Σπυράκη: Βλέπουμε το θέατρο του παραλόγου στη Συμφωνία των Πρεσπών
«Θεωρούν ότι μπορούν να είναι μαζί όταν πρόκειται για τη νομή της εξουσίας και χώρια όταν πρόκειται για κεντρικές πολιτικές επιλογές», σημειώνει η εκπρόσωπος Τύπου της Ν.Δ.
Δριμεία κριτική στην κυβέρνηση εξαπέλυσε η εκπρόσωπος Τύπου της Νέας Δημοκρατίας, Μαρία Σπυράκη, για τη Συμφωνία των Πρεσπών και τη στάση των δύο κυβερνητικών εταίρων.
Ειδικότερα, η κ. Σπυράκη επισήμανε πως «το θέατρο του παραλόγου που βλέπουμε να εξελίσσεται ανάμεσα στους δύο κυβερνητικούς συνεταίρους, που θεωρούν ότι μπορούν να είναι μαζί όταν πρόκειται για τη νομή της εξουσίας και χώρια όταν πρόκειται για κεντρικές πολιτικές επιλογές, όπως είναι η περίπτωση της συμφωνίας των Πρεσπών, θα τελειώσει. Ο κόσμος ξέρει ότι πρόκειται περί ενός θεάτρου. Η κυβέρνηση θα επιχειρήσει να αλιεύσει άλλους βουλευτές, ορισμένους που ήδη έχουν εκδηλωθεί και από την πλευρά των ΑΝΕΛ και από την πλευρά άλλων κομμάτων ή ανεξάρτητους, προκειμένου να δημιουργήσει μια νέα πλειοψηφία».
Μάλιστα, η κ. Σπυράκη πρόσθεσε ότι «τα πολιτικά καύσιμα αυτής της κυβέρνησης έχουν εξαντληθεί και αυτό αναμένεται να επιβεβαιωθεί πάρα πολύ γρήγορα. Τα πολιτικά καύσιμα αυτής της κυβέρνησης εξαντλούνται γιατί υπάρχουν εξελίξεις σε ένα περιβάλλον δυσμενέστατο για την Ελλάδα διεθνώς. Είδατε σήμερα το δημοσίευμα της Handelsblatt που λέει ότι το πρόβλημα στην πρόσβαση στο δανεισμό δεν προκύπτει μόνο λόγω Ιταλίας, αλλά κυρίως λόγω του γεγονόςτος ότι η κυβέρνηση συμπεριφέρεται σαν να είναι σε προεκλογική περίοδο και δεν θυμάται ότι πρέπει να διατηρήσει σταθερά το τιμόνι. Έχουμε από πολύ νωρίς πει ότι η περικοπή των συντάξεων ήταν αχρείαστη. Εμείς καταψηφίσαμε την περικοπή των συντάξεων, αλλά επιμένουμε και στο πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων, επιμένουμε και στην αποπληρωμή των χρεών του Δημοσίου, αντί όλα αυτά να γίνονται επιδόματα μιας χρήσης. Και γιατί αυτή η κυβέρνηση επίσης βυθίζεται μέσα σε σκάνδαλα, βαριά και υπαρκτά».
Για το αν θα εξαντλήσει η κυβέρνηση την τετραετία, η κ. Σπυράκη σημείωσε: «Όσο περνάει ο χρόνος, τόσο περισσότερο η χώρα μας βυθίζεται και οι πολίτες βλάπτονται. Πλέον η χώρα οδηγείται προς τα κάτω. Θέλω να επιμείνω σε τρία παραδείγματα:
Πρώτον, ΔΕΠΑ. Το στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ που ήταν επικεφαλής των λιπασμάτων στην Καβάλα, έγινε επικεφαλής της ΔΕΠΑ και φρόντισε να δινει φυσικό αέριο στην εταιρία που προηγουμένως δούλευε με μεταχρονολογημένες επιταγές, αντί να παίρνει προκαταβολή -όπως ορίζεται από το νόμο- τα χρήματα προκειμένου να δώσει το καύσιμο. Και αυτό δεν το ήλεγξε κανείς. Το ερώτημα είναι γιατί δεν ελέγχθηκε το στέλεχος της ΔΕΠΑ που έκανε αυτή τη δουλειά, και πλέον ασκήθηκε δίωξη.
Δεύτερον, Σταθμός Εμπορευματοκιβωτίων στο Θριάσιο. Μετά την κατακύρωση του έργου και την ολοκλήρωση του διαγωνισμού, μειώθηκε το τίμημα που έπρεπε να καταβάλλει -η προκαταβολή, για να είμαι ακριβής- ο παραχωρησιούχος στο μισό. Και αντιθέτως υπετριπλασιάστηκε η έκταση που δικαιούται να καλύψει, να χτίσει στο Θριάσιο. Μετά τη σύμβαση. Άλλαξαν οι όροι της υλοποίησης της συμφωνίας μετά τη σύμβαση.
Τρίτον, Αεροδρόμιο Ελ. Βενιζέλος. Με τι τίμημα πήγαν να το παραχωρήσουν; Και αν δεν σηκώνονταν και οι πέτρες στις Βρυξέλλες και αν δεν έστελνε η Κομισιόν ραπόρτο που να έλεγε μαζευτείτε, θα πήγαιναν να το πουλήσουν νύχτα έναντι πινακίου φακής.
Είναι λοιπόν τρεις υποθέσεις με στοιχεία και αριθμούς, δεν είναι απλά μια αόριστη συζήτηση».
Παράλληλα, σχολίασε πως «αν δεν πάει σε εκλογές, κάνει τεράστιο κακό στη χώρα και θα είναι υπόλογος. Ήδη κάνει τεράστιο κακό στη χώρα. Το πρόγραμμα ολοκληρώθηκε μόνο στο ένα σκέλος του, στο ό,τι δεν έχουμε εξασφαλισμένα δανεικά. Και σε καμία περίπτωση στο σκέλος της πρόσβασης στις αγορές».
Σε ό, τι αφορά την οικονομία, σχολίασε: «Αφ’ ενός οι ληξιπρόθεσμες οφειλές του Δημοσίου είναι αυτές που στην πραγματικότητα έχουν στραγγίσει την αγορά και δεν επιτρέπουν στον ιδιωτικό τομέα ούτε να αποπληρώσει τις δικές του οφειλές ούτε να προσλάβει έναν άνθρωπο. Αφ’ ετέρου, το “πουγκί” στο οποίο αναφέρεστε, το γνωστό cash buffer, έχει να κάνει με τη δυνατότητα να μην μπούμε σε διαδικασία κινδύνου για την αποπληρωμή του χρέους. Όμως η πρόσβαση στις αγορές είναι απαραίτητη για να μπορέσει η Ελλάδα να αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη».