Ο όψιμος πολιτικός έρωτας των πρωθυπουργών των δύο χωρών με την πολυετή εκκρεμότητα στις σχέσεις τους, της ΠΓΔΜ και της Ελλάδας, δεν επισφραγίστηκε από το «σύμφωνο συμβίωσης» που εν χορδαίς και οργάνοις υπογράφηκε στους Ψαράδες των Πρεσπών. Αντιθέτως, θα λέγαμε ότι το αποτέλεσμα του πολυπόθητου δημοψηφίσματος -το οποίο αναγορεύεται τώρα σε «συμβουλευτικό», βάσει της παροιμίας «Οσα δεν φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια- ανέδειξε τους παράλληλους βίους Ζάεφ και Τσίπρα και τα κοινά τους σημεία στο εσωτερικό των χωρών τους. Κοινά σημεία που οδηγούν αμφοτέρους αισίως προς την έξοδο από την εξουσία. Αν θέλαμε λοιπόν να καταγράψουμε τα κοινά τους στοιχεία, θα επισημαίναμε τα εξής:

Πρώτον, και οι δύο πρωθυπουργοί, στο συγκεκριμένο ζήτημα του λεγόμενου «Μακεδονικού», έχουν αποδοκιμαστεί κατά κράτος από τους λαούς τους. Με ποσοστά που κυμαίνονται από 68% στην ΠΓΔΜ -όπως προέκυψε από το ποσοστό αποχήςέως και 72%, όπως έχουν καταγράψει οι δημοσκοπήσεις στην Ελλάδα, οι δύο λαοί είπαν ένα βροντερό «όχι» σε αυτό που πήγαινε να διαμορφωθεί. Σαφής λαϊκή αποδοκιμασία του Ζάεφ, την οποία μάλιστα σχολίασε κατ’ αυτόν τον τρόπο η γαλλική «Le Monde».

Δεύτερον, οι δύο πρωθυπουργοί κατάφεραν να φέρουν τους λαούς τους απέναντι στους Ευρωπαίους κυρίως. Διότι οι Ευρωπαίοι, προεξάρχοντος του Βερολίνου, πίεζαν με κάθε μέσο να προωθηθεί η σχετική συμφωνία, πρωτοστατώντας μάλιστα στην προπαγάνδα στα Σκόπια και εμμέσως και στη χώρα μας.

Τρίτον, εκ του τελικού αποτελέσματος του σκοπιανού δημοψηφίσματος οι δύο πρωθυπουργοί κατάφεραν να ενισχύσουν την αντιπολίτευση στο εσωτερικό της χώρας τους. Σαφέστατα βγαίνει ενισχυμένη η αντιπολίτευση στα Σκόπια και βεβαίως δικαιώνεται και η Νέα Δημοκρατία και ο πρόεδρός της, που τάχθηκαν κατά της συμφωνίας. Με άλλα λόγια, ενισχύθηκαν οι πολιτικές δυνάμεις που άκουσαν τη λαϊκή βούληση. παραπλανησαν

Τέταρτον (άλλο ένα κοινό σημείο των δύο ανδρών), τόσο στο δημοψήφισμα στη γείτονα όσο και στο περιβόητο ελληνικό δημοψήφισμα Τσίπρα και οι δύο πρωθυπουργοί επέλεξαν παραπλανητικό ερώτημα, διαφορετικό από την πραγματική ουσία για την οποία και τα δύο δημοψηφίσματα έπρεπε να διενεργηθούν.

Πέμπτον, οι λαοί και των δύο χωρών ασφαλώς και θέλουν να ανήκουν στο δυτικό στρατόπεδο, όμως δεν ανέχονται τον έντονο τρόπο παρέμβασης ξένων δυνάμεων, που τους υπαγορεύουν τι να πράξουν. Αυτό επιβεβαιώθηκε τόσο από το δημοψήφισμα στα Σκόπια όσο και από τη λαϊκή αντίδραση στη χώρα μας.

Εκτον, η αποτυχία και των δύο πρωθυπουργών, τους οποίους εμπιστεύθηκαν οι Ευρωπαίοι προκειμένου να περάσουν το σχέδιό τους για τα Σκόπια, συντελεί έτσι ώστε να βλέπουν πλέον με δυσπιστία οι ξένοι τους δύο «εκλεκτούς» τους, κυρίως διότι δεν κατόρθωσαν να πείσουν το εσωτερικό τους ακροατήριο. Με άλλα λόγια, δεν έχουν απήχηση στους λαούς τους. Είναι, δε, γνωστόν στη διεθνή πολιτική σκηνή ότι οι μεγάλες δυνάμεις σε κάτι ανάλογες περιπτώσεις «αδειάζουν» αυτούς στους οποίους κάποτε θέλησαν να στηριχθούν και περιμένουν να συνεννοηθούν με τον επόμενο.

Εβδομο κοινό σημείο των Ζάεφ και Τσίπρα είναι ότι και οι δύο ζουν με το άγχος του αριθμού των βουλευτών που θα τους στηρίξουν. Ο μεν Σκοπιανός πρωθυπουργός, που δεν πρόλαβε να γίνει και με τη βούλα «Μακεδόνας», αναζητεί βουλευτές -έντεκα τον αριθμό- που να ψηφίσουν στο κοινοβούλιο της χώρας του την κύρωση της συμφωνίας. Ο κ. Τσίπρας με μια εύθραυστη κοινοβουλευτική πλειοψηφία ζούσε με το άγχος της καταψήφισης από τους ΑΝ.ΕΛ., με κίνδυνο να χάσει τη δεδηλωμένη. Αλλά και τώρα, παρά την καθυστέρηση στο Σκοπιανό εξαιτίας του δημοσκοπικού αποτελέσματος, ζει με το άγχος της εξεύρεσης βουλευτών για την περίπτωση που καταθέσει η Νέα Δημοκρατία πρόταση δυσπιστίας ή που ο ίδιος ο πρωθυπουργός θα αποφάσιζε να ζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης της Βουλής, για να αποδείξει ότι αντέχει κοινοβουλευτικά η κυβέρνησή του.

Ογδοον, το θέμα των εκλογών απασχολεί και τους δύο. Ο μεν Ζάεφ απειλεί την αντιπολίτευσή του και γενικώς το κοινοβούλιο με εκλογές, στην περίπτωση που δεν θελήσουν οι βουλευτές να υπερψηφίσουν την κύρωση της Συμφωνίας των Πρεσπών. Ο δε Τσίπρας αναζητεί την πρόσφορη ημερομηνία. Σε κάθε περίπτωση, ο Ελληνας πρωθυπουργός επιθυμεί μια χρονική σύμπτωση τριών εκλογικών αναμετρήσεων, ευρωεκλογών, βουλευτικών και αυτοδιοικητικών, με το σκεπτικό ότι ευρωεκλογές και αυτοδιοικητικές θα απορροφήσουν τη λαϊκή δυσαρέσκεια, ώστε στις βουλευτικές να έχει όσο το δυνατόν μικρότερες απώλειες.    

Ο ελιγμός κατά της ΝΔ που μελετά το Μαξίμου      

Πολύς λόγος έχει γίνει για την πρόθεση της κυβέρνησης να κληροδοτήσει ως «προίκα» (μάλλον ως... πρόκα) στην επόμενη κυβέρνηση, που θα είναι της Νέας Δημοκρατίας, την κύρωση της Συμφωνίας των Πρεσπών, δεδομένου ότι την υπέγραψε μεν, αλλά η ελληνική κοινή γνώμη στη συντριπτική της πλειοψηφία είναι αντίθετη στο περιεχόμενό της. Αλλωστε, μετά το αποτυχημένο δημοψήφισμα των Σκοπίων, η παραπομπή της κύρωσης στις ελληνικές καλένδες αυξάνει τις πιθανότητες να χρειαστεί -ανάλογα με τις εξελίξεις βεβαίως στα Σκόπια- να χειριστεί την εκκρεμότητα μια άλλη κυβέρνηση.

Κατά την κυβερνητική λογική, η μετάθεση της κύρωσης στην κυβερνητική ευθύνη της ΝΔ, δηλαδή μετά τις εκλογές, της συμφωνίας που ο κ. Τσίπρας υπέγραψε με τον Ζάεφ στις Πρέσπες θα έφερνε σε δυσχερή θέση τη Ν.Δ., διότι:

(α) Θα αναλάμβανε το βάρος της κύρωσης άλλη κυβέρνηση και θα απαλλασσόταν ο ΣΥΡΙΖΑ από την εφαρμογή της συμφωνίας, καίτοι την υπέγραψε, έτσι ώστε να μην έλθει απέναντι στη συντριπτική πλειοψηφία της κοινής γνώμης, που είναι κατά της συμφωνίας αυτής.

