ΕΚΤΑΚΤΗ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
Πέμη Ζούνη στα ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ: Δεν υπάρχουν ηθοποιοί- μύθοι στην εποχή μας
Η γνωστή ηθοποιός μιλάει για το έργο "Στου Μποχώρη" στο οποίο πρωταγωνιστεί αυτό το Καλοκαίρι
Η καθημερινή ζωή των Ελλήνων της Σμύρνης, οι συνθήκες σε Ελλάδα και Τουρκία που οδήγησαν στη Μικρασιατική Καταστροφή και στη Συνθήκη της Λωζάννης, οι γεύσεις και η κουζίνα, το ρεμπέτικο και ο αγώνας κάποιων ταλαντούχων μουσικών να το καθιερώσουν στην Αθήνα και τον Πειραιά παρουσιάζονται στο θεατρικό έργο «Στου Μποχώρη»
Πέμη Ζούνη και τον Βασίλη Ευταξόπουλο σε σκηνοθεσία Βανας Πεφάνη.
Η παράσταση με υπέροχες μουσικές μας ταξιδεύει στο τέλος του 1923, αρχές του 1924. Ένας ηλικιωμένος άντρας, ο Αναστάσης, με δανεικά και τις λίγες οικονομίες του, στήνει ένα ταβερνάκι με μουσική στον Πειραιά. Το ονομάζει «Στου Μποχώρη», από το γνωστό τραγούδι της εποχής. Έφυγε από τη Σμύρνη, μαζί με την κόρη του Ρηνιώ που είναι μορφωμένη και πολύ καλή τραγουδίστρια και τον παιδικό φίλο της Ρηνιώς, τον Φώτη.
Συναντήσαμε την Πέμη Ζούνη με αφορμή το έργο στο οποίο πρωταγωνιστεί, η οποία μίλησε στα ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ και τη Μαριάνθη Κουνιά τόσο για την παράσταση, όσο και για την σημερινή κατάσταση στην οποία βρίσκεται σήμερα το ελληνικό θέατρο.
Στο έργο βλέπουμε την ιστορία έξι ανθρώπων που λίγο μετά την Καταστροφή, προσπαθούν να ξεπεράσουν τη σκληρότητα και τις μνήμες όσων ζήσανε και να ορθοποδήσουν σε ένα νέο τόπο στήνοντας ένα μαγαζάκι. Δεν υπάρχουν μόνο οι αμείλικτες σκληρές εικόνες, αλλά το έργο έχει πολύ τρυφερότητα και μια γλύκα ανθρώπινη και βέβαια πολλά τραγούδια που τα συνοδεύει ακορντεόν, κανονάκι και κιθάρα. Το έργο είναι ένα σοφό κέντημα.
Νομίζω ότι δεν έχουν ακόμα αναδυθεί οι αντίστοιχοι ηθοποιοί- μύθοι, όπως αυτοί που είχαμε παλαιότερα και οι οποίοι θα μας εμπνεύσουν παρά πολύ. Υπάρχει έμπνευση από σπουδαίους ανθρώπους, αλλά η αλήθεια είναι για να γίνει κάποιος μύθος πρέπει να περάσουν αρκετά χρόνια και να μείνει στο χρόνο. Άρα ακόμα δεν έχουμε τους αντίστοιχους μύθους αυτών των μεγεθών. Και αυτό συμβαίνει γιατί η διαχείριση των πραγμάτων είναι αλλιώς σήμερα και αυτό έχει να κάνει με τον τρόπο που λειτουργούν σήμερα τα πράγματα. Σήμερα δεν μπορεί κάποιος εύκολα να είναι μύθος γιατί δεν είναι κανείς δυσπρόσιτος, δεν έχει κανείς απόσταση από το κοινό. Και η τηλεόραση ευθύνεται κυρίως για αυτήν οικειότητα και βέβαια τα social media, όπου όλοι οι άνθρωποι εκεί μπορούν να είναι star για μια μέρα, ή για δέκα ή για είκοσι. Υπάρχουν όμως πολλά νέα παιδιά που είναι εξαιρετικά.
