Σημίτης:Η Ελλάδα θα προσφύγει στο Μηχανισμό Σταθερότητας για δανεισμό
Τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα θα οδηγήσουν σε χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης
Τις αμφιβολίες του για την «απαλλαγμένη από τις δεσμεύσεις» πορεία της χώρας στη μεταμνημονιακή εποχή, εκφράζει ο πρώην πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης σε συνέντευξη του στην εφημερίδα «Βήμα της Κυριακής». Χαρακτηρίζει «μη ρεαλιστικούς» τους οικονομικούς στόχους, εκτιμώντας ότι τα «υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα θα οδηγήσουν σε χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης» και κατ΄ επέκταση σε «νέο δανεισμό από την ΕΕ». Για την σημερινή κατάσταση που παρουσιάζει η ΕΕ παρατηρεί ότι απαιτείται η «διαμόρφωση μιας κοινής ευρωπαϊκής πολιτικής και όχι η «επανάκτηση της χαμένης αυτονομίας κάθε χώρα της».
Σαφής είναι και η τοποθέτηση του για το ΚΙΝΑΛ το οποίο θεωρεί «αναγκαίο» πολιτικό κίνημα στη σημερινή συγκυρία της έντονης διαμάχης μεταξύ των δύο κυρίαρχων αντιπάλων κομμάτων. «Είναι ικανό να διαιτητεύσει, συμβάλλοντας στη σύγκλιση λύσεων», σημειώνει ο πρώην πρωθυπουργός προσθέτοντας πως «από τη συνεργασία των κοινωνικών ομάδων που θα συσπειρώσει θα δημιουργηθούν οι συνθήκες που θα προωθήσουν τον δημοκρατικό σοσιαλισμό».
Σε ό,τι αφορά την επίκαιρη σκανδαλολογία στην πολιτική ζωή λέι ότι «η διαφθορά είναι ένα κοινωνικό φαινόμενο» και αρνείται κάθε ευθύνη για τις υποθέσεις επί πρωθυπουργίας του. Τονίζει ότι «πολιτική ευθύνη δεν υπάρχει», αντιπαρατάσσοντας ότι «θα υπήρχε εάν είχαν γίνει γνωστές παρανομίες και δεν τους έδωσα καμία συνέχεια». «Κατά τη διάρκεια της πρωθυπουργίας μου, δεν υπήρξε οποιαδήποτε πληροφόρηση ή στοιχείο για την ύπαρξη παράνομων δραστηριοτήτων», προσθέτει.
Ειδικότερα επί του θέματος, ο πρώην πρωθυπουργός αναγνωρίζει πως «όσον αφορά το ΠΑΣΟΚ, πράγματι στελέχη μας, αδιαφορώντας για τις υποχρεώσεις τους απέναντι στο κοινωνικό σύνολο, εκμεταλλεύτηκαν κατά ανεπίτρεπτο τρόπο τις θέσεις τους για προσωπικό όφελος». Ωστόσο υποστηρίζει ότι δεν φέρει καμία προσωπική ευθύνη καθώς τα πρόσωπα που επέλεξε να τον στελεχώσουν «δεν ήταν άγνωστα αλλά αναγνωρισμένα στελέχη του κόμματος». Για τη συνεργασία του με τους υπουργούς ως προς την υλοποίηση του κυβερνητικού έργου επισημαίνει ότι η πρακτική του ήταν να απαιτεί «συνεχή ενημέρωση και προτάσεις» για τα θέματα αρμοδιότητας τους όπου με το γνωστό «μπλοκάκι», παρακολουθούσε την πορεία εκτέλεσης των αποφάσεων. Δηλώνει ότι και σήμερα θα λειτουργούσε με τον ίδιο τρόπο, τονίζοντας ότι «ο πρωθυπουργός εξασφαλίζει την ενότητα της κυβέρνησης και κατευθύνει τις ενέργειες της».
Αντίθετα ο κ Σημίτης, δεν θεωρεί επιτυχημένη την εικόνα του σημερινού πρωθυπουργού και το «επίπεδο εμπιστοσύνης» που έχει πετύχει με την κοινωνία, για την πορεία ανασυγκρότησης της χώρας. «Η συνεργασία της κοινωνίας με την κυβέρνηση και η απαραίτητη εμπιστοσύνη (προϋποθέσεις για την ανάπτυξη)» σημειώνει, «βρίσκονται σε ιδιαίτερα χαμηλό επίπεδο στη χώρα μας». Παρατηρεί ότι η ανάπτυξη έχει πρώτη προτεραιότητα και ότι μέσω αυτής θα επιτευχθεί η μείωση του χρέους. Προτείνει μείωση του πλεονάσματος στο 1,5% έως το 2029 και στο 1% έως το 2059 (αντί του 3,5% και 2,9%), ώστε το υπόλοιπο (πλεόνασμα) να χρησιμοποιηθεί για επενδύσεις με μοχλό τις δημόσιες οι οποίες θα επιτρέψουν την αύξηση και των ιδιωτικών που σήμερα δεν πραγματοποιούνται λόγω έλλειψης ρευστού.
Επίσης ο κ Σημίτης αντιπαρέρχεται της κυβερνητικής θέσης, περί «νέου καθεστώτος χωρίς δεσμεύσεις» εκτιμώντας ότι θα επιβληθούν νέοι όροι στην οικονομική πολιτική, όταν η χώρα προσφύγει στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας καθώς θεωρεί το πλεόνασμα του 2018 «αμφιβόλου ύπαρξης λόγω μη καταβολής των εσωτερικών υποχρεώσεων».
Αναφορικά με το μέλλον της Ευρώπης και τις αντίρροπες δυνάμεις που παρουσιάζει ο κ, Σημίτης επισημαίνει ότι η ευρωπαϊκή ενοποίηση είναι συναρτημένη με την παγκοσμιοποίηση η οποία όσο προχωρά υπό την πίεση των οικονομικών και τεχνολογικών εξελίξεων καθιστά όλο και περισσότερο επιτακτική την ανάγκη των ευρωπαϊκών συνεργασιών, π.χ. τη δημιουργία της ευρωπαϊκής τράπεζας. Επισημαίνει ότι το σημερινό πρόβλημα της προκύπτει από το γεγονός ότι η ΕΕ δεν έχει ακόμη διαμορφώσει μια συνολική πολιτική οικονομικής διακυβέρνησης έναν νέο τρόπο αντιμετώπισης των ανισοτήτων μεταξύ του ανεπτυγμένου κεντρικού πυρήνα και της λιγότερης ανεπτυγμένης περιφέρειας. Υπογραμμίζει ότι το σύμπλεγμα που συνιστά σήμερα η ΕΕ απαιτεί τη διαμόρφωση μιας κοινής πολιτικής που να ταιριάζει στις σύγχρονες συνθήκες υπέρβασης των συνόρων και να ανταποκρίνεται ταυτόχρονα στις ιδιαιτερότητες των πληθυσμών της.