Σε μια αμφίρροπη παρτίδα πόκερ εξελίσσεται η στρατηγική του Ταγίπ Ερντογάν απέναντι στους συμμάχους του ΝΑΤΟ και τη Ρωσία.

Ο τούρκος πρόεδρος, στο πλαίσιο της εφαρμογής ενός νέο-οθωμανικού μοντέλου συνδιαλλαγής με τις κυρίαρχες δυνάμεις που προσβλέπει στην οικειοποίηση ενός υπερασπιστικού ρόλου για τον μουσουλμανικό κόσμο, φαίνεται να αξιώνει για την Τουρκία μεγαλύτερο μερίδιο στη διεθνή σκακιέρα. Μάλιστα, κινούμενος σε μία λεπτή γραμμή μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας, αποσκοπεί στην αναβάθμιση του γεωπολιτικού ρόλου της χώρας του στη Μέση Ανατολή και την Νοτιοανατολική Μεσόγειο μέσω της ρήξης με την Ουάσινγκτον και της προώθησης τουρκικών συμφερόντων διαμέσου της Μόσχας με βασικό στόχο του την ανάδειξη της Τουρκίας ως περιφερειακής ηγέτιδας δύναμης.

Πένς: «Κρίσιμος σύμμαχος του ΝΑΤΟ ή S-400»

Κορωνίδα της μετωπικής, όπως εξελίσσεται, ρήξης στις σχέσεις Ουάσινγκτον – Άγκυρας υπήρξε ο χθεσινοβραδινός διάλογος που ανέπτυξαν οι αντιπρόεδροι των δύο χωρών, Μάικ Πενς και Φουάτ Οκτάι, μέσω twitter στον απόηχο της ομιλίας του αμερικανού αντιπροέδρου στην επέτειο για τα 70 χρόνια του ΝΑΤΟ. Η αντιπαράθεση ξεκίνησε μετά το τελεσίγραφο Πενς που καλούσε την Τουρκία να αποφασίσει ανάμεσα στη διατήρηση του καίριου ρόλου της στο ΝΑΤΟ και του οπλικού συστήματος S-400 που φιλοδοξεί να προμηθευτεί από τη Μόσχα ενώ έθετε ακόμη και ενδεχόμενο ζήτημα στην παραμονή της γειτονικής χώρας στη Συμμαχία. Ο τούρκος ομόλογός του αντέτεινε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες καλούνται να αποφασίσουν αν «θα παραμείνουν σύμμαχοι της Τουρκίας ή θα θέσουν σε κίνδυνο τη φιλία τους ενώνοντας τις δυνάμεις τους με τρομοκράτες για να υπονομεύσουν την άμυνα του συμμάχου τους στο ΝΑΤΟ».

Νωρίτερα χθες το απόγευμα, ο τούρκος υπουργός Εξωτερικών, Μεβλούτ Τσαβούσογλου, διακήρυττε ότι η Τουρκία δεν προτίθεται να παραιτηθεί από την αγορά των S-400 για να ικανοποιήσει τους ΝΑΤΟϊκούς εταίρους. Ειδικότερα, ο τούρκος ΥΠΕΞ σημείωνε ότι «είναι μια υπόθεση που έχει τελειώσει και δεν θα γυρίσουμε πίσω» ενώ, σε μία προσπάθεια να κατευνάσει τους εταίρους, πρότεινε τη σύσταση επιτροπής που θα εξασφαλίσει ότι το σύστημα δεν αποτελεί απειλή για τα αμερικανικά και ΝΑΤΟϊκά συμφέροντα.

Η ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΗ ΟΥΑΣΙΝΓΚΤΟΝ - ΑΓΚΥΡΑΣ

Το πεδίο αντιπαράθεσης ανάμεσα στις δύο πλευρές ξεκινά με αφορμή τα εξοπλιστικά. Η Άγκυρα φιλοδοξεί να προμηθευτεί ένα σύγχρονο αντιαεροπορικό πυραυλικό σύστημα μεγάλου βεληνεκούς ώστε να απαγκιστρωθεί από την αεράμυνα του ΝΑΤΟ, μετά και την απομάκρυνση των συμμαχικών (ΗΠΑ, Γερμανία, Ολλανδία) συστημάτων Patriot από τα εδάφη της. Εξάλλου, η Τουρκία δαπανά πόρους που υπερβαίνουν τις δυνατότητές, τηρουμένων και των οικονομικών συγκυριών, για την αεράμυνά της και εν γένει την ανάπτυξη αμυντικής βιομηχανίας ενώ, εξαιτίας των εξωτερικών μοχλεύσεων αλλά και των ιδιαίτερων στρατηγικών στόχων του τούρκου προέδρου, ρίχνεται και σε μία άτυπη μάχη για την απόκτηση τεχνογνωσίας σε θέματα παραγωγής σύγχρονων οπλικών συστημάτων με κόστος μικρότερο από αυτό που μπορούν να της εξασφαλίσουν οι δυτικοί σύμμαχοί της.

