Επιστημονική Υπηρεσία Βουλής για αναδοχή από ομόφυλα ζευγάρια
«Πρώτα το συμφέρον του παιδιού» λέει η έκθεση του Υπηρεσίας
Το συμφέρον του παιδιού προτάσσει ως σημαντικότερο η Έκθεση της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής στη διαδικασία της αναδοχής. "Το συμφέρον του ανηλίκου υπερτερεί του δικαιώματος των υποψηφίων ανάδοχων γονέων" αναφέρει χαρακτηριστικά η Έκθεση επί του νομοσχεδίου το οποίο εισάγεται αύριο το πρωί προς συζήτηση και ψήφιση στην Ολομέλεια της Βουλής.
Η έκθεση της επιστημονικής επιτροπής σημειώνει ότι το Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων δεν έχει λάβει θέση ως προς το ζήτημα αναδοχής ανηλίκων από οµόφυλα ζευγάρια, ενώ για την υιοθεσία από ομοφυλόφιλους «το Δικαστήριο αναγνώρισε ευρύ περιθώριο εκτίµησης στα κράτη. «Ειδικότερα, το Δικαστήριο έκρινε σύµφωνη µε την ΕΣΔΑ την άρνηση των αρχών να επιτρέψουν την υιοθεσία από άγαµο οµοφυλόφιλο πρόσωπο. Κριτήριο του δικανικού συλλογισµού είναι, αφ’ ενός, η ανάγκη προστασίας του συµφέροντος του τέκνου, αφ’ ετέρου, η διχογνωµία των επιστηµόνων σχετικώς µε τις πιθανές επιπτώσεις µιας τέτοιας κατάστασης στην ανάπτυξή του (βλ. υπόθεση Fretté κατά της Γαλλίας, προσφυγή 36515/97, απόφαση της 26.5.2002)» τονίζεται μεταξύ άλλων.
Συνεχίζοντας οι συντάκτες της Έκθεσης επισημαίνουν ότι "παγίως, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι συντρέχει διακριτική µεταχείριση αντίθετη προς τις διατάξεις της ΕΣΔΑ, όταν οι αρχές απορρίπτουν αίτηµα για υιοθεσία αποκλειστικώς και µόνον εξαιτίας του γενετήσιου προσανατολισµού του υποψήφιου θετού γονέα (βλ. υπόθεση Ε.Β. κατά της Γαλλίας, προσφυγή αρ. 43546/02, απόφαση της 22.1.2008). Συµφώνως προς τη νοµολογία του, στο πλαίσιο ενός θεσµού της οικογενειακής ζωής δεν µπορούν να γίνουν δεκτές διαφορές που βασίζονται αποκλειστικώς και µόνον στον σεξουαλικό προσανατολισµό των προσώπων (βλ. υπόθεση Selgueiro da Silva κατά της Πορτογαλίας, απόφαση της 21.3.2000, υπόθεση Βαλλιανάτος κ.ά. κατά της Ελλάδας, απόφαση της 7.11.2013)».
Αναλυτικά, το απόσπασμα της έκθεσης για το επίμαχο άρθρο 8 του νομοσχεδίου έχει ως εξής:
« Συµφώνως προς το άρθρο 8 παρ. 1 του νοµοσχεδίου, «[κ]ατάλληλοι για να γίνουν ανάδοχοι, σύµφωνα µε τις κείµενες διατάξεις, είναι οικογένειες που αποτελούνται από συζύγους ή έχοντες συνάψει σύµφωνο συµβίωσης, µε ή χωρίς παιδιά, ή µεµονωµένα άτοµα, άγαµα, ή διαζευγµένα, ή σε χηρεία, µε ή χωρίς παιδιά, που µπορεί να είναι συγγενείς εξ αίµατος οποιουδήποτε βαθµού µε το ανήλικο τέκνο (συγγενική αναδοχή). Μεταξύ περισσοτέρων κατάλληλων υποψήφιων ανάδοχων γονέων η επιλογή γίνεται πάντα µε γνώµονα το συµφέρον του ανηλίκου, υπό το πρίσµα και της Διεθνούς Σύµβασης για τα Δικαιώµατα του Παιδιού, που κυρώθηκε µε το ν. 2101/1992 (Α’ 192)».
α. Επισηµαίνεται, κατ’ αρχάς, ότι το κριτήριο του συµφέροντος του ανηλίκου κατά την επιλογή του ανάδοχου γονέα µεταξύ περισσότερων κατάλληλων υποψηφίων – κριτήριο κυρίαρχο στο πλαίσιο του εν λόγω θεσµού, συµφώνως προς τις διατάξεις της Διεθνούς Σύµβασης για τα Δικαιώµατα του Παιδιού καθώς και του γράµµατος και του πνεύµατος των οικείων διατάξεων του Αστικού Κώδικα – υπερτερεί του δικαιώµατος των υποψήφιων ανάδοχων γονέων να καταστούν εν τέλει ανάδοχοι.
Ιδιαίτερη µνεία πρέπει να γίνει, εξ άλλου, στις διατάξεις του άρθρου 20 παρ. 3 εδάφ. τελευταίο της ως άνω Σύµβασης, συµφώνως προς τις οποίες «λαµβάνεται δεόντως υπόψη η ανάγκη µιας συνέχειας στην εκπαίδευση του παιδιού, καθώς και η εθνική, θρησκευτική, πολιτιστική και γλωσσολογική καταγωγή του». Υπό το φως των εν λόγω διατάξεων, η επιλογή του ανάδοχου γονέα µεταξύ περισσότερων κατάλληλων υποψηφίων πρέπει να γίνεται βάσει των δεδοµένων κάθε συγκεκριµένης περίπτωσης, κατά τρόπον ώστε οι επιλεγόµενοι ανάδοχοι γονείς να είναι οι κατά το δυνατόν καταλληλότεροι για το συγκεκριµένο, κάθε φορά, ανήλικο πρόσωπο.