(β) Θα έφερνε αντιμέτωπη τη Νέα Δημοκρατία με τα συμφέροντα των συμμάχων της χώρας και μάλιστα σε μια κρίσιμη περίοδο, κατά την οποία, σύμφωνα με την άποψη Ευρωπαίων και Αμερικανών, η ένταξη των Σκοπίων στο ΝΑΤΟ, μετά την οριστική επίλυση της ονομασίας και τη συνταγματική αλλαγή στα Σκόπια, θα εξασφάλιζε συνθήκες σταθερότητας στην περιοχή.

Ομως η ιστορία των τελευταίων ετών περί το «Μακεδονικό» κάθε άλλο παρά αποκάλυψε ότι ο διεθνής παράγοντας και οι ΗΠΑ «έκαναν δύσκολη» τελικώς τη ζωή όσων αντιτάχθηκαν σε μια λύση του ονόματος και μάλιστα με τον τρόπο που ο διεθνής παράγοντας θα ήθελε. Αν πάρουμε τα πράγματα από την αρχή, δηλαδή από τότε που εγέρθηκε εμφατικά το θέμα, την περίοδο της κυβέρνησης του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, διαπιστώνουμε ότι ο τότε πρωθυπουργός ασφαλώς και έψαχνε τρόπο να βρεθεί μια λύση στην ονομασία, ώστε να ικανοποιούνταν και ο διεθνής παράγοντας και, βεβαίως, οι ΗΠΑ. Παρ’ όλα αυτά, δεν το κατάφερε, καθώς υπήρξε η αντίδραση του υπουργού του των Εξωτερικών, Αντώνη Σαμαρά, με τις πολιτικές συνέπειες, στο εσωτερικό, που ακολούθησαν. Επομένως, την εποχή εκείνη το εμπόδιο ήταν ο Αντώνης Σαμαράς. Ομως, αν και μπορεί να έπνεαν μένεα εναντίον του οι ξένοι, ούτε τον υπονόμευσαν, ώστε να μην μπορεί να φτιάξει κόμμα και να μπει μάλιστα και στη Βουλή, ούτε χρόνια μετά, όταν ήλθε η σειρά του να γίνει πρωθυπουργός, τορπίλισαν την εξέλιξη αυτή.

Ανεφύη και πάλι το ζήτημα -που, αν δεν τελούσε εν υπνώσει, ήταν αντικείμενο συνεχών διαπραγματεύσεων με τον διαμεσολαβητή Μάθιου Νίμιτς- την περίοδο της κυβέρνησης του Κώστα Καραμανλή, με ιδιαίτερη πίεση της τότε κυβέρνησης Μπους για ένταξη των Σκοπίων στο ΝΑΤΟ. Τα αποτελέσματα της Συνόδου του Βουκουρεστίου, με την αποτυχία της ένταξης της γειτονικής χώρας στην Ατλαντική Συμμαχία, είναι γνωστά. Τον Κώστα Καραμανλή δεν τον υπονόμευσαν επειδή αντέδρασε στην ένταξη των Σκοπίων.

Η προσπάθεια ενεργειακής συνεργασίας με τη Ρωσία ήταν αυτή που προκάλεσε αμερικανικές αντιδράσεις. Τώρα διατυπώνονται εκτιμήσεις ότι θα βρεθεί απέναντι στη Δύση ο Κ. Μητσοτάκης, αν ως κυβέρνηση δεν κυρώσει αυτός τη Συμφωνία των Πρεσπών, στην περίπτωση που είναι η δική του σειρά να δώσει τέλος στο χρονίζον πρόβλημα. Ο ίδιος έχει καθαρά δηλώσει ότι δεν πρόκειται να προωθήσει τη συγκεκριμένη συμφωνία Τσίπρα-Ζάεφ. Γιατί η ιστορία των προηγούμενων ετών θα αλλάξει ρότα; Και θα υπονομευθεί έξωθεν ο Μητσοτάκης; Γιατί να σταθεί εχθρικά η Ουάσινγκτον σε έναν αμερικανοσπουδαγμένο πολιτικό, ο οποίος μάλιστα έχει εργαστεί, πριν μπει στην πολιτική, σε αμερικανικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, αναγνωρίζει τον ηγετικό ρόλο των ΗΠΑ και θέλει τη συμμαχία τους.

Δημοσιεύθηκε στα Παραπολιτικά 6/10/2018