Ολοκληρωτική υπεροχή Μητσοτάκη σε όλα τα επίπεδα
Για πρώτη φορά στα χρόνια της Μεταπολίτευσης οι πολίτες δηλώνουν στις δημοσκοπήσεις ότι εμπιστεύονται περισσότερο τον πρόεδρο της αξιωματικής αντιπολίτευσης σε θέματα οικονομίας και ασφάλειας
Αδειάζει το «σακούλι» του ΣΥΡΙΖΑ και γεμίζει της Νέας ∆ημοκρατίας. Με τη λαϊκή αυτή έκφραση θα μπο-ρούσε να ερμηνευ-θούν οι τάσεις που αποκρυσταλ-λώνονται στην ελληνική κοινωνία, όπως προκύπτουν από τις έρευνες του τελευταίου πενταμήνου. Τά-σεις που δεν έχουν να κάνουν με την πρόθεση ψήφου και τα ποσο-στά της - για τα οποία πολλές φορές έχουν πέσει έξω και οι δημοσκοπήσεις αλλά και τα exit polls. Αλλά με συνήθως λιγότερο αξιοποιήσιμα για πρόβλεψη στοιχεία των ερευ-νών, που δεν εντυπωσιάζουν όσο η προβλεπόμενη διαφορά μεταξύ των δύο κομμάτων ή το ποσοστό που αυτά θα πετύχουν στις εκλογές.
Όμως, τα στοιχεία αυτά αποτελούν αδιάψευστο μάρτυρα των τάσεων που επικρατούν και σε πολύ μεγάλο ποσοστό προδιαθέτουν για το τι λαμβάνει υπ’ όψιν του ο ψηφοφόρος, σε μεγάλο βαθμό, πριν ρίξει την ψήφο του. Ένα σημαντικό και μη κατάλληλα αξιοποιήσιμο στοιχείο ως προς την αξιολόγησή του, που δείχνει την υπεροχή Μητσοτάκη έναντι του πρωθυπουργού και απαντά-ται για πρώτη φορά στα χρόνια της Μεταπολίτευσης, είναι και το εξής: στο παρελθόν και στις ερωτήσεις είτε για την καταλληλότητα για την πρωθυπουργία των δύο βασικών αρχηγών που διεκδικούσαν τη διακυβέρνηση, είτε για την καταλληλότητά τους στην αντιμετώπιση συγκεκριμένων προβλημάτων, οι-κονομικών και κοινωνικών, συνήθως οι πολίτες εκδήλωναν την επιφυλακτικότητά τους έναντι γενικώς του πολιτικού συστήματος, αναδεικνύοντας τον «κανένα» ως... καταλ-ληλότερο. Σε όλες όμως τις έρευνες του τελευταίου πενταμήνου, όταν τίθεται ανάλογη ερώτηση, εμφανίζεται ο «κανένας» να καταλαμβάνει τη... δεύτερη θέση! Και να τον περνάει ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Μάλιστα, σε σχετική έρευνα της Rass, ο Κυριάκος Μητσοτάκης προηγείται του «κανένας» κατά 15 ποσοστιαίες μονάδες. Ενδιαφέρον επίσης στοιχείο προς αξιολόγηση είναι και το εύρημα ότι ο κ. Μητσοτάκης σε ένα οικονομικό ζήτημα, που καίει πράγματι τον κόσμο, όπως είναι η φορολογία, στο ερώτημα ποιος είναι ο καταλληλότερος για μείωση των φόρων (έρευνα Pulse), δεν προηγείται μόνο του κ. Τσίπρα κατά 16 ποσοστιαίες μονάδες, αλλά και του «κανένα» κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες. Το εύρημα αυτό έχει τη σημασία του για δύο βασικούς λόγους: Πρώτον, διότι δίδεται πολύ μεγάλο βάρος στο συγκεκριμένο ζήτημα από την εξουθενωμένη κοινωνία. 80% των ερωτηθέντων ζητεί τη μείωση της φορολογίας. ∆εύτερον, διότι τόσο η Ν.∆. όσο και ο αρχηγός της είναι μονίμως στο στόχαστρο της κυβερνητικής προπαγάνδας και των ΜΜΕ που την υποστηρίζουν, για το ότι είναι οπαδοί νεοφιλελεύθερων, «θατσερικών» πολιτικών κοινωνικής αναλγησίας. Πράγμα που, όπως δείχνουν οι έρευνες, δεν υιοθετούν οι πολίτες.