β. Συµφώνως προς το άρθρο 1 του ν. 4356/2015 («Σύµφωνο συµβίωσης, άσκηση δικαιωµάτων, ποινικές και άλλες διατάξεις»), σύµφωνο συµβίωσης µπορούν να καταρτίσουν, µεταξύ τους, διά συµβολαιογραφικού εγγράφου, δύο ενήλικα πρόσωπα «ανεξάρτητα από το φύλο τους». Συνεπώς, η νέα ρύθµιση που εισάγει το προτεινόµενο άρθρο 8 παρ. 1 συνίσταται στη δυνατότητα, όχι µόνον των ετερόφυλων, αλλά και των οµόφυλων ζευγαριών που έχουν συνάψει σύµφωνο συµβίωσης κατά τις διατάξεις του ν. 4356/2015, να επιλέγονται ως ανάδοχοι γονείς. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωµάτων του Ανθρώπου έχει εξετάσει εις βάθος το ζήτηµα της οικογενειακής ζωής των οµόφυλων ζευγαριών υπό το πρίσµα του άρθρου 8 και του άρθρου 14 της ΕΣΔΑ (βλ. Ν. Φραγκάκη, Ζητήµατα οικογενειακού δικαίου στη νοµολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωµάτων του Ανθρώπου, ΔτΑ 2015, σελ. 553-573).
Ως προς το ζήτηµα της αναδοχής ανηλίκων από οµόφυλα ζευγάρια, το Δικαστήριο δεν έχει λάβει θέση. Ως προς το ζήτηµα, όµως, της υιοθεσίας από οµοφυλοφίλους, το Δικαστήριο αναγνώρισε ευρύ περιθώριο εκτίµησης στα κράτη. Ειδικότερα, το Δικαστήριο έκρινε σύµφωνη µε την ΕΣΔΑ την άρνηση των αρχών να επιτρέψουν την υιοθεσία από άγαµο οµοφυλόφιλο πρόσωπο. Κριτήριο του δικανικού συλλογισµού είναι, αφ’ ενός, η ανάγκη προστασίας του συµφέροντος του τέκνου, αφ’ ετέρου, η διχογνωµία των επιστηµόνων σχετικώς µε τις πιθανές επιπτώσεις µιας τέτοιας κατάστασης στην ανάπτυξή του (βλ. υπόθεση Fretté κατά της Γαλλίας, προσφυγή 36515/97, απόφαση της 26.5.2002).
Σε άλλη υπόθεση το Δικαστήριο έκρινε ότι η άρνηση των αρχών να επιτρέψουν ορισµένο τύπο υιοθεσίας σε οµοφυλόφιλη γυναίκα που επιθυµούσε να υιοθετήσει το τέκνο της συντρόφου της, δεν αποτελεί διακριτική µεταχείριση, διότι η νοµική κατάσταση δύο γυναικών δεν µπορεί να συγκριθεί προς εκείνη ενός έγγαµου ζεύγους (βλ. υπόθεση Gas και Dubois κατά της Γαλλίας, προσφυγή αρ. 25951/07, απόφαση της 15.3.2012). Παγίως, πάντως, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι συντρέχει διακριτική µεταχείριση αντίθετη προς τις διατάξεις της ΕΣΔΑ, όταν οι αρχές απορρίπτουν αίτηµα για υιοθεσία αποκλειστικώς και µόνον εξαιτίας του γενετήσιου προσανατολισµού του υποψήφιου θετού γονέα (βλ. υπόθεση Ε.Β. κατά της Γαλλίας, προσφυγή αρ. 43546/02, απόφαση της 22.1.2008).
Συµφώνως προς τη νοµολογία του, στο πλαίσιο ενός θεσµού της οικογενειακής ζωής δεν µπορούν να γίνουν δεκτές διαφορές που βασίζονται αποκλειστικώς και µόνον στον σεξουαλικό προσανατολισµό των προσώπων (βλ. υπόθεση Selgueiro da Silva κατά της Πορτογαλίας, απόφαση της 21.3.2000, υπόθεση Βαλλιανάτος κ.ά. κατά της Ελλάδας, απόφαση της 7.11.2013). Η συγκριτική µελέτη του θεσµού στις ευρωπαϊκές έννοµες τάξεις είναι δυσχερής λόγω της διαφορετικής νοµοθετικής προσέγγισης κάθε χώρας επί του θεσµού της αναδοχής και των εν γένει «µορφών εναλλακτικής φροντίδας παιδιών». Ευχερέστερη είναι η συγκριτική µελέτη του θεσµού της υιοθεσίας από οµόφυλα ζευγάρια, µολονότι και στο πεδίο αυτό υφίσταται διαβάθµιση των µορφών υιοθεσίας (λ.χ., δυνατότητα υιοθεσίας του φυσικού ή θετού τέκνου του συζύγου ή συµβιούντος από τον έτερο σύζυγο ή συµβιούντα). Στο πλαίσιο αυτό, το Βέλγιο, η Δανία, η Ισλανδία, η Ολλανδία, η Νορβηγία, η Ισπανία, η Αυστρία, η Φινλανδία, η Γαλλία, η Γερµανία, η Ιρλανδία, η Ισλανδία, το Λουξεµβούργο, η Μάλτα, η Σουηδία και το Ηνωµένο Βασίλειο επιτρέπουν ελευθέρως την υιοθεσία ανηλίκου από οµόφυλα ζευγάρια».