Το κριτήριό μου ήταν πάντα οι άνθρωποι. Όχι τόσο ο ρόλος ή το σενάριο. Με ενδιαφέρει πάντα με ποιους θα κάνω μια δουλειά. Και το φρόντιζα πάντα αυτό για να μην βρεθώ προ εκπλήξεων δυσάρεστων ποτέ. Το με ποιους είναι πάντα το κλειδί.
Ναι πιστευώ πως θα πάει όλο και καλύτερα γιατί έχει ανέβει πολύ ο ανταγωνισμός. Και καλά κάνουν τα κανάλια και στηρίζουν πολύ τη μυθοπλασία. Έχει μπει και η ΕΡΤ στο παιχνίδι και αυτό με ικανοποιεί ιδιαίτερα.
Ναι θα το έκανα. Αν θέλεις να βιοποριστείς από τη δουλειά σου, πρέπει να δεις και τι γίνεται γύρω σου.
Ναι. Αγαπώ πάρα πολύ την κωμωδία. Την έχω μελετήσει πολύ. Βέβαια έχω παίξει σε κωμωδία αρκετές φορές.
Φαντάζομαι ότι άυτό το κίνημα θα φρενάρει τους υποψήφιους εκμεταλευτές. Βάζει ένα φόβο. Θα ήθελα να μην περνάει αυτό κουτσομπολίστικα. Να κρατήσουμε το θέμα σε σοβαρό επίπεδο. Αυτά γίνονται σε όλους τους χώρους, αλλά η ανάγκη της δουλειάς σταματάει πολλούς στο να μιλήσουν.
Πιστεύω γενικά αν ένα πράγμα μα ς πάει πίσω, είναι ότι δεν ξέρουμε τι σημαίνει σεβασμός. Ο σεβασμός είναι ένας υπέροχος παρανομαστής για να τακτοποιήσει κάθε σχέση εργασιακή, προσωπική, οικογενειακή. Αν λίγο σκύβαμε σε αυτήν την έννοια θα ήταν όλα διαφορετικά. Θεωρώ ότι έχει χαθεί ο σεβασμός σε όλους τους χώρους.
Δεν είχα ποτέ βρεθεί ποτέ σε αυτή τη θέση ευτυχώς. Δεν χρειάστηκε ποτέ να σκεφτώ αν θα καταγγείλω κάποιον.
Γενικά ήταν ένα κλίμα πολύ δυσάρεστο. Κάποιες απαξιωτικές συμπεριφορές τις είχα ακουστά. Ότι αυτός είναι σκληρός, αυτός είναι στριμμένος, αυτά τα ξέραμε. Αλλά το μέγεθος αυτών των καταγγελιών δεν το ξέραμε ακριβώς. Γιατί αν τα ξέραμε θα είχαμε με κάποιο τρόπο βοηθήσει κάποιους.
Για όσους μπήκαν στο Μητρώο Καλλιτεχνών υπήρξε στήριξη, πήραν ένα βοήθημα. Εγώ δεν μπήκα, δεν διεκδίκησα κάτι. Εμείς οι λίγο πιο γνωστοί επαγγελματίες το παλέψαμε μόνοι μας. Εγώ κρίνω τις κινήσεις της κάθε κυβέρνησης. Και τα καλά και τα κακά. Δεν κρατάω ίσες αποστάσεις. Και καταλαβαίνω ότι τώρα τόσα μπορούσαν να δώσουν, τόσα έδωσαν. Γιατί η κυβέρνηση βοήθησε και την εστίαση και πολλούς άλλους κλάδους. Αλλά αυτό το μικρό βοήθημα για τους καλλιτέχνες ήταν ευπρόσδεκτο. Θα μπορούσαν ίσως να γίνουν περισσότερα. Αλλά και μόνο το γεγονός ότι έριξε και στον πολιτισμό της ματιάς ήταν κάτι καλό. Γιατί στην Ελλάδα τον πολιτισμό δεν τον θεωρούν και κάτι πολύ σοβαρό.
