Το πόρισμα του Ποταμιού για την υπόθεση Novartis
Χαρακτηρίζει την Προανακριτική ως «ένα ακόμη κοινοβουλευτικό φιάσκο» και ως «μία παταγώδη κοινοβουλευτική αποτυχία» των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ
Ως "ένα ακόμη κοινοβουλευτικό φιάσκο" και ως "μία παταγώδη κοινοβουλευτική αποτυχία" των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ χαρακτηρίζει το Ποτάμι την Προανακριτική Επιτροπή για την υπόθεση Novartis, που δεν είχε ως στόχο την αναζήτηση της αλήθειας, αλλά την αποκόμιση κομματικού οφέλους. Άλλωστε, Το Ποτάμι, από την πρώτη στιγμή, είχε προβλέψει το αποτέλεσμα, ότι η προανακριτική φτιάχτηκε όχι για να αποδοθεί δικαιοσύνη αλλά για να δημιουργήσει εντυπώσεις και τελικά να συσκοτίσει αντί να φωτίσει τα γεγονότα.
Το Ποτάμι στην Πορισματική Αναφορά του, καταλήγει σε τρία βασικά συμπεράσματα:
Πρώτον, η Προανακριτική Επιτροπή δεν προέβη σε καμία προανακριτική πράξη και δεν άσκησε ποτέ τα πραγματικά της καθήκοντα για την ουσιαστική διερεύνηση της υπόθεσης προκειμένου να διαπιστωθεί η εμπλοκή ή όχι των δέκα πολιτικών προσώπων. Η κυβερνητική πλειοψηφία δεν επέτρεψε να διερευνηθεί η αξιοπιστία των "προστατευόμενων μαρτύρων" στις καταθέσεις των οποίων βασίστηκαν οι κατηγορίες.
Δεύτερον, η κυβερνητική πλειοψηφία προσπαθεί μάταια να παραπλανήσει την κοινή γνώμη ότι τάχα «παραπέμπει στη Δικαιοσύνη» τις δικογραφίες. Δεν υπάρχει, όμως, ούτε έχει ποτέ υποστηριχθεί στα σοβαρά από κανέναν, ότι υπάρχει νόμιμο έρεισμα «αναπομπής στην τακτική Δικαιοσύνη» υποθέσεων που έχουν διαβιβαστεί στη Βουλή από την Εισαγγελική Αρχή. Συνεπώς, η εισήγηση της πλειοψηφίας της Επιτροπής προς την Ολομέλεια δεν είναι άλλη από το να μην ασκηθεί ποινική δίωξη κατά πολιτικών προσώπων.
Τρίτον, ως προς την ίδια την υπόθεση. Υπάρχουν σαφείς ενδείξεις πως η υπόθεση Novartis είναι ένα οικονομικό σκάνδαλο διεθνών διαστάσεων. Επιπλέον, από τη δικογραφία διαπιστώνεται ότι στελέχη της εταιρίας μετέρχονταν αδιαφανείς και παράνομες μεθόδους για να προωθήσουν τα εμπορικά συμφέροντά της, διαμορφώνοντας μία εικόνα διαπλοκής συμφερόντων μεταξύ στελεχών της, μελών της ιατρικής κοινότητας και δημοσίων προσώπων, με σκοπό των προώθηση των πωλήσεων των φαρμάκων και σκευασμάτων της Novartis εις βάρος του ελληνικού δημοσίου. Για την κατάσταση αυτή και την εκτόξευση της φαρμακευτικής δαπάνης υπάρχουν σοβαρές πολιτικές ευθύνες ιδιαίτερα στους τομείς υγείας και εμπορίου.
Ακολουθεί το πλήρες κείμενο της πορισματικής αναφοράς:
Α. Η Ειδική Κοινοβουλευτική Επιτροπή που συστάθηκε με την απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής της 21ης Φεβρουαρίου 2018 αποδείχθηκε, όπως ήταν μάλλον προδιαγεγραμμένο, μία παταγώδης κοινοβουλευτική αποτυχία, ένα ακόμη κοινοβουλευτικό φιάσκο.
Η Επιτροπή ολοκλήρωσε τις εργασίες της, χωρίς ποτέ να ασκήσει τα πραγματικά της καθήκοντα, σύμφωνα με το Σύνταγμα και τον Κανονισμό της Βουλής.
