Το σχέδιο της κυβέρνησης για χειραγώγηση της ελληνικής Δικαιοσύνης
Ο πρωτοφανής πόλεµος διαρκείας των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ στους δικαστικούς λειτουργούς και όσα κρύβονται στο παρασκήνιο
Εναν αντιθεσµικό και ταυτόχρονα «φονικό» για τη δηµοκρατία εναγκαλισµό της κυβέρνησης µε τη ∆ικαιοσύνη επιδιώκουν οι ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝ.ΕΛ. από το 2015, που ανέλαβαν την εξουσία. Στον χρόνο αυτό που µεσολάβησε, τα «κρούσµατα» πληθαίνουν και τείνουν να πολλαπλασιάζονται, σύµφωνα µε τις δηλώσεις των ίδιων των δικαστικών λειτουργών.
Στις ανακοινώσεις τους φαίνεται ξεκάθαρα η προσπάθεια παρέµβασης των κυβερνώντων στο έργο τους. Η πιο χαρακτηριστική ίσως αντίδρασή τους, που αντανακλά το καθεστώς που βιώνουν και τον πόλεµο που δέχονται, είναι αυτή του περσινού καλοκαιριού. Οταν έφτασαν στο σηµείο να «εξοµοιώσουν» την ελληνική κυβέρνηση µε τις κυβερνήσεις της Τουρκίας και της Πολωνίας, κάνοντας λόγο για ωµές νοµοθετικές επεµβάσεις, που καταργούν την ανεξαρτησία της ∆ικαιοσύνης. «Συστηµατικά και µεθοδικά επιχειρείται εδώ και καιρό η πλήρης υποταγή και χειραγώγηση της ∆ικαιοσύνης, ώστε να λειτουργεί όχι ως ανεξάρτητη εξουσία αλλά ως κυβερνητικός µηχανισµός. Υπουργοί και βουλευτές εκτοξεύουν καθηµερινά αστήρικτες κατηγορίες σε βάρος δικαστών και εισαγγελέων για µεροληπτικές αποφάσεις και ύπαρξη σκοπιµοτήτων, που στόχο έχουν δήθεν την παρεµπόδιση του κυβερνητικού έργου. Επιχειρούν έτσι να τρωθεί το κύρος της ∆ικαιοσύνης, ώστε να µπορούν να την ελέγχουν ευκολότερα».
Αυτή η προσπάθεια χειραγώγησης της «Θέµιδος» εκκινεί, κατά πολλούς, από τη διαφαινόµενη πίσω από τις γραµµές εξαρχής πεποίθηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ ότι για να πάρει κάποιος την εξουσία απαραίτητη προϋπόθεση είναι, εκτός από µία εκλογική νίκη, η «άλωση» του δικαστικού χώρου. Το σχέδιο που εξυφαίνεται τα τρία τελευταία χρόνια προς αυτή την κατεύθυνση, λένε οι ίδιοι παρατηρητές, περιλαµβάνει είτε πογκρόµ κατά εκείνων των δικαστικών λειτουργών που δεν «συµµορφώνονται προς τας υποδείξεις», είτε δηµόσιες τοποθετήσεις που δείχνουν στους υπόλοιπους την κατεύθυνση βάσει της οποίας θα πρέπει να κινηθούν, εάν δεν θέλουν να έχουν την κατάληξη των «απείθαρχων», είτε δηλώσεις που επιχειρούν να απαξιώσουν ένα από τα βασικά θεµέλια της δηµοκρατίας, τη ∆ικαιοσύνη.
Πολλοί εντοπίζουν την αρχή της αντιπαράθεσης µεταξύ κυβέρνησης-∆ικαιοσύνης τον Σεπτέµβριο του 2016. Τότε, στη ∆ιεθνή Εκθεση Θεσσαλονίκης η καθιερωµένη συνέντευξη Τύπου του πρωθυπουργού µονοπωλήθηκε από το θέµα των τηλεοπτικών αδειών και της επικείµενης απόφασης του ΣτΕ για την προσφυγή των καναλαρχών κατά του πρώτου διαγωνισµού.
«Η ∆ικαιοσύνη θα βγάλει την απόφασή της, αλλά δεν δίνω ούτε µία πιθανότητα στο ΣτΕ να ακυρωθεί ο διαγωνισµός», ήταν η δήλωση του Αλέξη Τσίπρα, που προκάλεσε µια σειρά αντιδράσεων. Για όσους είδαν πίσω από τις γραµµές, η συγκεκριµένη απάντηση-σχόλιο του πρωθυπουργού για την επικείµενη απόφαση του Ανώτατου ∆ικαστηρίου ήταν το εναρκτήριο λάκτισµα σε έναν σκληρό «αγώνα», που εξελίχθηκε έως σήµερα, µεταξύ της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑΑΝ.ΕΛ. από τη µία και των δικαστικών λειτουργών από την άλλη.