Τέλος του 1923, αρχές του 1924. Ένας ηλικιωμένος άντρας, ο Αναστάσης, με δανεικά και τις λίγες οικονομίες του, στήνει ένα ταβερνάκι με μουσική στον Πειραιά. Το ονομάζει «Στου Μποχώρη», από το γνωστό τραγούδι της εποχής. Έφυγε από τη Σμύρνη, μαζί με την κόρη του Ρηνιώ –που έχασε τον άντρα της κάτω από άσχημες συνθήκες- και είναι μορφωμένη και πολύ καλή τραγουδίστρια και τον παιδικό φίλο της Ρηνιώς τον Φώτη.
Το έργο διατρέχει το χρονικό διάστημα από τις τελευταίες μέρες πριν από την καταστροφή έως το πρώτο χρονικό διάστημα της προσφυγιάς και βασίζεται σε ιστορικά στοιχεία και συγκλονιστικές μαρτυρίες ανθρώπων που βίωσαν αυτή την ξεχωριστή εμπειρία.
Μέσα από την μνήμη της Ρηνιώς περνάνε όλα τα σημαντικά γεγονότα από το 1890 έως το 1924. Η καθημερινή ζωή των Ελλήνων της Σμύρνης, οι συνθήκες σε Ελλάδα και Τουρκία που οδήγησαν στη Μικρασιατική Καταστροφή και στη Συνθήκη της
Λωζάννης με την Ανταλλαγή των Πληθυσμών, η Τέχνη κι ο Πολιτισμός στη Σμύρνη, οι γεύσεις και η κουζίνα, το ρεμπέτικο και ο αγώνας των άξιων μουσικών να το καθιερώσουν παρά τον πόλεμο και την αμφισβήτηση στην Αθήνα και τον Πειραιά.
Σημαντικές δραματουργικές αναφορές γίνονται ακόμα στα πρώτα δύσκολα χρόνια της εγκατάστασης του 1.500.000 των προσφύγων στην Ελλάδα, ανθρώπων που γνώρισαν περιφρόνηση, έχθρα, ακόμα και πόλεμο από τους συμπατριώτες τους, με τους οποίους μιλούσαν την ίδια γλώσσα…
Κείμενο: ΜΗΝΑΣ ΒΙΝΤΙΑΔΗΣ
Σκηνοθεσία: ΒΑΝΑ ΠΕΦΑΝΗ
Πρωταγωνιστούν: ΚΩΣΤΑΣ ΑΡΖΟΓΛΟΥ, ΠΕΜΗ ΖΟΥΝΗ, ΒΑΣΙΛΗΣ ΕΥΤΑΞΟΠΟΥΛΟΣ
Μουσικοί: Ζιγκερίδης Βασίλης-κανονάκι, Ζιγκερίδης Κων/νος-ακορντεόν , μπαντονεόν και Παπαγεωργίου Γιάννης-κιθάρα, φωνή.
Σκηνικά-κοστούμια: Γιώργος Λυντζέρης
Σχεδιασμός Φώτων: Βασίλης Κλωτσοτήρας
Επιμέλεια κίνησης: Κυριάκος Κοσμίδης
Δημόσιες σχέσεις- Επικοινωνία: Νταίζη Λεμπέση
Επόμενος σταθμός της περιοδείας στις 30 Ιουλίου στο Πάρκο Τρίτση στο Ίλιον
του Μηνά Βιντιάδη που περιοδεύει στην Ελλάδα φέτος το Καλοκαίρι με πρωταγωνιστές τον Κώστα Αρζόγλου, την Η παράσταση
Η παράσταση με υπέροχες μουσικές μας ταξιδεύει στο τέλος του 1923, αρχές του 1924. Ένας ηλικιωμένος άντρας, ο Αναστάσης, με δανεικά και τις λίγες οικονομίες του, στήνει ένα ταβερνάκι με μουσική στον Πειραιά. Το ονομάζει «Στου Μποχώρη», από το γνωστό τραγούδι της εποχής. Έφυγε από τη Σμύρνη, μαζί με την κόρη του Ρηνιώ που είναι μορφωμένη και πολύ καλή τραγουδίστρια και τον παιδικό φίλο της Ρηνιώς, τον Φώτη.
