Ο Τσίπρας «παίζει τα ρέστα του» με το ταξίδι του στην Τουρκία;
Η επίσκεψη του Έλληνα πρωθυπουργού στη γειτονική χώρα στις 5 Φεβρουαρίου έρχεται σε μια στιγμή που αρκετά μέτωπα είναι ανοιχτά στις ελληνοτουρκικές σχέσεις
Για την Τρίτη 05 Φεβρουαρίου έχει ορισθεί το ταξίδι του Έλληνα πρωθυπουργού στην Τουρκία. Ο Αλέξης Τσίπρας πηγαίνει στην Άγκυρα σε μια ιδιαίτερα «καλή στιγμή» για τις δυο χώρες αφού το τελευταίο όλα πηγαίνουν όπως τα... θελει η Άγκυρα. Η ελληνική κυβέρνηση είναι απαλλαγμένη πλέον από το βάρος του Πάνου Καμμένου, γνωστού για τη συχνά επιθετική έως και αμετροεπή ρητορική του απέναντι στην Τουρκία, ενώ και με την ολοκλήρωση της κύρωσης της Συμφωνίας των Πρεσπών, τη σημασία της οποίας αναγνώρισε και η Τουρκία, δίνει επιπλέον το μήνυμα ότι η ελληνική κυβέρνηση είναι ανοιχτή σε διάλογο και έτοιμη και για τους αναγκαίους συμβιβασμούς ακόμη και σε σύγκρουση με τις διαθέσεις της ελληνικής «κοινής γνώμης».
Ωστόσο, αυτό δεν αναιρεί ότι ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία εξακολουθούν να υπάρχουν ανοιχτά τα ζητήματα.
Οι τουρκικές αξιώσεις είναι πάντα εδώ
Η συμπλήρωση 23 ετών από την κρίση των Ιμίων ήρθε να θυμίσει ότι η Τουρκία παραμένει μια δύναμη «αναθεωρητική» ως προς το πώς βλέπει τα ζητήματα των ελληνοτουρκικών σχέσεων.
Είναι, δηλαδή, μια δύναμη που επιμένει ότι τόσο οι διεθνείς συμφωνίες που ορίζουν το καθεστώς του Αιγαίου και της Δωδεκανήσου όσο και το Δίκαιο της Θάλασσας, όπως ισχύει σήμερα, συμπεριλαμβανομένων των προβλέψεών του για την υφαλοκρηπίδα και τις ΑΟΖ, δεν ισχύει στην περίπτωση του Αιγαίου και ευρύτερα της Νοτιοανατολικής Μεσογείου.
Αυτό έχει αποτυπωθεί μια σειρά από πάγιες τουρκικές θέσεις, που αφορούν την αντιμετώπιση οποιασδήποτε επέκτασης των ελληνικών χωρικών υδάτων στ 12 ναυτικά μίλια ως αιτίας πολέμου (casus belli), την αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας πάνω σε ένα σημαντικό βαθμό βραχονησίδων (η θεωρία των «γκρίζων ζωνών») και φυσικά μια ερμηνεία του Δικαίου τη Θάλασσας για την υφαλοκρηπίδα και τις ΑΟΖ που αρνείται την αυτοτελή υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ των νησιών σε αντίθεση με ό,τι πρεσβεύουν όλες οι υπόλοιπες χώρες.
Όλα αυτά επανέρχονται διαρκώς είτε με δηλώσεις, είτε με την πάγια πρακτική των παραβάσεων, παραβιάσεων και ενίοτε υπερπτήσεων στο Αιγαίο, αλλά και με τη διεκδίκηση του δικαιώματος έρευνας για υδρογονάνθρακες σε περιοχές που ανήκουν είτε στην κηρυγμένη και αναγνωρισμένη ΑΟΖ της Κυπριακής Δημοκρατίας είτε στη δυνάμει ελληνική ΑΟΖ.
Σε αυτό το πλαίσιο, η τουρκική κυβέρνηση επανέρχεται διαρκώς σε αυτά τα ζητήματα, είτε με ρητορικές εξάρσεις περί της «γαλάζιας πατρίδας», είτε με διάφορους χάρτες που διατυπώνουν την τουρκική ερμηνεία περί της χάραξης της ΑΟΖ, είτε με τη διαρκή έκδοση NAVTEX είτε για στρατιωτικές ασκήσεις είτε για σεισμικές έρευνες που περιλαμβάνουν μεγάλα τμήματα της Κυπριακής ΑΟΖ ή της ελληνικής υφαλοκρηπίδας.