Στα τέλη Νοεµβρίου 2016, µετά τη γνωστοποίηση της απόφασης της Ολοµέλειας του Ακυρωτικού ∆ικαστηρίου, που έκρινε αντισυνταγµατικό τον πρώτο διαγωνισµό για τις τηλεοπτικές άδειες, ήταν η σειρά της Ολγας Γεροβασίλη, τότε κυβερνητικής εκπροσώπου, να πυροδοτήσει νέα αντιπαράθεση: «Το ΣτΕ πρόκειται για το ίδιο δικαστήριο το οποίο έκρινε συνταγµατικά τα Μνηµόνια που διέλυσαν την Ελλάδα, έκρινε συνταγµατικό το “µαύρο” στην ΕΡΤ, έκρινε συνταγµατικό το PSI που διέλυσε τα ασφαλιστικά ταµεία. Οι αποφάσεις της ∆ικαιοσύνης είναι δεσµευτικές. Αυτό, όµως, δεν σηµαίνει ότι οι αποφάσεις της δεν κρίνονται».
Η απάντηση των δικαστών ήταν άµεση: «Η απόφαση του ΣτΕ, που εκδόθηκε στα πλαίσια της εγγυητικής λειτουργίας της δικαστικής εξουσίας, που ανατίθεται µόνο σε αυτήν από το Σύνταγµα, προκάλεσε άλλη µία φορά αδικαιολόγητες επιθέσεις της κυβέρνησης κατά της ∆ικαιοσύνης, πρώτη φορά όµως τόσο έντονες, µε σαφή προσπάθεια να εντάξει τη ∆ικαιοσύνη και τους λειτουργούς της στην πολιτική αντιπαράθεση. Βασική και θεµελιώδης υποχρέωση των δικαστών είναι να κρίνουν τις υποθέσεις µε βάση το Σύνταγµα, χωρίς να υπολογίζουν σκοπιµότητες και πολιτικές επιδιώξεις. Μία ∆ικαιοσύνη µε άλλη κατεύθυνση θα ήταν πολύ επικίνδυνη για τη ∆ηµοκρατία µας και για το κράτος δικαίου».
ΟΡΥΜΑΓΔΟΣ
Τους επόµενους µήνες ακολούθησε ένας ορυµαγδός αντεγκλήσεων, αναφορικά µε υποθέσεις και αποφάσεις:
Οι καταγγελίες της εισαγγελέως εφετών Γ. Τσατάνη για παρεµβάσεις και απειλές του αναπληρωτή υπουργού ∆ικαιοσύνης ∆. Παπαγγελόπουλου εναντίον της, σχετικά µε την υπόθεση Βγενόπουλου. Προς διερεύνηση των καταγγελιών Τσατάνη συνεκλήθη η Επιτροπή Θεσµών και ∆ιαφάνειας της Βουλής. Υστερα από µερικές συνεδριάσεις, σήµερα αγνοείται η τύχη της... Η δε κ. Τσατάνη ακόµα τρέχει µε τα «παραπτώµατα» που της «φόρτωσαν» έκτοτε.
-Η παραίτηση της Ελ. Ράικου από επικεφαλής της Εισαγγελίας κατά της ∆ιαφθοράς τον Φεβρουάριο του 2017 µε καταγγελίες για επιχείρηση παρέµβασης στο έργο της.
-Η έντονη αντίδραση δικαστών-εισαγγελέων για τις αλλαγές που έφερνε η κυβέρνηση στο «πόθεν έσχες», αλλαγές οι οποίες προκάλεσαν σειρά «καυστικών» αναρτήσεων-δηλώσεων, κυρίως από τον αναπληρωτή υπουργό Υγείας Παύλο Πολάκη.
-Στα τέλη του 2016 παραιτούνται δύο αντιπρόεδροι του ΣτΕ από µέλη της Ενωσης του ΣτΕ, µε υπονοούµενα για την αναβολή της διάσκεψης του δικαστηρίου για την υπόθεση των τηλεοπτικών αδειών που αποφασίστηκε από τον πρόεδρο του ΣτΕ, µε αιτιολογία το αρνητικό κλίµα των ηµερών στην κοινή γνώµη.
-Τον Οκτώβριο του 2016 ο υπουργός ∆ικαιοσύνης, κ. Νίκος Παρασκευόπουλος, διατάσσει τη διενέργεια πειθαρχικού ελέγχου κατά του αντιπροέδρου του ΣτΕ, κ. Αθανασίου Ράντου, ο οποίος µετέχει στη σύνθεση της Ολοµέλειας του ΣτΕ, που κρίνει την υπόθεση των τηλεοπτικών αδειών. Κατά το ίδιο διάστηµα, ο ως άνω αντιπρόεδρος του ΣτΕ διασύρεται από δηµοσιεύµατα σε φιλοκυβερνητικά µέσα ενηµέρωσης. Τον Ιούνιο του 2017 ο κ. Ράντος κρίνεται οµόφωνα αθώος.
