Ο Τσίπρας βλέπει το εκλογικό Βατερλώ και υπόσχεται τις φοροελαφρύνσεις του Μητσοτάκη
Το «γαλάζιο» φορολογικό νομοσχέδιο θέλει να φέρει το Μαξίμου - Δυσφορία και στις Βρυξέλλες προκαλούν τα σχέδια της κυβέρνησης για άκρατη παροχολογία με τη μορφή επιδομάτων
Βροχή θα πέσουν μετά το Πάσχα οι κυβερνητικές υποσχέσεις για παροχές και επιδόματα, προκειμένου να γλιτώσει την εκλογική συντριβή. Με φόντο τις κακές επιδόσεις του κόμματος στις δημοσκοπήσεις -η διαφορά της ΝΔ κινείται στα επίπεδα του διψήφιου ποσοστού- το Μαξίμου ετοιμάζεται να επαναφέρει τα γνωστά αφηγήματα περί παροχών, μάλιστα σε βάθος... τετραετίας.
Και ας δείχνουν οι δημοσκοπήσεις ότι οι πολίτες δεν θα αλλάξουν άποψη, επειδή θα πάρουν ένα επίδομα.
Αρχικά, ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας είχε ανακοινώσει ότι μετά το Πάσχα θα συσκεφθεί με τον Ευκλείδη Τσακαλώτο για «μέτρα μόνιμου χαρακτήρα».
Διαβάστε το ρεπορτάζ των Παραπολιτικών: Παροχές με τα λεφτά των άλλων
Η συνέχεια δόθηκε από την υφυπουργό Οικονομικών Κατερίνα Παπανάτσιου, η οποία μιλώντας στην ΕΡΤ, «έχτισε» το νέο αφήγημα παροχών μετά την εκτίναξη του πρωτογενούς πλεονάσματος του 2018 στο 4,3% του ΑΕΠ.
Αναφερόμενη στις φοροελαφρύνσεις, προανήγγειλε τη μείωση του ΦΠΑ και του εισαγωγικού συντελεστή φορολόγησης των φυσικών προσώπων. Όπως είπε «στο τραπέζι βρίσκονται διάφορες προτάσεις, τις κοστολογούμε και μετά το Πάσχα θα αποφασίσουμε. Και μείωση του ΦΠΑ έχει συζητηθεί και μείωση του κατώτερου φορολογικού συντελεστή έχει συζητηθεί. Έχουν μπει στο τραπέζι αρκετά. Θα κοστολογηθούν».
Κατά «σύμπτωση»: Οι φοροελαφρύνσεις είναι στο οικονομικό πρόγραμμα της ΝΔ
Τα σενάρια που εξετάζονται περιλαμβάνουν τη μείωση του ΦΠΑ από το 24% στο 22%, τη μετάταξη προϊόντων όπως είδη διατροφής από τον υψηλό συντελεστή ΦΠΑ στον χαμηλό (13%), τη μείωση του εισαγωγικού συντελεστή φορολογίας εισοδήματος από το 22% στο 20%, την κατάργηση της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης για εισοδήματα έως 30.000 ευρώ, «διορθώσεις» στον ΕΝΦΙΑ, ίσως και 13η σύνταξη με τη μορφή επιδόματος.
Κατά περίεργη σύμπτωση, αυτές είναι οι φοροελαφρύνσεις τις οποίες έχει δεσμευθεί ότι θα υλοποιήσει η ΝΔ, εφόσον αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας. Πρόσφατα ο Κυριάκος Μητσοτάκης είχε πει από την Πάρο:
«Η Νέα Δημοκρατία θα μειώσει την φορολογική επιβάρυνση για τις επιχειρήσεις και τους πολίτες. Θα μειώσουμε εντός διετίας τον ΕΝΦΙΑ κατά 30%, το φόρο στις επιχειρήσεις από το 28% στο 20% και αμέσως τον ΦΠΑ στην εστίαση από το 24% στο 13%.
Οι πέντε σημαντικότερες αλλαγές που θα φέρει το νέο «γαλάζιο» φορολογικό νομοσχέδιο, όπως είχαν παρουσιαστεί από τα Παραπολιτικά, είναι οι εξής:
1. Μείωση του ΕΝΦΙΑ, οριζόντια, κατά 30% μέσα σε δύο χρόνια: Ο φόρος που θα πληρώσουν όλοι οι ιδιοκτήτες ακινήτων θα είναι κατά 20% μειωμένος το 2020 και κατά 10% επιπλέον το 2021. Το δημοσιονομικό κόστος για τον πρώτο χρόνο εφαρμογής της περικοπής είναι περίπου 600 εκατ. ευρώ, καθώς η μείωση αφορά και τον κύριο και τον συμπληρωματικό φόρο.
2 Μείωση του φόρου στις επιχειρήσεις, ώστε ο συντελεστής από το 28% που είναι το 2019 να φτάσει στο 20% το 2021.
3 Μείωση σε 5% από 10% του φορολογικού συντελεστή με τον οποίο φορολογούνται τα μερίσματα. Eτσι, σε συνδυασμό με τη μείωση του φόρου, ο πραγματικός συντελεστής για τη φορολόγηση των επιχειρήσεων θα περιοριστεί στο 24%.
4 Μείωση του ΦΠΑ σε όλο τον κλάδο της εστίασης στο 13% από 24% που είναι σήμερα.
5 Μείωση του εισαγωγικού φορολογικού συντελεστή φυσικών προσώπων στο 9% για εισοδήματα μέχρι 10.000 ευρώ, από 22% που ισχύει σήμερα.
Δυσφορία στην Κομισιόν
Τα προεκλογικά μαγειρέματα της κυβέρνησης έχουν προκαλέσει δυσφορία στην Κομισιόν, με αιχμή το θεόρατο πρωτογενές πλεόνασμα. Ευρωπαίος αξιωματούχος που επικαλείται η Καθημερινή σημειώνει: «Η Ελλάδα χρειάζεται να μειώσει τη φορολογία, αλλά όχι με το να κόβει δημόσιες επενδύσεις».
Ευρωπαϊκές πηγές τονίζουν ότι την ώρα που η κυβέρνηση εμφανίζει υπερπλεονάσματα χάρη στην περικοπή του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων και την επιβολή αχρείαστων φόρων, δεν είναι σε θέση να μηδενίσει τις ληξιπρόθεσμες οφειλές του Κράτους προς τους ιδιώτες.
Άλλος Ευρωπαίος αξιωματούχος που επικαλείται η εφημερίδα προσθέτει: «Ένα τέτοιο υπερπλεόνασμα θα πρέπει να θεωρηθεί δημοσιονομικά βιώσιμο μόνο αν υποθέσουμε ότι τα δομικά προβλήματα όσον αφορά τις επενδύσεις δεν επιδιορθώνονται και οι δημόσιες επενδύσεις μονίμως θα υποεκτελούνται».