Με ευθύνη των βουλευτών της κυβερνητικής πλειοψηφίας, η “προανακριτική” Επιτροπή δεν προέβη, επί δύο και πλέον μήνες τώρα, σε καμία ανακριτική πράξη για την ουσιαστική διερεύνηση της υπόθεσης Novartis, για να διαπιστώσει δηλαδή αν υπάρχει οποιαδήποτε ένδειξη ότι τα δέκα κατονομαζόμενα πολιτικά πρόσωπα, δύο πρώην Πρωθυπουργοί και οκτώ πρώην Υπουργοί, διέπραξαν όσα τους καταμαρτυρούν οι τρεις “προστατευόμενοι μάρτυρες”.
Αντιθέτως, υπηρετώντας προφανείς κομματικές σκοπιμότητες, η Επιτροπή παρερμήνευσε τις διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας περί ποινικής ευθύνης Υπουργών (αρ. 86 Σ και ν. 3126/2003), οι οποίες, κατά την αληθή τους έννοια, προσδιορίζουν τον ειδικό ρόλο της ως οργάνου ουσιαστικής διερεύνησης της πιθανής τέλεσης εγκλημάτων από μέλη της εκτελεστικής εξουσίας κατά την ενάσκηση των καθηκόντων τους. Αναλώθηκε έτσι σε αναλύσεις και κρίσεις επί αμιγώς νομικών – δικονομικών ζητημάτων, ωσάν να επρόκειτο για εργασίες επιστημονικού συνεδρίου, για να προτείνει τελικά την αυτοκατάργησή της, ως δήθεν αναρμόδιας.
Οι πολίτες περίμεναν να μάθουν πού υπάρχει αλήθεια και πού ψέμα σε όσα φοβερά και τρομερά γράφτηκαν και ακούστηκαν, μετά από ένα μπαράζ διαρροών στα Μέσα, διαρροών που ευλόγως χαρακτηρίστηκαν θεσμικά απαράδεκτες. Είναι αλήθεια ότι στελέχη της πολυεθνικής εταιρείας συναλλάσσονταν επί χρόνια στο παρασκήνιο με πολιτικά πρόσωπα για να προωθήσουν τα συμφέροντά τους; Οι κατηγορίες αυτές, ως γνωστόν, αναπαρήχθησαν άκριτα, ακόμη και από μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου, σοκάροντας, και σε ορισμένες περιπτώσεις προκαλώντας, την κοινή γνώμη. Αντί για απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα, οι πολίτες θα πρέπει να αρκεστούν σε δικονομικές θεωρίες και γενικόλογες αναλύσεις, περί πράξεων που τελούνται “επ' ευκαιρία” και όχι “κατά την εκτέλεση” υπουργικών καθηκόντων. Για την ταμπακιέρα τίποτε.
Β. Η Κ.Ο. του Ποταμιού θεωρεί συνταγματική και κοινοβουλευτική υποχρέωσή της να αναφερθεί, έστω απολύτως συνοπτικά, στο ουσιαστικό σκέλος της υπόθεσης, παρά το γεγονός ότι η στάση της πλειοψηφίας μάς αποστέρησε τη δυνατότητα για εις βάθος διερεύνηση των γεγονότων.
Από τη μελέτη της δικογραφίας που απεστάλη στη Βουλή με το υπ' αριθ. 1344/5.2.2018 έγγραφο της κ. Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, προκύπτουν με σχετική ασφάλεια δύο συμπεράσματα:
Το πρώτο είναι ότι στελέχη της εταιρείας Novartis, μέχρι και το όλως πρόσφατο παρελθόν, μετέρχονταν κατ' αρχήν αδιαφανείς και, σύμφωνα με ενδείξεις, παράνομες μεθόδους, για να προωθήσουν τα εμπορικά συμφέροντα της εταιρείας σε διάφορες χώρες, μεταξύ αυτών και στη χώρα μας. Από διαφορετικές και ανεξάρτητες μεταξύ τους πηγές διαμορφώνεται μία εικόνα διαπλοκής συμφερόντων μεταξύ στελεχών της εταιρείας, μελών της ιατρικής κοινότητας και δημοσίων προσώπων, με σκοπό την προώθηση των πωλήσεων των φαρμάκων και σκευασμάτων της Novartis εις βάρος του δημοσίου συμφέροντος.. Για την κατάσταση αυτή και την εκτόξευση της φαρμακευτικής δαπάνης υπάρχουν σοβαρές πολιτικές ευθύνες ιδιαίτερα στους τομείς υγείας και εμπορίου. Η ακριβής ζημία του Δημοσίου είναι μάλλον αδύνατον να προσδιοριστεί με ακρίβεια, με βάση τα στοιχεία που έχουν διαβιβαστεί στη Βουλή. Αναφορές που έχουν γίνει δημοσίως για ζημία δεκάδων δισεκατομμυρίων ευρώ μπορεί να ακούγονται εύλογες, δεν βρίσκουν όμως έρεισμα στη δικογραφία.
