Έχοντας αφομοιώσει την πραγματικότητα και σίγουρος πλέον ότι θα χάσει τις προσεχείς εκλογές, ο Αλέξης Τσίπρας και το στενό του επιτελείο, που «κρέμεται» πολιτικά από αυτόν, ζουν με την αγωνία των ποσοστών. Δηλαδή ποιο θα είναι το ποσοστό που θα «πιάσει» ο ΣΥΡΙΖΑ στις προσεχείς εκλογές, από το ύψος του οποίου εξαρτάται και η αμφισβήτηση της ηγεσίας του κ. Τσίπρα. Ολα τα δημοσκοπικά στοιχεία, αλλά και τα συμβαίνοντα στα άλλα κόμματα δείχνουν ότι, εκτός από τη βέβαιη νίκη της Νέας Δημοκρατίας, κατά πάσα πιθανότητα ο ΣΥΡΙΖΑ θα βρεθεί στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Ομως το ποσοστό που θα συγκεντρώσει το κόμμα που κυβερνά σήμερα στις προσεχείς εκλογές έχει διττή σημασία. Πρώτον, διότι με μια επίδοση κάτω από 20% θα συνιστά αδύναμη αξιωματική αντιπολίτευση στη Βουλή. Δεύτερον, διότι ένα ποσοστό κάτω από 20%, λόγου χάρη 18%, θα συνιστά ήττα με απώλεια άνω των 18 ποσοστιαίων μονάδων σε σχέση με το ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015 και η συντριβή αυτή θα χρεωθεί ουσιαστικά στον κ. Τσίπρα. Και ο πρωθυπουργός ξέρει ότι η χρέωση αυτή θα οδηγήσει στη δική του εσωκομματική αμφισβήτηση, δεδομένου ότι εδώ και καιρό έχει πάψει να είναι το «γερό χαρτί» της συγκεκριμένης Αριστεράς.

Επιπλέον, αν η διαφορά είναι μεγάλη, θα καταλογίζεται επιπροσθέτως στον κ. Τσίπρα ότι έχασε από τον κ. Μητσοτάκη, τον οποίο έχει προσπαθήσει να αποδομήσει. Στο κόμμα, αλλά και στην Κοινοβουλευτική Ομάδα είναι βέβαιο ότι έχουν καταγραφεί ορισμένα λίαν επιβαρυντικά στοιχεία για τον πρωθυπουργό, που έχουν προκύψει από τις εκτιμήσεις των πολιτών για τον Αλέξη Τσίπρα. Για παράδειγμα, πολύ πριν από τη συμφωνία για τα εξοντωτικά πλεονάσματα -σε τόσο μεγάλη διάρκεια, που εκτινάσσουν αναγκαστικά τις φορολογικές επιβαρύνσεις για να επιτευχθούν- ή ακόμη και πριν από τη Συμφωνία των Πρεσπών με τα Σκόπια, που αποδοκιμάζει η συντριπτική πλειοψηφία του λαού, αλλά και πριν από την αλληλουχία των τραγικών γεγονότων του φετινού καλοκαιριού, δημοσκόπηση της Marc (το 2017) αναδείκνυε το εξής πρωτοφανές στοιχείο σε βάρος του κ. Τσίπρα: ότι σε ποσοστό 70,7% η ελληνική κοινωνία θεωρούσε ότι ο κ. Τσίπρας, προσωπικά, έβλαψε τη χώρα. Και αυτό που αξίζει να σημειωθεί είναι ότι σε καμία δημοσκόπηση που να αφορά πρωθυπουργό δεν έχει θεωρήσει η κοινή γνώμη ότι ο επικεφαλής της όποιας κυβέρνησης έβλαψε τη χώρα του.