Μπράνσον, Γκιουλέν και Αττίλας επιδεινώνουν τις διμερείς σχέσεις

«Αγκάθι» στις διμερείς αμερικανοτουρκικές σχέσεις, εκτός από τα εξοπλιστικά, αποτέλεσε στο πρόσφατο παρελθόν και η άρνηση της Άγκυρας να απελευθερώσει τον πάστορα Μπράνσον. Ο τούρκος πρόεδρος δεν φαίνεται να ξεχνά τις οικονομικές κυρώσεις που επεβλήθησαν από την Ουάσινγκτον και οδήγησαν σε πτώση την τουρκική λίρα βυθίζοντας την οικονομία της χώρας σε νέα περίοδο μακράς ύφεσης, όταν αρνήθηκε να απελευθερώσει τον πάστορα, τον περασμένο Οκτώβριο. Η υποχώρησή του έφερε στο προσκήνιο το αίτημα της Άγκυρας να εκδώσουν οι ΗΠΑ τον φερόμενο από τις τουρκικές αρχές ως ηγέτη του πραξικοπήματος, Φετουλάχ Γκιουλέν, με την Ουάσινγκτον να παραπέμπει την υπόθεση στην αμερικανική δικαιοσύνη. Εξάλλου, στο κάδρο των διμερών σχέσεων έχει μπει και η περίπτωση του καταδικασμένου από αμερικανικό δικαστήριο τραπεζίτη Αττίλα ενώ η τουρκική πλευρά καταγγέλλει αμερικανική υποστήριξη στους κούρδους συνεργάτες του ΡΚΚ.

Η ΣΥΓΚΛΙΣΗ ΜΕ ΤΗ ΜΟΣΧΑ

Η υπογραφή της συμφωνίας για την προμήθεια των S-400 από τη Ρωσία στην Τουρκία στα τέλη του 2017 σφυρηλάτησε τις σχέσεις ανάμεσα στις δύο χώρες. Η αμερικανική διπλωματία, σε μία προσπάθεια να μεταπείσει την τουρκική πλευρά, έθεσε ζήτημα στην πώληση των μαχητικών αεροπλάνων F-35 στην Τουρκία από την αμερικανική Lockheed Martin, ενός προγράμματος για το οποίο η τουρκική πλευρά έχει δαπανήσει ποσά που υπερβαίνουν το 1 δις. δολάρια. Μάλιστα, ξένοι αναλυτές εκτιμούν ότι η Ουάσινγκτον θα κλιμακώσει τις αντιδράσεις απέναντι στην Τουρκία προχωρώντας σε μερική απόσυρση των δυνάμεών της από την αεροπορική βάση του Ιντσιρλίκ αλλά και θέτοντας βέτο στη συμμετοχή της γειτονικής χώρας σε συμμαχικές δράσεις που προσβλέπουν σε περιορισμό της ρωσικής παρουσίας στη Δύση.

Στο πρόσφατο παρελθόν, ωστόσο, οι ρωσοτουρκικές σχέσεις είχαν περάσει από χίλια κύματα, κυρίως λόγω της ρήξης των δύο χωρών στο Συριακό, και ιδιαίτερα μετά την κατάρριψη ρωσικού αεροσκάφους, το 2015, στα σύνορα της γειτονικής χώρας με τη Συρία. Η στροφή στις διμερείς σχέσεις ξεκίνησε με την ανάθεση για την κατασκευή πυρηνικού αντιδραστήρα στο Ακούγιου στη Μόσχα ενώ δεν διερράγη ακόμη και όταν οι Τούρκοι εισέβαλαν στο Αφρίν. Εξάλλου, όπως εκτιμούν οι ξένοι αναλυτές, η διεισδυτικότητα της Ρωσίας στη γειτονική χώρα τα τελευταία χρόνια έχει αυξηθεί και μέσα από την εισαγωγή ενέργειας στην Τουρκία αλλά και εξαιτίας της κατασκευής του αγωγού TurkStream που θα εξυπηρετεί, διαμέσου της Μαύρης Θάλασσας, την κάλυψη των τουρκικών ενεργειακών αναγκών ενώ θα προμηθεύει και τα κράτη της Νότιας και Νοτιοανατολικής Ευρώπης.

