Σειρά επαφών με υψηλόβαθμα στελέχη της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής είχε ο τομεάρχης Εξωτερικών της ΝΔ Γιώργος Κουμουτσάκος στο πλαίσιο της επίσκεψης που πραγματοποίησε στην Ουάσινγκτον για να παραβρεθεί στην ετήσια δεξίωση για τον εορτασμό της επετείου της ελληνικής ανεξαρτησίας στον Λευκό Οίκο.

Κοινός τόπος σε αυτές τις επαφές, όπως εκτίμησε, είναι η εμπέδωση στην Ουάσινγκτον ότι η Ελλάδα αποτελεί μια κομβικής σημασίας χώρα για τις ΗΠΑ που διαθέτει αυξημένη γεωστρατηγική και γεωπολιτική αξία στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου.

Ειδικότερα, ο κ. Κουμουτσάκος είχε την ευκαιρία να παρουσιάσει τους κεντρικούς άξονες του προγράμματος για την εξωτερική πολιτική της Νέας Δημοκρατίας στις συναντήσεις που είχε με τους:

* Φίλιπ Ρίκερ (υπηρεσιακός υφυπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ αρμόδιος για ευρωπαϊκές υποθέσεις)

* Μάθιου Πάλμερ (βοηθός υφυπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ αρμόδιος για τις Ευρωπαϊκές και Ευρασιατικές Σχέσεις)

* Γιούρι Κιμ (επικεφαλής της διεύθυνσης του Στέιτ Ντιπάρτμεντ για την Νοτιοανατολική Ευρώπη)

* Μάικλ Κάρπεντερ (σύμβουλος εθνικής ασφαλείας για ευρωπαϊκές υποθέσεις του αντιπροέδρου Μπάιντεν και νυν στέλεχος στο Penn Biden Center)

Εμβάθυνση Ελληνοαμερικανικών Σχέσεων

Κάνοντας λόγο για την ανάγκη «μεγαλύτερης εμβάθυνσης» των ελληνοαμερικανικών σχέσεων, ο κ. Κουμουτσάκος έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στο κομμάτι της οικονομικής διπλωματίας και υποστήριξε πως υπάρχει ένα ευρύ πεδίο συνεργασίας που υπερβαίνει τους παραδοσιακούς τομείς της πολιτικής, της ασφάλειας και της άμυνας.

«(Πρέπει να υπάρξει ενθάρρυνση) μιας πιο ουσιαστικής οικονομικής παρουσίας και συνεργασίας των ΗΠΑ με την Ελλάδα, αναγνωρίζοντας βεβαίως ότι δεν είναι το κράτος που αποφασίζει για τις επενδύσεις, αλλά είναι αυτό που δίνει τον τόνο και μπορεί να δημιουργήσει ένα τέτοιο κλίμα που να κάνει τους ιδιώτες να ενδιαφερθούν περισσότερο».

Πρόταση για Εξομάλυνση των Σχέσεων της Δύσης με την Τουρκία

Ο κ. Κουμουτσάκος τόνισε στην αμερικανική πλευρά ότι η Ελλάδα πιστεύει παραδοσιακά στην ανάγκη του ελληνοτουρκικού διαλόγου. Ξεκαθάρισε, όμως, ότι η Αθήνα θεωρεί απαραίτητη προϋπόθεση για τη διεξαγωγή του τη δημιουργία ενός πολιτικού και διπλωματικού περιβάλλοντος που δεν θα περιλαμβάνει προκλήσεις, παραβιάσεις και αθέτηση των κανόνων του διεθνούς δικαίου.

Παρόλο που υπάρχει ταύτιση απόψεων ανάμεσα στην Ελλάδα και τις ΗΠΑ για την σημασία του στόχου που θέλει την Τουρκία να παραμείνει γεωστρατηγικά αγκυροβολημένη στο σύστημα ασφαλείας της Δύσης, ο κ. Κουμουτσάκος εκτίμησε ότι πρόκειται για ένα «δύσκολο εγχείρημα», καθώς όλα τα μέτωπα της Άγκυρας με τον δυτικό κόσμο είναι «ανοιχτά και προβληματικά».

Στο σημείο αυτό μάλιστα παρουσίασε στους αξιωματούχους του Στέιτ Ντιπάρτμεντ και μια πρόταση που σύμφωνα με την εκτίμηση του θα προσφέρει ισχυρά κίνητρα στην Άγκυρα για να εναρμονιστεί με τις δυτικές αξίες και πρότυπα καλής γειτονίας

«Η ευρωπαϊκή της πορεία έχει παγώσει και είναι ουσιαστικά στην βαθιά κατάψυξη. Πρέπει, όμως, να αναζητηθεί ένας άλλος τρόπος... Μια σκέψη είναι να αξιοποιήσουμε την επιθυμία της Τουρκίας για αναβαθμισμένη τελωνειακή σχέση, αλλά σε αυτή τη νέα διαπραγμάτευση και σε αυτή τη νέα τελωνειακή σχέση να συμπεριληφθούν και μια σειρά από προϋποθέσεις που θα πρέπει να αφορούν και πολιτικά ζητήματα. Δηλαδή τον σεβασμό στη δημοκρατική διακυβέρνηση, στα ανθρώπινα δικαιώματα, στην εφαρμογή του διεθνούς δικαίου αλλά και στις σχέσεις καλής γειτονίας», σημείωσε χαρακτηριστικά.

Συμφωνία των Πρεσπών

Αναφορικά με τη Συμφωνία των Πρεσπών, ο κ. Κουμουτσάκος επανέλαβε την πάγια θέση της Νέας Δημοκρατίας που την θεωρεί μια επιζήμια συμφωνία, καθώς, όπως είπε, δημιουργεί μια «νέα πραγματικότητα» την οποία καλείται να διαχειριστεί η Ελλάδα ως μια χώρα που διαχρονικά έχει ως θεμέλιο λίθο της εξωτερικής της πολιτικής τον σεβασμό του διεθνούς δικαίου και των διεθνών συνθηκών. Μάλιστα υπογράμμισε το γεγονός ότι αυτή η βασική αρχή και θέση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής αποτελεί ασπίδα προστασίας απέναντι στην τουρκική παραβατικότητα που παράγει διαρκή ένταση στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο.

Από την άλλη, όμως, πλευρά τόνισε στους συνομιλητές του ότι πρόκειται για μια «ετεροβαρή συμφωνία», καθώς, η Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας είναι το μόνο συμβαλλόμενο μέρος που αποκομίζει συγκεκριμένα οφέλη μέσω της ένταξης στο ΝΑΤΟ και της έναρξης των ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την ΕΕ. Όπως εξήγησε, η περιφερειακή σταθερότητα και η αναβάθμιση της διεθνούς εικόνας της χώρας δεν αποτελούν αντιστοίχως χειροπιαστά κέρδη για την ελληνική πλευρά.

«Δεν υπάρχει δυστυχώς κάτι συγκεκριμένο και χειροπιαστό, το οποίο να δουν οι Έλληνες πολίτες ότι προήλθε ως θετικό αποτέλεσμα από αυτή τη Συμφωνία. Και αυτό πρέπει να θεραπευτεί και είναι ένα από τα μεγάλα στοιχήματα για την επόμενη κυβέρνηση της ΝΔ για να αντιμετωπίσει τις αρνητικές συνέπειες και να διαμορφώσει μια συγκεκριμένη πολιτική προς όφελος των συμφερόντων της χώρας», επισήμανε χαρακτηριστικά.