Συναντήσαμε την Πέμη Ζούνη με αφορμή το έργο στο οποίο πρωταγωνιστεί, η οποία μίλησε στα ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ και τη Μαριάνθη Κουνιά τόσο για την παράσταση, όσο και για την σημερινή κατάσταση στην οποία βρίσκεται σήμερα το ελληνικό θέατρο.
Σε τι αναφέρεται το έργο αυτό;
Στο έργο βλέπουμε την ιστορία έξι ανθρώπων που λίγο μετά την Καταστροφή, προσπαθούν να ξεπεράσουν τη σκληρότητα και τις μνήμες όσων ζήσανε και να ορθοποδήσουν σε ένα νέο τόπο στήνοντας ένα μαγαζάκι. Δεν υπάρχουν μόνο οι αμείλικτες σκληρές εικόνες, αλλά το έργο έχει πολύ τρυφερότητα και μια γλύκα ανθρώπινη και βέβαια πολλά τραγούδια που τα συνοδεύει ακορντεόν, κανονάκι και κιθάρα. Το έργο είναι ένα σοφό κέντημα.
Μέσα στη σπουδαία διαδρομή σας έχετε παίξει με πολύ μεγάλα ονόματα καλλιτεχνών, όπως τον Ντίνο Ηλιόπουλο, την Τζένη Καρέζη, τον Αλέκο Αλεξανδράκη. Πόσο έχουν αλλάξει τα πράγματα σήμερα στο θέατρο από εκείνες τις εποχές;
Νομίζω ότι δεν έχουν ακόμα αναδυθεί οι αντίστοιχοι ηθοποιοί- μύθοι, όπως αυτοί που είχαμε παλαιότερα και οι οποίοι θα μας εμπνεύσουν παρά πολύ. Υπάρχει έμπνευση από σπουδαίους ανθρώπους, αλλά η αλήθεια είναι για να γίνει κάποιος μύθος πρέπει να περάσουν αρκετά χρόνια και να μείνει στο χρόνο. Άρα ακόμα δεν έχουμε τους αντίστοιχους μύθους αυτών των μεγεθών. Και αυτό συμβαίνει γιατί η διαχείριση των πραγμάτων είναι αλλιώς σήμερα και αυτό έχει να κάνει με τον τρόπο που λειτουργούν σήμερα τα πράγματα. Σήμερα δεν μπορεί κάποιος εύκολα να είναι μύθος γιατί δεν είναι κανείς δυσπρόσιτος, δεν έχει κανείς απόσταση από το κοινό. Και η τηλεόραση ευθύνεται κυρίως για αυτήν οικειότητα και βέβαια τα social media, όπου όλοι οι άνθρωποι εκεί μπορούν να είναι star για μια μέρα, ή για δέκα ή για είκοσι. Υπάρχουν όμως πολλά νέα παιδιά που είναι εξαιρετικά.
Στην τηλεόραση φαίνεται πως προσέχετε πολύ ποια πρόταση θα δεχτείτε. Με ποια κριτήρια επιλέγετε μια δουλειά;
Το κριτήριό μου ήταν πάντα οι άνθρωποι. Όχι τόσο ο ρόλος ή το σενάριο. Με ενδιαφέρει πάντα με ποιους θα κάνω μια δουλειά. Και το φρόντιζα πάντα αυτό για να μην βρεθώ προ εκπλήξεων δυσάρεστων ποτέ. Το με ποιους είναι πάντα το κλειδί.