Νέα συνάντηση Πούτιν - Ερντογάν στις 8 Απριλίου

Αξιοσημείωτη είναι και η τακτική επαφή σε επίπεδο ηγεσίας Μόσχας και Άγκυρας με τον Βλαντιμίρ Πούτιν και τον Ταγίπ Ερντογάν να συναντώνται φέτος για τρίτη φορά στις 8 Απριλίου. Ο τούρκος πρόεδρος αναμένεται να βρεθεί στη Μόσχα ενώ οι δυο τους σχεδιάζουν, σύμφωνα με ενημέρωση του Κρεμλίνου, να παραστούν στη συνεδρίαση του Ρωσο-Τουρκικού Συμβουλίου Συνεργασίας. Οι δύο ηγέτες είχαν συναντηθεί εκ νέου τον Ιανουάριο στη Μόσχα με τη συζήτηση να κινείται γύρω από τις εξελίξεις στο Συριακό ενώ, στο πλαίσιο της Συνόδου για το ίδιο θέμα στο Σότσι, βρέθηκαν και πάλι τον Φεβρουάριο, παρουσία και του ιρανού ομόλογού τους, Χασάν Ροχανί.

Η ΕΥΚΑΙΡΙΑ 

Την ευκαιρία να βελτιστοποιήσει τη θέση της στο ΝΑΤΟ και να αναδειχθεί ως ο πλέον αξιόπιστος σύμμαχος και βασικός πυλώνας σταθερότητας στα Βαλκάνια και τη Νοτιοανατολική Μεσόγειο φαίνεται πως αποκτά η Ελλάδα μετά και τις πρόσφατες εξελίξεις. Η διαφαινόμενη ρήξη της τουρκικής πλευράς με τις συμμαχικές δυνάμεις αλλά και η αμφίσημη πολιτική του τούρκου προέδρου αφήνουν στην ελληνική πλευρά το απαραίτητο πεδίο να αποδείξει τη γεωπολιτική αξία της χώρας και την προσήλωσή της στις σχέσεις με τις συμμαχικές δυνάμεις.

Η Ελλάδα καλείται να εμβαθύνει στις σχέσεις της με τις συμμαχικές δυνάμεις

Οι συγκυρίες ευνοούν τη σύγκλιση μεταξύ ελληνικής και συμμαχικής πλευράς καθώς η Ελλάδα καταφέρνει τα τελευταία χρόνια να τηρεί ενιαία και σταθερή γραμμή σε θέματα εξωτερικής πολιτικής αναβαθμίζοντας τις σχέσεις της με τις συμμαχικές χώρες και, κυρίως, τις Ηνωμένες Πολιτείες. Πρόσφατα, η Ελλάδα συμμετείχε στην Τριμερή Σύνοδο (δείτε εδώ) με την Κύπρο και το Ισραήλ, παρουσία και του αμερικανού υπουργού Εξωτερικών, Μάικ Πομπέο, όπου επαναβεβαίωσε την προσήλωσή της στην προώθηση των κοινών συμφερόντων με τις συμμαχικές χώρες αλλά και την πρόθεσή της για υλοποίηση του υποθαλάσσιου αγωγού East Med, ενός φαραωνικού πρότζεκτ με συνολική έκταση 2.100 χιλιόμετρα, που θα συνδέει Ελλάδα, Κύπρο και Ισραήλ επιτρέποντας τη μεταφορά φυσικού αερίου στην Ευρώπη. Ο αγωγός θορύβησε τον τούρκο πρόεδρο και τα συμφέροντα που διακινεί στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο ενώ αποτελεί αγκάθι και σε ενδεχόμενες ρωσικές βλέψεις για περαιτέρω άσκηση γεωπολιτικής επιρροής στην Ευρωπαϊκή Ένωση μέσω της παρεχόμενης ενέργειας.

 

Τεκμήριο για την προσήλωση της Αθήνας στη Συμμαχία αποτέλεσε και η υπογραφή της Συμφωνίας των Πρεσπών που άνοιξε τον δρόμο για την είσοδο της γειτονικής χώρας στο ΝΑΤΟ. Εξάλλου, παρά και τις εσωτερικές διαφωνίες για την υπογραφή της συμφωνίας, η διεύρυνση της Συμμαχίας και η προώθηση των συμμαχικών συμφερόντων στην ευρύτερη βαλκανική χερσόνησο αποτελεί κοινό τόπο για όλες τις κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις. Η παρουσία του δραστήριου αμερικανού πρέσβη, Τζέφρι Πάιατ, στην Αθήνα, έχει βοηθήσει προς την κατεύθυνση της ενίσχυσης των ελληνοαμερικανικών επαφών και έχει προσδώσει χαρακτηριστικά αρραγούς συμμαχίας στις διμερείς σχέσεις δίνοντας στην Ελλάδα την ευκαιρία να αποτελέσει προνομιακό συνομιλητή των Ηνωμένων Πολιτειών στην περιοχή και ανοίγοντας νέο παράθυρο ευκαιριών στις σχέσεις της με τις συμμαχικές χώρες.