Στην προσωπική αυτή χρέωση προς τον πρωθυπουργό θα πρέπει να προσθέσουμε και μία σειρά άλλων διαχρονικών δημοσκοπικών στοιχείων, σύμφωνα με τα οποία σταθερώς αποδοκιμάζεται το κυβερνητικό έργο, θεωρείται ότι δεν πρόκειται να βελτιωθεί η κατάσταση, ενώ και ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας βρίσκεται, εδώ και πολύ καιρό, σταθερά πίσω από τον Κυριάκο Μητσοτάκη τόσο σε δημοτικότητα όσο και στην καταλληλότητα για την πρωθυπουργία.

Τα τρία χάντικαπ

Για τρεις ακόμη λόγους έχει πάψει ο κ. Τσίπρας να αποτελεί το «γερό χαρτί» του ΣΥΡΙΖΑ, γεγονός που θα επηρεάσει και τις διαθέσεις των συντρόφων του απέναντί του, σε περίπτωση μεγάλης ήττας. Πρώτον, παρά τις αθρόες προσλήψεις συμβασιούχων στις οποίες επιδίδεται η κυβέρνηση και τις μονιμοποιήσεις που έχει κάνει, προκειμένου να αυξήσει την εκλογική της βάση και να αντισταθμίσει τις απώλειες που καταγράφονται, σε δημοσκόπηση της Rass στην οποία είχε τεθεί το ερώτημα μεταξύ δημοσίων υπαλλήλων ποιον προτιμούν μεταξύ Αλέξη Τσίπρα και Κυριάκου Μητσοτάκη ο πρόεδρος της Ν.Δ. προηγείτο με 21,7% έναντι 20,8%. Δεύτερον, αξιολογώντας τη λειτουργία των θεσμών, αλλά και τον ερασιτεχνικό τρόπο λειτουργίας του ελληνικού κράτους υπό τη σημερινή καθοδήγηση του ΣΥΡΙΖΑ, οι Ελληνες πολίτες έφτασαν στο σημείο να εμπιστεύονται περισσότερο το... ΔΝΤ (όπως καταγράφηκε σε δημοσκόπηση) από την κυβέρνηση. Τρίτον, διότι περισσότερο και από τη Ν.Δ., την αποδόμηση της Αριστεράς που κυβερνά και του κ. Τσίπρα την έχουν κάνει δικά της, αυθεντικά στελέχη, όπως ο Αλέκος Αλαβάνος -πρόταση του οποίου ήταν ο Τσίπρας-, η Ζωή Κωνσταντοπούλου και ο Παναγιώτης Λαφαζάνης.

Ενώ ο Γιάνης Βαρουφάκης, με αφορμή την υποτιθέμενη έξοδο στις αγορές, συνέστησε στον Αλέξη Τσίπρα «ή ζητήστε συγγνώμη από τους Σαμαρά-Στουρνάρα ή σταματήστε τους προσβλητικούς πανηγυρισμούς περί εξόδου στις αγορές»! Ολα αυτά είναι βέβαιο ότι θα επηρεάσουν τις εσωκομματικές εξελίξεις στον ΣΥΡΙΖΑ στην περίπτωση ευρείας εκλογικής ήττας του.

Επιπλέον, δεν πρέπει να λησμονείται ότι πολλοί είναι αυτοί μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ που θεωρούν ότι: (α) η ασυνέπεια μεταξύ λεγομένων και πράξεων του πρωθυπουργού έχει πλήξει την αξιοπιστία του κόμματος, (β) το κοινωνικό περιεχόμενο της αριστερής ιδεολογίας το έχει ακυρώσει στην πράξη η κυβέρνηση με τα αντικοινωνικά της μέτρα, (γ) με το τρίτο, απολύτως ΣΥΡΙΖΑϊκό Μνημόνιο το κυβερνών κόμμα έχει απολύτως ταυτιστεί με τις κυβερνήσεις που κατηγορούσε ως μνημονιακές και τώρα διαπιστώνουν στον ΣΥΡΙΖΑ ότι ακολουθήθηκαν από τον πρωθυπουργό οι ίδιες πολιτικές που είχαν καταγγελθεί ως νεοφιλελεύθερες.

Δημοσιεύθηκε στα Παραπολιτικά 8/9/2018