Έχετε ζήσει τα χρόνια της κορυφής της τηλεόρασης. Εντυπωσιακή ανάκαμψη της μυθοπλασίας στη τηλεόραση. Θα κρατήσει;
Ναι πιστευώ πως θα πάει όλο και καλύτερα γιατί έχει ανέβει πολύ ο ανταγωνισμός. Και καλά κάνουν τα κανάλια και στηρίζουν πολύ τη μυθοπλασία. Έχει μπει και η ΕΡΤ στο παιχνίδι και αυτό με ικανοποιεί ιδιαίτερα.
Θα θέλατε να πρωταγωνιστήσετε σε ένα καθημερινό, καλό σήριαλ;
Ναι θα το έκανα. Αν θέλεις να βιοποριστείς από τη δουλειά σου, πρέπει να δεις και τι γίνεται γύρω σου.
Θα το τολμούσατε να κάνετε έναν ρόλο που δεν έχετε ξανακάνει ποτέ; Δηλαδή έναν πολύ κωμικό;
Ναι. Αγαπώ πάρα πολύ την κωμωδία. Την έχω μελετήσει πολύ. Βέβαια έχω παίξει σε κωμωδία αρκετές φορές.
Πως είναι σήμερα οι σχέσεις των καλλιτεχνών μετά από όσα συνέβησαν πέρυσι με το κίνημα metoo;
Φαντάζομαι ότι άυτό το κίνημα θα φρενάρει τους υποψήφιους εκμεταλευτές. Βάζει ένα φόβο. Θα ήθελα να μην περνάει αυτό κουτσομπολίστικα. Να κρατήσουμε το θέμα σε σοβαρό επίπεδο. Αυτά γίνονται σε όλους τους χώρους, αλλά η ανάγκη της δουλειάς σταματάει πολλούς στο να μιλήσουν.
Πιστεύετε πως τα τελευταία χρόνια είχαν χαθεί τα όρια του σεβασμού με αποτέλεσμα την κατάχρηση εξουσίας;
Πιστεύω γενικά αν ένα πράγμα μα ς πάει πίσω, είναι ότι δεν ξέρουμε τι σημαίνει σεβασμός. Ο σεβασμός είναι ένας υπέροχος παρανομαστής για να τακτοποιήσει κάθε σχέση εργασιακή, προσωπική, οικογενειακή. Αν λίγο σκύβαμε σε αυτήν την έννοια θα ήταν όλα διαφορετικά. Θεωρώ ότι έχει χαθεί ο σεβασμός σε όλους τους χώρους.
Εσείς είχατε ποτέ βρεθεί αντιμέτωπη με μια μεγάλη κακοποιητική συμπεριφορά στη ζωή σας;
Δεν είχα ποτέ βρεθεί ποτέ σε αυτή τη θέση ευτυχώς. Δεν χρειάστηκε ποτέ να σκεφτώ αν θα καταγγείλω κάποιον.
Τι σας σόκαρε από όσα ακούστηκαν πέρυσι;
Γενικά ήταν ένα κλίμα πολύ δυσάρεστο. Κάποιες απαξιωτικές συμπεριφορές τις είχα ακουστά. Ότι αυτός είναι σκληρός, αυτός είναι στριμμένος, αυτά τα ξέραμε. Αλλά το μέγεθος αυτών των καταγγελιών δεν το ξέραμε ακριβώς. Γιατί αν τα ξέραμε θα είχαμε με κάποιο τρόπο βοηθήσει κάποιους.
Στην πανδημία νιώσατε πως το κράτος στηρίζει τους καλλιτέχνες;
Για όσους μπήκαν στο Μητρώο Καλλιτεχνών υπήρξε στήριξη, πήραν ένα βοήθημα. Εγώ δεν μπήκα, δεν διεκδίκησα κάτι. Εμείς οι λίγο πιο γνωστοί επαγγελματίες το παλέψαμε μόνοι μας. Εγώ κρίνω τις κινήσεις της κάθε κυβέρνησης. Και τα καλά και τα κακά. Δεν κρατάω ίσες αποστάσεις. Και καταλαβαίνω ότι τώρα τόσα μπορούσαν να δώσουν, τόσα έδωσαν. Γιατί η κυβέρνηση βοήθησε και την εστίαση και πολλούς άλλους κλάδους. Αλλά αυτό το μικρό βοήθημα για τους καλλιτέχνες ήταν ευπρόσδεκτο. Θα μπορούσαν ίσως να γίνουν περισσότερα. Αλλά και μόνο το γεγονός ότι έριξε και στον πολιτισμό της ματιάς ήταν κάτι καλό. Γιατί στην Ελλάδα τον πολιτισμό δεν τον θεωρούν και κάτι πολύ σοβαρό.
