ΕΚΤΑΚΤΗ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
«Η Αντιγόνη του Σοφοκλή ως Κρέοντας στην Επίδαυρο»
Η «Αντιγόνη» στην Επίδαυρο που παρουσιάστηκε το Σαββατοκυριακο έφερε στο προσκήνιο τον Κρέοντα κάνοντας τον Σοφοκλή στις πίσω σειρές του θεάτρου (σσ αν βρήκε τελικά να σταθεί έστω όρθιος) να σκέφτεται σε ποια… αιωνιότητα παρέδωσε Αντιγόνη και του προέκυψε Κρέοντας
Παρασυρμένος από την αδυναμία του να ελέγξει το όριο της ανθρώπινης εξουσίας, ο Κρέων
«Αντιγόνη» στην Επίδαυρο που παρουσιάστηκε το Σαββατοκυριακο έφερε στο προσκήνιο τον Κρέοντα κάνοντας τον Σοφοκλή στις πίσω σειρές του θεάτρου (σσ αν βρήκε τελικά να σταθεί έστω όρθιος) να σκέφτεται σε ποια… αιωνιότητα παρέδωσε Αντιγόνη και του προέκυψε Κρέοντας.
Ομοίως θα αισθάνθηκε και η συντάκτρια του προλογικού σημειώματος της καλαίσθητης επιφυλλίδας , Ευφημία Καρακάντζα που διδάσκει «Φεμινιστική Κριτική» στο τμήμα φιλολογίας του πανεπιστημίου Πατρών. Περίμενε την επαναστάτρια «που τροφοδότησε τις σύγχρονες Αντιγόνες» και βρήκε μπροστά της τον μπρουτάλ δυνάστη, δικαιωμένο α) και ως προς την ουσία, της τήρησης δηλαδή της τάξης και των νόμων και β) ως προς το κληροδοτημένο μήνυμα, της θυσίας για τυραννία στο διηνεκές.
Προφανώς, ο Σοφοκλής εμφορούνταν από τέτοιες αντιλήψεις αφού συνέγραψε την τραγωδία μεταξύ του 442 πΧ - 438 πχ όταν, είτε ως στρατηγός του Περικλή είτε ως ταμίας της Αθηναϊκής Συμμαχίας, εκστράτευε και κατέσφαζε τους εχθρούς (Σαμίους κτλ), ωστόσο το ακλόνητο πρόσωπο, η πηγή, το περιεχόμενο, η κατάληξη, το σύμβολο, το επινόημα του , ήταν η συγκρουσιακή Αντιγόνη που πρώτη φορά σε δημόσιο χώρο αψηφά τον νόμο ενώπιον του βασιλιά για να θάψει τον Πολυνείκη, τον αδελφό της. «…Γεννήθηκε κυριολεκτικά με τον Σοφοκλή , ή για να το θέσω αλλιώς, ο Σοφοκλής δημιούργησε κυριολεκτικά την Αντιγόνη που ξέρουμε…Πουθενά δεν υπήρχε πριν από αυτόν: ο Όμηρος δεν την ξέρει, ούτε ο Ησιόδος, ο Πίνδαρος και άλλοι λυρικοί ποιητές» ενημερώνει στην εισαγωγή της η καθηγήτρια. Μάλιστα οι μελετητές συμπεραίνουν, πως η Αντιγόνη στην - προγενέστερη του Σοφοκλή- Έξοδο των Επτά επί Θήβαις του Αισχύλου, αποτελεί μεταγενέστερη προσθήκη στο έργο (4ος πΧ) ακριβώς λόγω της δημοφιλίας της που από τότε είχε, ακόμη και σε σχέση με την «Ηλέκτρα» την οποία ο Σοφοκλής συνέγραψε κοντά στα 85 του, προς το τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου.
Είναι συνεπώς αδύνατον να εμπλακεί κανείς, ως συντελεστής ή ως θεατής, στα δράματα των τριών τραγικών αγνοώντας την ιστορικότητα , ως «ύστερη δύναμη», του 5ου Χρυσού Αιώνα. Δυστυχώς, η Αντιγόνη φτιάχτηκε στη λάβα της εποχής για να καταλήξει στάχτη το φετινό καλοκαίρι.
Αν καταλάβαινε η Τρίγγου τι έλεγε όταν τεντώνονταν προσπαθώντας μάταια να φωνάξει: «Δεν είναι πόλεμος η ζωή, αγάπη είναι», τότε θα το διατύπωνε διαφορετικά: «Πόλεμος για την αγάπη είναι η ζωή». Την αγάπη για τη διάδοση, την επαναφορά, τη διατήρηση, το στέριωμα των οικουμενικών νοημάτων της αλληλεγγύης, της αντίστασης, της άδολης ψυχής, της ένδοξης γυναικείας υπόστασης.
Αλλοιώσεις
Ο διάχυτος Σλαβισμός του Λιθουανού σκηνοθέτη Τσεζάρις Γκραουζίνις, η υπαινισσόμενη φιλορωσσική σκληρότητα ως θεματοφύλακας του Δικαίου έστω κι αν σε ακραίες περιπτώσεις οδηγεί στο άδικο, η μουσική βαλκανοποίηση με τα τύμπανα, τα χάλκινα, τα κρουστά, το ακκορντεόν και τα βιολιά του Μπρέγκοβιτς, τα ζεϊμπέκο – σμυρναϊικα του χορού, το ξεφάντωμα των πρωταγωνιστών κατά την κορύφωση, τα συνεχή διαλείμματα για χειροκρότημα και μερικές ανάσες, η ισχυρή μικροφωνική εγκατάσταση ένεκα της αδυναμίας των περισσοτέρων να ξεφύγουν από τους ψίθυρους των τηλεοπτικών στούντιο και η «ατμοσφαιρική σύνδεση» με τη χειμωνιάτικη επιτυχία των «Κόκκινων Φαναριών», προσδιόρισαν την ταυτότητα της σύγχρονης απόδοσης του έργου ως μέτρου μελλοντικών αποδόσεων.