-Οι αποφάσεις της Ολοµέλειας του Συµβουλίου της Επικρατείας που ακύρωσαν τις υπουργικές αποφάσεις για το «πόθεν έσχες». Η κυβέρνηση από τη µία στέλνει το ειρωνικό-απειλητικό µήνυµα προς τους δικαστές «Να δούµε ποιος θα κουραστεί πρώτος» και ο πρόεδρος του ΣτΕ, Νίκος Σακελλαρίου, από την άλλη εγκαταλείπει τα προσχήµατα λόγω των επιθέσεων κατά της ∆ικαιοσύνης από την κυβέρνηση.
-Και φτάνουµε στο περίφηµο σκάνδαλο Novartis... H ∆ικαιοσύνη έπραξε σωστά κατά την κυβέρνηση, αφού τα κυβερνητικά στελέχη έσπευσαν όχι µόνο να «χειροκροτήσουν» τη δικαστική κρίση, αλλά έστησαν και ένα πρωτοφανές σόου ενώπιον των τηλεοπτικών καµερών.
Είναι χαρακτηριστικά τα όσα είπαν έξω από το Μέγαρο Μαξίµου το βράδυ της 5ης Φεβρουαρίου τόσο ο υπουργός ∆ικαιοσύνης Σταύρος Κοντονής όσο και ο αναπληρωτής υπουργός ∆ηµήτρης Παπαγγελόπουλος, µε τον πρώτο να χαρακτηρίζει την υπόθεση «τεράστιο σκάνδαλο» και τον δεύτερο να κάνει λόγο για «το µεγαλύτερο σκάνδαλο από συστάσεως του ελληνικού κράτους».
Λίγες ώρες αργότερα, ο αναπληρωτής υπουργός Υγείας Παύλος Πολάκης, µέσω Facebook, έσπευσε να µιλήσει για «λαµόγια», που πρέπει να γνωρίζουν ότι «το ξέπλυµα µαύρου χρήµατος δεν παραγράφεται», και για «απόστηµα, που επιτέλους έσπασε και µε τη βούλα της ∆ικαιοσύνης, παρά τα χιλιάδες εµπόδια που µπήκαν από τους µηχανισµούς του προηγούµενου συστήµατος», συµπληρώνοντας ότι «το γλέντι τώρα αρχίζει, η συνέχεια επί της οθόνης... η Νέµεσις έφτασε!».
«AΞΙΟΠΙΣΤΟΙ ΚΟΥΚΟΥΛΟΦΟΡΟΙ»
Και όλες αυτές οι δηλώσεις των κυβερνώντων να γίνονται ενώ η δικογραφία ήταν ακόµη στον δρόµο προς τη Βουλή, άρα, όπως παρατηρούσαν έγκριτοι νοµικοί, ουδείς θα µπορούσε να γνωρίζει τι περιλαµβάνει. Ή µήπως όχι; Το ερώτηµα τέθηκε από πολλούς, καθώς αυτό που κυριάρχησε εκείνες τις ηµέρες στην επικαιρότητα ήταν ένα χωρίς προηγούµενο γεγονός: η επίσκεψη του κυβερνητικού εκπροσώπου ∆ηµήτρη Τζανακόπουλου στον Αρειο Πάγο την ηµέρα που ο φάκελος Novartis παραδόθηκε στην Εισαγγελία του Ανώτατου ∆ικαστηρίου για τα περαιτέρω. Οπως ο ίδιος παραδέχτηκε, πήγε εκεί για να «ενηµερωθεί» σχετικά µε την υπόθεση, θεωρώντας αυτονόητο (!) ένα κυβερνητικό στέλεχος να ζητάει ενηµέρωση για µία δικογραφία.
Στις πάµπολλες επικρίσεις που ακολούθησαν για τους «προστατευόµενους» µάρτυρες και τα όσα είπαν -αορίστως και γενικώς, κατά την αντιπολίτευσησχετικά µε πρωτοκλασάτα πολιτικά πρόσωπα, το «µότο» της κυβέρνησης ήταν πως εδώ έχουµε να κάνουµε µε άκρως αξιόπιστους µάρτυρες. Ωστόσο, στην περίπτωση των καταγγελιών του επιχειρηµατία Ιωσήφ Λιβανού, ο οποίος αποκάλυψε στα «Π» πως στελέχη πέριξ υπουργών τού ζήτησαν µίζες, πρόκειται για µαρτυρίες-λάσπη, κατά την υφυπουργό Οικονοµικών, Κατερίνα Παπανάτσιου.