Ο ΜΥΘΟΣ
Ένα δεύτερο σημαντικό στοιχείο, συναφές προς το αναφερθέν της φορολογίας, αφορά την οικονομία στο σύνολό της. Όπου κι εκεί προκύπτει ότι υπερτερεί ο κ. Μητσοτάκης. Αυτό συνάγεται από το γεγονός ότι σε όλες τις έρευνες οι πολίτες δείχνουν να συμμερίζονται τη ρητορική της Ν.∆. και του αρχηγού της, ότι είναι παραμύθι τόσο η απεμπλοκή από τα Μνημόνια -λόγω των δεσμεύσεων που έχει αναλάβει ο κ. Τσίπρας- όσο και τα δήθεν θετικά αποτελέσματα από τον τερματισμό των Μνημονίων επί της πραγματικής οικονομίας και των οικονομικών των ελληνικών νοικοκυριών. Σε έρευνα της Opinion Poll, το 84,25% (!) απαντά ότι δεν έχουμε απεμπλακεί από τα Μνημόνια, ενώ ένα 70% υποστηρίζει ότι, παρά την πολυδιαφημιζόμενη έξοδο από αυτά, θα χειροτερεύσουν οι οικονομικές συνθήκες.
Στην έρευνα δε της Pulse, που είχε διενεργηθεί για λογαριασμό του ΕΒΕΑ, το 69% θεωρούσε ότι δεν θα υπάρξει βελτίωση των οικονομικών του μετά τα Μνημόνια. Τα ευρήματα αυτά, όσον αφορά τις θέσεις της κοινής γνώμης για το πού βαδίζει η ελληνική οικονομία επί των ημερών του ΣΥΡΙΖΑ, θα πρέπει να τα συνδυάσουμε με τη θέση της Νέας ∆ημοκρατίας και του αρχηγού της ότι δεν υπάρχει ανάπτυξη, καθώς και ότι δεν γίνονται επενδύσεις προκειμένου να επιτευχθεί η ανάπτυξη αυτή. Από τα ευρήματα, λοιπόν, προκύπτει ότι σε σύγκριση με αυτά που λένε η κυβέρνηση και ο κ. Τσίπρας, η κοινή γνώμη συμμερίζεται τις θέσεις του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Πράγματι, από την ίδια έρευνα, που είχε διενεργηθεί για λογαριασμό του ΕΒΕΑ, προέκυψε ότι το 66% έκανε αρνητική αξιολόγηση της κυβέρνησης όσον αφορά στην προσέλκυση επενδύσεων, ενώ το 52% πιστεύει ότι το (σ.σ.: εικονικό) τέλος των Μνημονίων δεν διευκολύνει την προσέλκυση ξένων επενδύσεων. Πράγμα που σημαίνει ότι άλλα χρειάζονται για να καταστεί η Ελλάδα ελκυστική για επενδύσεις, όπως αυτά περιγράφονται στο νεοδημοκρατικό πρόγραμμα (μείωση φορολογίας, εξάλειψη της γραφειοκρατίας, ταχύτερη επίλυση δικαστικών διαφορών). ∆εδομένου ότι πολλές φορές το πολιτικό προσωπικό παραβλέπει κάποια μικρά στοιχεία, επειδή θεωρεί ότι δεν επηρεάζουν την κοινή γνώμη, ένα εύρημα με καθοριστική -καθώς φαίνεται- σημασία αναδεικνύεται από τις ίδιες δημοσκοπήσεις.