Το δεύτερο είναι ότι το ενδεχόμενο εμπλοκής πολιτικών προσώπων στο προαναφερόμενο σύστημα διαπλοκής, στηρίζεται σχεδόν αποκλειστικώς στις μαρτυρικές καταθέσεις τριών προστατευόμενων μαρτύρων, οι οποίες – ως μη έδει και με προφανή ευθύνη κυβερνητικών παραγόντων – έχουν ήδη διαρρεύσει στον Τύπο. Η άρνηση όμως της πλειοψηφίας να κληθούν ενώπιον της Επιτροπής οι τρεις μάρτυρες δεν επέτρεψε να διαμορφωθεί άποψη για το βασικότερο όλων, που είναι η αξιοπιστία τους. Πόσω μάλλον όταν έχουν δημιουργηθεί πλήθος εύλογων ερωτηματικών σχετικά με τις μεθόδους που ακολουθήθηκαν κατά την ανάκριση των εν λόγω μαρτύρων, οι οποίοι εμφανίζονται να δίνουν τις μαρτυρίες τους... σε δόσεις, με πολλαπλές, συμπληρωματικές καταθέσεις, με τις οποίες αναφέρονται σε πρόσωπα και σε γεγονότα, με χρονική ασυνέχεια και συχνά με λογική ασυνέπεια.
Συμπερασματικά, η άποψη που έχουμε διαμορφώσει για την ουσία της υπόθεσης είναι ότι υπάρχουν σαφείς ενδείξεις πως η υπόθεση Novartis είναι ένα οικονομικό σκάνδαλο διεθνών διαστάσεων. Εντούτοις, η εμπλοκή πολιτικών προσώπων δεν είναι δυνατόν να εξακριβωθεί, αν δεν διερευνηθεί πρωταρχικά η αξιοπιστία των “προστατευόμενων μαρτύρων”, πράγμα που δεν επέτρεψε η κυβερνητική πλειοψηφία.
Γ. Αναφορικά με την εισήγηση της πλειοψηφίας, η γνώμη της Κ.Ο. του Ποταμίου είναι η ακόλουθη:
Η αρμοδιότητα της Βουλής να συστήνει κοινοβουλευτικές επιτροπές που ασκούν εισαγγελικά καθήκοντα αποτελεί αρμοδιότητα εξαιρετική. Ρυθμίζεται ειδικώς και ασκείται αποκλειστικώς στο πλαίσιο των διατάξεων της κείμενης νομοθεσίας “περί ποινικής ευθύνης Υπουργών” (αρ. 86 Σ και ν. 3126/2003). Η Βουλή, όμως, ακόμη κι όταν ασκεί αυτή την εξαιρετική αρμοδιότητα δεν μετατρέπεται σε Θέμιδος Μέλαθρον, οι βουλευτές είναι πολιτικοί, δεν είναι, ούτε μπορούν να γίνουν, ανακριτές και εισαγγελείς, και τούτο όχι μόνον επειδή κατά κανόνα δεν διαθέτουν τη θεωρητική σκευή. Είναι δε το λιγότερο αφελές να χρησιμοποιείται η επαγγελματική ιδιότητα βουλευτών που τυγχάνουν συγχρόνως κατ' επάγγελμα νομικοί ως δήθεν επιστημονικό φύλλο συκής για γνώμες, αναλύσεις και πορίσματα που είναι ηλίου φαεινότερον ότι από πολιτικά προτάγματα εκκινούν και πολιτικούς σκοπούς θεραπεύουν.