Όλα αυτά δεν είναι άσχετα με το μεγάλο ενδιαφέρον που έχει δημιουργήσει η διαπίστωση μεγάλων κοιτασμάτων εκμεταλλεύσιμου φυσικού αερίου στην Νοτιοανατολική Μεσόγειο, αλλά και την αίσθηση που έχει η Άγκυρα ότι διαμορφώνεται ένα ανταγωνιστικός πόλος σε σχέση με τα ενεργειακά της περιοχής μέσα από τη συγκρότηση του Φόρουμ για το Φυσικό Αέριο στην Ανατολική Μεσόγειο στο οποίο συμμετέχουν Αίγυπτος, Ελλάδα, Ιταλία, Ιορδανία, Παλαιστινιακή Αρχή, Ισραήλ και Κύπρος, αλλά και τα σχέδια για την κατασκευή ενός μεγάλου αγωγού που θα μπορούσε να αποτελέσει το μεγάλο άνοιγμα αυτών των κοιτασμάτων προς τις διεθνείς αγορές.
Ούτε ήταν τυχαία η έντονη τουρκική αντίδραση σε όσα ειπώθηκαν κατά τη διάρκεια της συνόδου κορυφή των ευρωπαϊκών χωρών του Νότου στη Λευκωσία, με το Τουρκικό ΥΠΕΞ να χαρακτηρίζει «μη εποικοδομητική» τη στάση ορισμένων ευρωπαϊκών χωρών.
Παράλληλα, η Τουρκία επιμένει να αναδεικνύει θέματα που για αυτήν έχουν ξεχωριστή προτεραιότητα. Αυτό φαίνεται στον τρόπο που αντιμετωπίζει το ζήτημα με τους 8 Τούρκους Αξιωματικούς που έχουν ζητήσει άσυλο στην Ελλάδα. Η Τουρκία, όπως φάνηκε και από τον τρόπο που αντιμετώπισε και τις αμερικανικές πιέσεις σχετικά με την περίπτωση του αμερικανού πάστορα Μπράνσον, αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στο εάν και σε ποιο βαθμό οι άλλες χώρες αναγνωρίζουν τις ευαισθησίες της σε σχέση με το πραξικόπημα του 2016, το οποίο αποδίδεται μεν στην εικαζόμενη συνωμοσία των υποστηρικτών του Φετουλάχ Γκιουλέν, αλλά η τουρκική κυβέρνηση εκτιμά ότι είχε και δυτική στήριξη.
Όλα αυτά έχουν να κάνουν με μια βασική παράμετρο που πάντοτε επηρεάζει την τουρκική εξωτερική πολιτική. Η Τουρκία, παρ’ όλα τα κατά καιρούς εσωτερικά οικονομικά και πολιτικά προβλήματά της, είναι μια μεγάλη χώρα, με ένοπλες δυνάμεις που είναι οι δεύτερες σε όγκο στο ΝΑΤΟ, με σημαντικό οικονομικό και κοινωνικό δυναμισμό. Αυτό μεταφράζεται σε μια σαφή διεκδίκηση αυτό να μεταφραστεί και σε πραγματική προβολή ισχύος και στην ευρύτερη περιοχή. Αυτό εξηγεί και την αντιπαλότητα προς σχεδιασμούς που θεωρούν οι τουρκικές ελίτ, ιδίως αυτές που πρόσκεινται στον Ερντογάν και το AKP, ότι ουσιαστικά αδικούν ή αφήνουν την Τουρκία από έξω.
Οι αντιφάσεις της τουρκικής πολιτικής
Την ίδια ώρα η Τουρκία βρίσκεται σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι και στο εσωτερικό και στο εξωτερικό.
Ως προς το εσωτερικό δεν πρέπει να υποτιμήσουμε το μέγεθος των εκκαθαρίσεων που έχουν γίνει στο εσωτερικό των κρατικών μηχανισμών. Οι χιλιάδες αξιωματούχοι που έχουν συλληφθεί ή απομακρυνθεί από τη θέση τους αποδεικνύει ότι το ρήγμα στο εσωτερικό του κράτους ήταν αρκετά βαθύ. Αυτό αφορά σε μεγάλο βαθμό τις ένοπλες δυνάμεις που έχουν χάσει και σημαντικό αριθμό έμπειρων και υψηλόβαθμων στελεχών.
Ούτε πρέπει να υποτιμήσουμε τα επανερχόμενα προβλήματα της τουρκικής οικονομίας και τις σημαντικές στρεβλώσεις ενός «αναπτυξιακού μοντέλου» που είναι ταυτόχρονα ιδιαίτερα δυναμικό αλλά και πολύ ευάλωτο σε ενδεχόμενο «φουσκών» και σε επηρεασμό από αρνητικές μεταβολές της διεθνούς συγκυρίας.