Τόσο τα στελέχη της Ν.∆. όσο και ο αρχηγός της καυτηριάζουν με κάθε ευκαιρία τον εκχυδαϊσμό του πολιτικού λόγου, κυρίως με την αφορμή που δίδει η ρητορική της κυβέρνησης, με επικεφαλής τον αναπληρωτή υπουργό Υγείας. Έτσι το 82% του δείγματος έρευνας της Pulse θεωρεί μη ικανοποιητικό το επίπεδο του πολιτικού διαλόγου και ευθύνη γι’ αυτό ρίχνει σε ποσοστό 35% στον ΣΥΡΙΖΑ. Το αντίστοιχο ποσοστό για τη Ν.∆. είναι μόλις 12%. Αυτό έχει την πρόσθετη σημασία του καθώς η συντριπτική πλειοψηφία της κοινής γνώμης (Rass) θεωρεί ότι πό-λωση και διχασμός μεγαλώνουν τα προβλήματα. Και ο διχασμός αυτός, όπως κατ’ επανάληψη έχει καταγγεί-λει το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, τροφοδοτείται από το κυβερνών κόμμα, στο οποίο αποδίδεται και η ευθύνη για τον εκχυδαϊσμό του πολιτικού διαλόγου.
ΑΝΑΣΦΑΛΕΙΑ
Επίσης, τις συνεχείς καταγγελίες του κ. Μητσοτάκη και των στελεχών της Ν.∆. -που εντάθηκαν τις τελευταίες ημέρες λόγω των επιδρομών κουκουλοφόρων κατά αστυνομικών τμημάτων, και «επιχειρήσεων» του «Ρουβίκωνα»- συμμερίζεται απολύτως η κοινή γνώμη, γεγονός που είναι σε βάρος της κυβέρνησης και ειδικώς του πρωθυπουργού. Το 73% των πολιτών θεωρεί ότι η κυβέρνηση δεν αντιμετωπίζει τα φαινόμενα ανομίας. Μάλιστα, της ίδιας γνώμης είναι και ένα 62% των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ. Η αξιολόγηση, μλιστα, της πεποίθησης αυτής πλέον της κοινής γνώμης θα πρέπει να γίνει υπό το εξής πρίσμα: ότι αυτό που θεωρούν οι πολίτες στην πλειοψηφία τους (47,5% έρευνα Rass) ότι θα μετρήσει για την ψήφο τους είναι η θέση των κομμάτων για την καθημερινότητα. Και, βεβαίως, η ασφάλεια είναι μία από τις πρώτες απαιτήσεις των πολιτών. Σημαντικό, τέλος, στοιχείο είναι αυτό που αφορά στον χρόνο των εκλογών, διότι από αυτό προκύπτει ότι οι πολίτες θέλουν πλέον άλλον κυβερνήτη. ∆εν είναι τυχαίο προφανώς ότι για τον λόγο της ανίχνευσης από τον κ. Τσίπρα του καταλληλότερου χρόνου για μετριασμό της εκλογικής του ήττας ο πρωθυπουργός αποφεύγει ακόμη να προσδιορίσει την ημερομηνία που θα στηθούν οι κάλπες. Παρατηρούμε, λοιπόν, το εξής πρωτόγνωρο δημοσκοπικό φαινόμενο, που αναδεικνύει άλλη μία υπεροχή, κατά την αξιολόγηση, του κ. Μητσοτάκη και της Ν.∆. ένα-ντι του ΣΥΡΙΖΑ και του αρχηγού του. Καθ’ όλα τα χρόνια της Μεταπολίτευσης, σε κάθε πολιτική έρευνα της κοινής γνώμης, όταν αυτή ερωτά-το για τον χρόνο των εκλογών προ-τιμούσε την εξάντληση της θητείας της κάθε κυβέρνησης, κυρίως για λόγους πολιτικής σταθερότητας. Για πρώτη φορά, επί κυβερνήσεων ΣΥΡΙ-ΖΑ οι πολίτες απαιτούν άμεση, ει δυνατόν, προσφυγή στις κάλπες. Στην τελευταία έρευνα της Pulse, το 57% ζητεί εκλογές ή άμεσα ή μέχρι τον Μάιο, ενώ οι προηγηθείσες έρευνες της MRB και της Marc ανεβάζουν το ποσοστό αυτό σε 62% και 65%, αντιστοίχως. Η πλειοψηφική αυτή τάση της κοινής γνώμης ουσιαστικώς σημαίνει ότι θέλει να απαλλαγεί από τη σημερινή διακυβέρνηση.
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παραπολιτικά την Παρασκευή 1/3/2019