Εξάλλου, τόσο η ιστορική και συγκριτική μελέτη, όσο και η τελεολογική ερμηνευτική προσέγγιση της νομοθεσίας περί ευθύνης υπουργών, συνολικά, μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η αρμοδιότητα του νομοθετικού σώματος να ασκεί σε αυτές τις περιπτώσεις ειδικώς δικαιοδοτική λειτουργία προβλέπεται ως θεσμικό αντίβαρο στο πλαίσιο της διάκρισης των λειτουργιών της κρατικής εξουσίας (άρθρο 26 Σ). Ο νομοθέτης, τόσο στη χώρα μας όσο και όπου αλλού εφαρμόζονται ειδικές – εξαιρετικές διαδικασίες για την απόδοση ποινικών ευθυνών σε μέλη της εκτελεστικής εξουσίας, αναγνωρίζοντας την κατάσταση έντασης που δημιουργείται μεταξύ της τελευταίας και της δικαστικής λειτουργίας, αλλά και τους πιθανούς κινδύνους που ελλοχεύουν σε τέτοιες περιπτώσεις για τη συνολική λειτουργία του πολιτεύματος, προέκρινε τη λύση της εμπλοκής της τρίτης (πρώτης κατά σειρά) κρατικής λειτουργίας, δηλαδή του νομοθετικού σώματος, το οποίο καλείται να επιτελέσει οιονεί εισαγγελικό ρόλο, όχι να υποκαταστήσει την τακτική δικαιοσύνη.
Καθίσταται σαφές ότι, σε αντίθεση με τα ανωτέρω, οι “προανακριτικές” επιτροπές του ελληνικού κοινοβουλίου, διαχρονικά και επί των ημερών της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, εκκινούν κυρίως από μικροπολιτικά κίνητρα, υποτάσσονται στη συγκυρία και εξυπηρετούν επικοινωνιακούς σκοπούς. Πώς αλλιώς να εξηγηθεί η εξαίρεση υπουργού της κυβέρνησης από την προκαταρκτική εξέταση, όταν μάλιστα το όνομά του περιέχεται στη διαβιβασθείσα δικογραφία; Και πώς αλλιώς να εξηγηθεί ο πολιτικός χρόνος που διαβιβάστηκε στη Βουλή μία δικογραφία που προαναγγέλλεται από μέλη της κυβέρνησης εδώ και ένα έτος;
Η ορθότητα της ανωτέρω θέσης μας αναφορικά με το αληθές περιεχόμενο των διατάξεων που ρυθμίζουν τις αρμοδιότητες της Βουλής, όταν καλείται να διερευνήσει το ενδεχόμενο τέλεσης ποινικών αδικημάτων από μέλη της εκτελεστικής εξουσίας, επιβεβαιώνεται και από όσα έχουν προηγηθεί στην πρόσφατη κοινοβουλευτική ιστορία και ειδικότερα στην περίπτωση της προανακριτικής επιτροπής που συστάθηκε για την “υπόθεση των υποβρυχίων” και οδήγησε στην παραπομπή σε δίκη και στην καταδίκη του πρώην υπουργού Τσοχατζόπουλου. Στην υπόθεση εκείνη, η προανακριτική Επιτροπή της Βουλής, κληθείσα να διερευνήσει αν ο πρώην υπουργός τέλεσε ή όχι τα εγκλήματα της παθητικής δωροδοκίας και της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομη δραστηριότητα, ερεύνησε σε βάθος την ουσία της υπόθεσης και διαπίστωσε την τέλεση πράξεων που πληρούσαν την αντικειμενική υπόσταση των υπό διερεύνηση εγκλημάτων, γεγονός που ήταν αρκετό για να εισηγηθεί την παραπομπή του πρώην υπουργού σε δίκη. Το ζήτημα της παραγραφής του πρώτου από τα δύο αδικήματα και της αμφίβολης τυπολογικής κατάταξης του δευτέρου ασφαλώς και ήταν σε γνώση των μελών της Επιτροπής, επ' αυτών δε διέλαβαν στο πόρισμά τους τα εξής: “Η Επιτροπή δεν έχει κατ’ αρχήν αρµοδιότητα να εκφέρει κρίση επί δικονοµικών ζητηµάτων και ζητηµάτων τυπολογικής κατάταξης των εγκληµάτων, σχετικά µε τον ακριβή νοµικό χαρακτηρισµό των πράξεων, την ένταξή τους στην έννοια των καθηκόντων ή µη, την έναρξη ή µη της παραγραφής, ζητήµατα τα οποία θα κριθούν κατ’ αρχήν από το Δικαστικό Συµβούλιο και, εν συνεχεία, από την Δικαιοσύνη, είτε επιληφθεί της Υποθέσεως το Ειδικό Δικαστήριο του άρθρου 86 παρ. 4 του Συντάγµατος είτε τα Τακτικά Ποινικά Δικαστήρια. Οι ενδείξεις που απαιτούνται για την υποβολή πρότασης ποινικής δίωξης συνδέονται µε τις διατάξεις του ουσιαστικού ποινικού νόµου και µόνον”.
