την απειλή τουρκικών αεροσκαφών και τον αρχηγό του ΓΕΣ και τον υπουργό Νησιωτικής Ελλάδας κ. Κουρουμπλή, αλλά και τον πρωθυπουργό κατά την πρόσφατη επίσκεψή του στην περιοχή. Η ασφαλής επιστροφή όλων των ανωτέρω στην Αθήνα από αυτήν τη συγκεκριμένη ελληνική περιοχή έγινε μόνον με συνοδεία ελληνικών F-16.
*Κατέβασε την ελληνική σημαία από την ελληνική βραχονησίδα Μικρός Ανθρωποφάς (αμφισβητώντας την ελληνικότητά της) και μάλιστα με σχετικές ανακοινώσεις παρουσία του γ. γραμματέα του ΝΑΤΟ, ο οποίος αποδέχθηκε τις τουρκικές θέσεις με την εκκωφαντική σιωπή του.

Η κυβέρνηση αποφεύγει όπως ο διάβολος το λιβάνι να αντιδράσει σε αυτές τις προκλητικές κι επιθετικές κινήσεις της Τουρκίας και επιχειρεί να δημιουργήσει για εσωτερικούς λόγους μια λανθασμένη εντύπωση περί «ισχυρής Ελλάδας» που βρίσκει «στήριξη σε όλους τους φίλους και εταίρους της».

Η πραγματικότητα βεβαίως είναι εντελώς διαφορετική. Το ΝΑΤΟ παραπέμπει απλώς σε διμερή διαπραγμάτευση Ελλάδας Τουρκίας (παίρνοντας εμμέσως αλλά σαφώς το μέρος της Τουρκίας), οι ΗΠΑ δεν ανακατεύονται εμφανώς επιμένοντας ότι υποστηρίζουν «ό,τι είναι νόμιμο στο Αιγαίο», η Κομισιόν του Γιούνκερ προχωρά σαν να μην συμβαίνει τίποτα τις συναντήσεις κορυφής με την Τουρκία, και το Βερολίνο βγάζει εμφανώς την ουρά του έξω από το πρόβλημα. Υπάρχουν βεβαίως και τα θετικά για την Ελλάδα Ψηφίσματα και ορισμένες θετικές αράδες σε ευρωπαϊκά κείμενα Κορυφής, αλλά με τα λόγια απλώς, δεν γίνεται πολιτική.

Η Αθήνα αρνείται συστηματικώς να χρησιμοποιήσει όλα τα εργαλεία που της παρέχει το διεθνές δίκαιο, τα καταστατικά των διεθνών οργανισμών στους οποίους συμμετέχει για να αντικρούσει και αναχαιτίσει -πάντα σε υψηλό διπλωματικό επίπεδο- την επιθετική συμπεριφορά της Τουρκίας. Και το ερώτημα είναι γιατί δεν το κάνει.