Η Αχτσιόγλου θεωρεί πως για την ανισότητα φταίει ο νεοφιλελευθερισμός
Καμία ευθύνη για τις κυβερνητικές αποφάσεις
Στη «νεοφιλελεύθερη διαχείριση της οικονομικής κρίσης που αύξησε τις κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες, τροφοδοτώντας το τέρας του εθνικισμού και του ακροδεξιού λαϊκισμού» επέρριψε τις ευθύνες για την κακοδιαχείριση της κυβέρνηση η υπουργός Εργασίας, Έφη Αχτσιόγλου, κατά την τοποθέτησή της στο συμβούλιο υπουργών Εργασίας της ΕΕ.
«Κατά τη διάρκεια της κρίσης, η Ευρωπαϊκή Ένωση, αντί να γίνει πιο δημοκρατική, έγινε πιο τεχνοκρατική και εθνοκεντρική. Κρίσιμες αποφάσεις λαμβάνονταν πίσω από κλειστές πόρτες από ανεπίσημα όργανα, τα οποία δεν λογοδοτούν στους Ευρωπαίους πολίτες» τόνισε η υπουργός Εργασίας, συμπληρώνοντας ότι το διακύβευμα σήμερα στην Ευρώπη είναι υπαρξιακού χαρκτήρα και «ο μόνος δρόμος για να διασωθεί και να ολοκληρωθεί η ευρωπαϊκή ενοποίηση είναι μέσα από μεταρρυθμίσεις στην κατεύθυνση της δημοκρατίας, της διαφάνειας και της κοινωνικής δικαιοσύνης».
Αναφερόμενη στις πρωτοβουλίες που πρέπει να αναληφθούν για την υλοποίηση των αρχών που έχουν τεθεί από τον Ευρωπαϊκό Πυλώνα Κοινωνικών Δικαιωμάτων, αλλά και από τη στρατηγική «Ευρώπη 2020» για την καταπολέμηση της φτώχειας, σημείωσε ότι η οικονομική στήριξη της κοινωνικής πολιτικής είναι το «κλειδί» στη συζήτηση. «Εάν πραγματικά θέλουμε η Ευρωπαϊκή Ένωση να ενισχύσει την κοινωνική συνοχή, χρειαζόμαστε τους απαραίτητους πόρους, ώστε να διασφαλίσουμε ότι οι διακηρυγμένες αρχές μας θα μετατραπούν σε απτά αποτελέσματα», επισήμανε η υπουργός Εργασίας.
Παράλληλα, η κ. Αχτσιόγλου ενημέρωσε τα μέλη του συμβουλίου υπουργών Εργασίας για την πρόσφατη αύξηση του κατώτατου μισθού στην Ελλάδα, τον Φεβρουάριο κατά 11%, «την πρώτη αύξηση, μετά από σχεδόν μία δεκαετία, η οποία αποτελεί ένα σημαντικό βήμα για να μπει ένα τέλος στη λιτότητα που επιβλήθηκε στη χώρα κατά τη διάρκεια της κρίσης». Όπως υποστήριξε, διαψεύστηκαν οι φόβοι ότι η αύξηση θα είχε αρνητικές επιπτώσεις στην απασχόληση ή ότι θα οδηγούσε σε απολύσεις, καθώς τον μήνα της αύξησης συνεχίστηκε απρόσκοπτα η δημιουργία νέων θέσεων εργασίας κατά περίπου 28.000.