Ήταν επομένως αυτή η ορθή ερμηνεία της Επιτροπής περί της αρμοδιότητάς της η οποία επέτρεψε να δοθεί συνέχεια στην υπόθεση, να ασκηθεί ποινική δίωξη και να παραπεμφθεί σύντομα σε δίκη ο πρώην υπουργός. Η αρμοδιότητα της τακτικής δικαιοσύνης διαγνώστηκε, όπως ακριβώς προβλέπεται από το άρθρο 86 παρ. 4 υποπαρ. 2, από το Δικαστικό Συμβούλιο που συγκροτήθηκε και λειτούργησε στο πλαίσιο του Ειδικού Δικαστηρίου για να διενεργήσει την κύρια ανάκριση. Η περί αρμοδιότητας κρίση, σε αντίθεση με όσα έχουν ισχυριστεί οι εισηγητές της πλειοψηφίας στην υπόθεση Novartis, ήρθε μετά τη διαπίστωση ότι συντρέχουν οι όροι εφαρμογής του ουσιαστικού ποινικού νόμου. Και η κρίση αυτή περί αρμοδιότητας ήταν μία γνήσια δικανική κρίση, με αναφορά στα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης και υπαγωγή αυτών στους εφαρμοστέους δικονομικούς κανόνες, δεν ήταν, όπως εν προκειμένω, μία θεωρητική ανάλυση περί του αν “νοείται ή δεν νοείται” ξέπλυμα μαύρου χρήματος κατά την εκτέλεση υπουργικών καθηκόντων.
Δ. Κλείνοντας αυτή την αναφορά, επισημαίνουμε ότι, όπως ακριβώς στην πρόσφατη υπόθεση της προανακριτικής Επιτροπής που συστάθηκε με πρωτοβουλία της κυβερνητικής πλειοψηφίας για να διερευνήσει ενδεχόμενη τέλεση αδικημάτων από τον πρώην υπουργό Παπαντωνίου, έτσι ακριβώς και στην υπόθεση Novartis, η εισήγηση της πλειοψηφίας της Επιτροπής προς την Ολομέλεια δεν είναι άλλη από το να μην ασκηθεί ποινική δίωξη κατά των ερευνωμένων προσώπων. Μάταια θα προσπαθήσει και τούτη τη φορά η κυβερνώσα πλειοψηφία να παραπλανήσει την κοινή γνώμη ότι τάχα “παραπέμπει στη Δικαιοσύνη” τις δικογραφίες. Η Ολομέλεια, εφόσον έχει προηγουμένως αποφασίσει τη σύσταση Επιτροπής για τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης, εν συνεχεία έχει ως μόνη αρμοδιότητα, κατά τη ρητή και αδιάστικτη διατύπωση του Συντάγματος, να αποφασίσει για την άσκηση ή μη δίωξης κατά Υπουργών. Οι βουλευτές καλούνται να απαντήσουν: ναι ή όχι; Δεν υπάρχει, ούτε έχει ποτέ υποστηριχθεί στα σοβαρά από κανέναν, ότι υπάρχει νόμιμο έρεισμα “αναπομπής στην τακτική Δικαιοσύνη” υποθέσεων που έχουν διαβιβαστεί στη Βουλή από την Εισαγγελική Αρχή. Άλλωστε θα ήταν – και πάλι στο πλαίσιο της διάκρισης των λειτουργιών της κρατικής εξουσίας – αδιανόητο να αποφασίζει η Βουλή και να υποδεικνύει στους λειτουργούς της Δικαιοσύνης αν θα διενεργήσουν περαιτέρω ανάκριση, αν θα ασκήσουν δίωξη ή αν θα θέσουν την υπόθεση στο αρχείο. Συνεπώς, ας ειπωθεί ξεκάθαρα: για την υπόθεση Novartis η πρόταση της κυβερνητικής πλειοψηφίας είναι να μην ασκηθεί δίωξη κατά πολιτικών προσώπων.
Το Ποτάμι, από την πρώτη στιγμή, είχε προβλέψει το προδιαγεγραμμένο και αναμενόμενο αποτέλεσμα. Αποδείχθηκε ότι πρόθεση της κυβερνητικής πλειοψηφίας δεν ήταν η αναζήτηση της αλήθειας αλλά η αποκόμιση βραχυπρόθεσμου κομματικού οφέλους. Μια προανακρτική που φτιάχτηκε δηλαδή όχι για να αποδοθεί δικαιοσύνη αλλά για να δημιουργήσει εντυπώσεις και τελικά να συσκοτίσει αντί να φωτίσει τα γεγονότα.