Όμως, οι μεγαλύτερες αντιφάσεις της Τουρκίας αφορούν την εμπλοκή της στη συριακή κρίση, που άλλωστε ήταν και το πεδίο στο οποίο βρέθηκε και στη μεγαλύτερη απόσταση από την αμερικανική εξωτερική πολιτική, ιδίως από τη στιγμή που οι ΗΠΑ επέλεξαν να στηριχτούν στις κουρδικές ένοπλες ομάδες.
Η ανακοίνωση για την αποχώρηση των αμερικανικών στρατιωτικών δυνάμεων από τη Συρία, που μένει να δούμε με ποιο ρυθμό θα προωθηθεί, φάνηκε να δίνει ένα περιθώριο στην Τουρκία να αποκτήσει μεγαλύτερη παρουσία στην Συρία και να αντιμετωπίσει αυτό που ορίζει ως κίνδυνο από τους Κούρδους, όμως τόσο οι ΗΠΑ όσο και η Ρωσία δεν φαίνεται να δίνουν ακόμη την πλήρη συναίνεσή τους στους τουρκικούς σχεδιασμούς.
Η Ρωσία δεν αποδέχεται ακόμη την τουρκική πρόταση για μια «ασφαλή ζώνη» εντός της Συρίας, ενώ επιμένει στην ανάγκη να επεκταθεί η κυριαρχία και η αρμοδιότητα της κυβέρνησης της Δαμασκού, την ώρα που οι ΗΠΑ δεν είναι διατεθειμένες ακόμη να δώσουν ένα πλήρως πράσινο φως στην ανεξάρτητη δράση των τουρκικών ένοπλων δυνάμεων εντός συριακού εδάφους και δη στα αστικά κέντρα με κουρδική πλειοψηφία.
Όλα αυτά σημαίνουν ότι η Τουρκία στην πραγματικότητα και ανεξαρτήτως ρητορικής έχει περισσότερους μπελάδες στα ανατολικά της παρά στο Αιγαίο. Ούτε είναι τυχαία ότι συχνά ως προς το Αιγαίο η τουρκική πλευρά έχει διατυπώσει το φόβο της για ενδεχόμενο θερμό επεισόδιο που θα είχε το χαρακτήρα προβοκάτσιας, πιθανώς ενορχηστρωμένης από δυνάμεις που θα ήθελαν να της ασκήσουν πίεση σε σχέση με τις συνολικότερες ισορροπίες, κύρια σε σχέση με την τελική έκβαση της συριακής κρίσης.
Επίσκεψη Τσίπρα: συμβολική χειρονομία ή πραγματική συζήτηση;
Σε αυτό το φόντο, μένει να δούμε εάν η επίσκεψη Τσίπρα έχει περισσότερο το χαρακτήρα μιας συμβολικής χειρονομίας που να προσπαθεί να διαμορφώσει ένα καλύτερο κλίμα ή εάν θα είναι μια προσπάθεια να ανοίξει μια ουσιαστικότερη συζήτηση πάνω σε όλα τα ανοιχτά θέματα που υπάρχουν στις ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Ας μην ξεχνάμε ότι παρότι κατά καιρούς επανέρχεται ως πειρασμός στο χειρισμό των ελληνοτουρκικών σχέσεων η προσπάθεια να οικοδομήσει η Ελλάδα προνομιακές σχέσεις με χώρες που ανταγωνίζονται πλευρές της τουρκικής πολιτικής, πειρασμός που μπορεί να οδηγήσει στην υποτίμηση των σχέσεων με χώρες που μπορούν να ασκήσουν πίεση στην Τουρκία, εντούτοις ο απευθείας διάλογος ανάμεσα σε δύο χώρες που δεν μπορούν παρά να συνυπάρχουν παραμένει αναντικατάστατος.
Μόνο που μια πραγματική συζήτηση δεν θα είναι εύκολη, εάν δούμε τον τρόπο με τον οποίο η Τουρκία επιλέγει να ανοίξει το σύνολο των ζητημάτων και δεν μετατοπίζεται εύκολα από πάγιες θέσεις.
Μια τέτοια συζήτηση απαιτεί και από την ελληνική πλευρά προετοιμασία, σαφή εκτίμηση του συσχετισμού και των δεδομένων, σαφή χάραξη «κόκκινων γραμμών» και προφανώς αποφυγή οποιασδήποτε «επικοινωνιακής» αντιμετώπισης. Πηγή: in.gr