Στρατηγική «καμένης γης» από το Μαξίμου
Η διπλή «νάρκη» που επιχειρεί να βάλει ο Αλ.Τσίπρας στην επερχόμενη κυβέρνηση της ΝΔ.
Ο Αλ.Τσίπρας και το στενό επιτελείο του στο «κυβερνείο» του Μεγάρου Μαξίμου σχεδιάζουν στην παρούσα φάση και με αφετηρία τη ΔΕΘ τη «διαχείριση της ήττας» τους στις επερχόμενες εκλογές, όποτε τελικά και αν γίνουν. Αυτή είναι η προσέγγιση στις πολιτικές συνθήκες του παρόντος των στελεχών της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Προσέγγιση που επιβεβαιώνεται από την τακτική του «Τσακαλώτε, δώσ’ τα όλα», που ο πρωθυπουργός, πέραν όλων των άλλων, επιλέγει να ακολουθήσει, πιεσμένος και από τις εσωκομματικές ισορροπίες και τους συσχετισμούς. Γιατί ο ίδιος και η ομάδα των επονομαζόμενων «προεδρικών» μπορεί να αποφάσισαν τον ανασχηματισμό και τη διεύρυνση προς το πολιτικό Κέντρο στην κυβέρνηση, αλλά την ίδια στιγμή με την εκλογή του κ. Π. Σκουρλέτη στην ηγεσία του κόμματος, καθώς ανέλαβε γενικός γραμματέας, αναγκάστηκαν να παραδώσουν την αριστερή τους ταυτότητα στην εσωκομματική αντιπολίτευση.
Ο ιδιότυπος αυτός διπολισμός κυβέρνησης και κομματικής δομής, με την τελευταία -με αιχμή του δόρατος την κίνηση των «53+»- να ζητά όλο και πιο συχνά, όλο και πιο έντονα «περισσότερη Αριστερά», περισσότερες «παραχωρήσεις και παροχές και λιγότερα Μνημόνια», μόνον με έναν τρόπο μπορεί να ξεπεραστεί: με την επιστροφή στο περίφημο «Πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης» στη ΔΕΘ του Σεπτεμβρίου 2014. Την αναγκαιότητα αυτή της διατήρησης συνοχής στον ίδιο τον ΣΥΡΙΖΑ, που αναζητά ταυτόχρονα τη νέα «ιδεολογικοποίηση» της πολιτικής του παρουσίας, βλέποντας όμως τα «ορεινά» του Κοινοβουλίου, από όπου προήλθε, με μεγάλη υπεροψία, μη θέλοντας να αφήσει πίσω του μαζί με τα Μνημόνια και τη νομή της εξουσίας, το επιτελείο του Μαξίμου και ο ίδιος ο κ. Τσίπρας τη συγκροτεί και ως στρατηγική στην πορεία προς τις κάλπες. Και σε αυτό, όπως ήδη όλες οι ενδείξεις καταδεικνύουν, έχει σύμφωνη την εσωκομματική του αντιπολίτευση.
Η στρατηγική αυτή έχει δύο στόχους. Ο πρώτος είναι να δώσει τη δυνατότητα στον ΣΥΡΙΖΑ να πετύχει ένα ποσοστό της τάξης του 25% στις κάλπες των εθνικών εκλογών, στερώντας ταυτόχρονα την αυτοδυναμία από τη Νέα Δημοκρατία. Ο δεύτερος είναι να «κάψει» τις εφεδρείες των κρατικών προϋπολογισμών μέχρι το 2022, σε άμεσες ή υπεσχημένες παροχές, ώστε να μην επιτρέψει στη σημερινή αξιωματική αντιπολίτευση, όταν αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας σε λίγους μήνες, να ασκήσει «βιώσιμη» και αποτελεσματική οικονομική πολιτική.
Με τη διαδικασία αυτή, τουλάχιστον στο κεντρικό επιτελείο του ΣΥΡΙΖΑ εκτιμούν ότι μπορούν να πετύχουν μια «δεξιά παρένθεση» για τη διακυβέρνηση της Κεντροδεξιάς, με δεδομένο το ορόσημο της εκλογής νέου Προέδρου της Δημοκρατίας μέχρι την άνοιξη του 2020.
Όπως το 2014
Ουσιαστικά, δηλαδή, οι κυβερνητικοί αντιμετωπίζουν τη φετινή ΔΕΘ κατ’ αναλογία με εκείνη του 2014 και το εκλογικό διάστημα από τον Μάιο του 2019 μέχρι τον Απρίλιο του 2020 κατ’ αναλογία με το πρώτο εννεάμηνο του 2015. Με τη μόνη διαφορά ότι χάνουν με «ελεγχόμενο τρόπο» την πρώτη εκλογή και έπειτα από σύντομη ανασυγκρότησή τους στα έδρανα της αξιωματικής αντιπολίτευσης κερδίζουν τη δεύτερη και συγκροτούν κυβέρνηση συνασπισμού, με δεδομένο μάλιστα ότι στη δεύτερη αναμέτρηση θα ισχύσει το εκλογικό σύστημα της απλής αναλογικής.
Η επιλογή αυτή από τον ΣΥΡΙΖΑ είναι όχι μόνον επικίνδυνη, αλλά και εθνικά καταστροφική. Γιατί σε όλο το μακρύ χρονικό διάστημα από τη φετινή ΔΕΘ μέχρι εκείνη του 2021 καταδικάζεται η Ελλάδα σε κλίμα ακραίας πολιτικής πόλωσης, ρευστότητας και πλήρους απορρύθμισης σε σχέση με τα ζητούμενα των διεθνών αγορών του χρήματος. Αλλά έρχεται σε σύγκρουση και με τις δεσμεύσεις που έχουν αναληφθεί απέναντι στις Βρυξέλλες, με προσδοκία μετά το 2022 μια επόμενη συμφωνία για πιο δραστική μείωση του δημόσιου χρέους ή τον περιορισμό των προβλεπόμενων πλεονασμάτων, που κρίνονται από το σύνολο σχεδόν των οικονομικών αναλυτών αλλά και των τραπεζιτών ως απαγορευτικά για μια χώρα με τα χαρακτηριστικά της Ελλάδας.
Η κομματική λογική όμως και η εσωστρέφεια στον ΣΥΡΙΖΑ επικρατούν έναντι του δημόσιου συμφέροντος. Και οι διακηρύξεις πληθώρας παροχών, στη βάση μιας μακράς προεκλογικής περιόδου, αμέσως μετά την τυπική έξοδο από τα Μνημόνια δεν αποδομούν την αξιωματική αντιπολίτευση, που ενισχύει την αξιοπιστία της και τη διεθνή εικόνα στους χρηματοπιστωτικούς κύκλους και στα «μεγάλα σπίτια» των επενδύσεων, αλλά επιδιώκουν να μετατρέψουν την Ελλάδα σε «καμένη γη» πάνω στην «καμένη γη» για τον μέσο πολίτη που αφήνουν πίσω τους η χρεοκοπία και η δεκαετία της «μεγάλης ύφεσης».
Δημοσιεύθηκε στα Παραπολιτικά 8/9/2018