Το έργο
Τέλος του 1923, αρχές του 1924. Ένας ηλικιωμένος άντρας, ο Αναστάσης, με δανεικά και τις λίγες οικονομίες του, στήνει ένα ταβερνάκι με μουσική στον Πειραιά. Το ονομάζει «Στου Μποχώρη», από το γνωστό τραγούδι της εποχής. Έφυγε από τη Σμύρνη, μαζί με την κόρη του Ρηνιώ –που έχασε τον άντρα της κάτω από άσχημες συνθήκες- και είναι μορφωμένη και πολύ καλή τραγουδίστρια και τον παιδικό φίλο της Ρηνιώς τον Φώτη.
Το έργο διατρέχει το χρονικό διάστημα από τις τελευταίες μέρες πριν από την καταστροφή έως το πρώτο χρονικό διάστημα της προσφυγιάς και βασίζεται σε ιστορικά στοιχεία και συγκλονιστικές μαρτυρίες ανθρώπων που βίωσαν αυτή την ξεχωριστή εμπειρία.
Μέσα από την μνήμη της Ρηνιώς περνάνε όλα τα σημαντικά γεγονότα από το 1890 έως το 1924. Η καθημερινή ζωή των Ελλήνων της Σμύρνης, οι συνθήκες σε Ελλάδα και Τουρκία που οδήγησαν στη Μικρασιατική Καταστροφή και στη Συνθήκη της
Λωζάννης με την Ανταλλαγή των Πληθυσμών, η Τέχνη κι ο Πολιτισμός στη Σμύρνη, οι γεύσεις και η κουζίνα, το ρεμπέτικο και ο αγώνας των άξιων μουσικών να το καθιερώσουν παρά τον πόλεμο και την αμφισβήτηση στην Αθήνα και τον Πειραιά.
Σημαντικές δραματουργικές αναφορές γίνονται ακόμα στα πρώτα δύσκολα χρόνια της εγκατάστασης του 1.500.000 των προσφύγων στην Ελλάδα, ανθρώπων που γνώρισαν περιφρόνηση, έχθρα, ακόμα και πόλεμο από τους συμπατριώτες τους, με τους οποίους μιλούσαν την ίδια γλώσσα…
Οι συντελεστές
Κείμενο: ΜΗΝΑΣ ΒΙΝΤΙΑΔΗΣ
Σκηνοθεσία: ΒΑΝΑ ΠΕΦΑΝΗ
Πρωταγωνιστούν: ΚΩΣΤΑΣ ΑΡΖΟΓΛΟΥ, ΠΕΜΗ ΖΟΥΝΗ, ΒΑΣΙΛΗΣ ΕΥΤΑΞΟΠΟΥΛΟΣ
Μουσικοί: Ζιγκερίδης Βασίλης-κανονάκι, Ζιγκερίδης Κων/νος-ακορντεόν , μπαντονεόν και Παπαγεωργίου Γιάννης-κιθάρα, φωνή.
Σκηνικά-κοστούμια: Γιώργος Λυντζέρης
Σχεδιασμός Φώτων: Βασίλης Κλωτσοτήρας
Επιμέλεια κίνησης: Κυριάκος Κοσμίδης
Δημόσιες σχέσεις- Επικοινωνία: Νταίζη Λεμπέση
Επόμενος σταθμός της περιοδείας στις 30 Ιουλίου στο Πάρκο Τρίτση στο Ίλιον