Η ζωή προχωρά
«Έτσι θα ‘ναι από δω και πέρα;» αναρωτιούνταν οι κριτικοί βλέποντας την Βουγιουκλάκη ως «Αντιγόνη» στην Επίδαυρο στις αρχές του ’90. Είχαν κατά νου την Ειρήνη Παπά ή την Άννα Συνοδινού χωρίς να δίνουν σημασία στη σκηνοθεσία του Βολανάκη («κατεβαίνω με Μίνωα» έλεγε και ξανάλεγε η Αλίκη ταράζοντας τη Ροζίτα Σώκου) , στη μουσική του Μίκη Θεοδωράκη , στον Κρέοντα Γιάννη Φέρτη, στον Ηλία Λογοθέτη ως Τειρεσία ή στον Τίμο Περλέγκα στον ρόλο του φύλακα.
Διαψεύστηκαν χρόνια αργότερα, με την ερμηνεία της Λυδίας Κονιόρδου και καλά να πάθουν γιατί το παρελθόν δεν αφορά κανένα, ιδίως οι μεμψιμοιρίες στο μοτίβο: «Και διηγώντας τα να κλαις». Όπως προχωρά η ζωή, προχωρά και η Αντιγόνη, 25 αιώνες τώρα. Πού θα πάει; Θα το ξαναβρεί.
Συντελεστές
Με σκηνικά - κουστούμια (Κέννυ Μακλέλλαν) αντλημένα από τον Μεσοπόλεμο, τις κουτσές καρέκλες και το ευδιάλυτο μοναστηριακό τραπέζι όπου κάθονταν τα μέλη του Χορού, η υποκριτική διατήρησε το δικαίωμα στις αναλαμπές δια των ερμηνειών του Β. Μπισμπίκη (Κρέων), του Κώστα Κορωναίου (Φρουρός) και τις περισσότερες φορές του Χρήστου Σαπουντζή (Τειρεσίας). Ο Ιεροκλής Μιχαηλίδης (Κορυφαίος του Χορού) κατάκοπος από τις περιοδείες και τη ζέστη, μπέρδεψε το σκηνικό οικοδόμημα με τη μουσική σκηνή, ο Στρατής Χατζησταματίου (Αίμων, γιος Κρέοντα και αρραβωνιαστικός Αντιγόνης) στην είσοδο του με τη στριγκιά φωνή και την αδέξια θεατρικότητα του απογοήτευσε όσο η Έλλη Τρίγγου (Αντιγόνη) , η Δανάη Μιχαλάκη (Ισμήνη, αδελφή Αντιγόνης) και Μαρίνα Αργυρίδου (Ευριδίκη). Ειδικά η τελευταία, περισσότερο γελούσε παρά έκλαιγε όταν αντίκριζε νεκρό το παιδί της κι ετοιμαζόταν κι η ίδια να το ακολουθήσει στο θάνατο. Όσο κι αν προσπάθησαν με το «δέσιμο» τους, ο Σαπουντζής (Τειρεσίας) και ο Μπισμπίκης (Κρέων) να προκαλέσουν την κορύφωση, η Αργυρίδου (Ευριδίκη) και ο Χατζησταματίου (Αίμων) νεκρός στα χέρια του πατέρα του, συνέτριψαν ακόμη και την έσχατη προσδοκία. Το έργο τελείωσε απότομα, στη σφιχτή 1 ώρα και κάτι, με τον Κρέοντα να μην προλαβαίνει καλά – καλά να δείξει πως αναθεώρησε για την Αντιγόνη και τον Αίμωνα.
Επίλογος, το κατάμεστο θέατρο, το μέτριο χειροκρότημα και η υποδειγματική διοργάνωση από τους επιτελείς του υπ. Πολιτισμού οι οποίοι υποδέχτηκαν και ταξινόμησαν πάνω από 10.000 θεατές.
πάλλεται στη φθορά των αντιθέσεων, του καλού και του κακού, του νέου και του γέρου, του νόμου και της αναρχίας, των θεών και των νόμων. ΗΟμοίως θα αισθάνθηκε και η συντάκτρια του προλογικού σημειώματος της καλαίσθητης επιφυλλίδας , Ευφημία Καρακάντζα που διδάσκει «Φεμινιστική Κριτική» στο τμήμα φιλολογίας του πανεπιστημίου Πατρών. Περίμενε την επαναστάτρια «που τροφοδότησε τις σύγχρονες Αντιγόνες» και βρήκε μπροστά της τον μπρουτάλ δυνάστη, δικαιωμένο α) και ως προς την ουσία, της τήρησης δηλαδή της τάξης και των νόμων και β) ως προς το κληροδοτημένο μήνυμα, της θυσίας για τυραννία στο διηνεκές.
Είναι συνεπώς αδύνατον να εμπλακεί κανείς, ως συντελεστής ή ως θεατής, στα δράματα των τριών τραγικών αγνοώντας την ιστορικότητα , ως «ύστερη δύναμη», του 5ου Χρυσού Αιώνα. Δυστυχώς, η Αντιγόνη φτιάχτηκε στη λάβα της εποχής για να καταλήξει στάχτη το φετινό καλοκαίρι.
Αλλοιώσεις
Ο διάχυτος Σλαβισμός του Λιθουανού σκηνοθέτη Τσεζάρις Γκραουζίνις, η υπαινισσόμενη φιλορωσσική σκληρότητα ως θεματοφύλακας του Δικαίου έστω κι αν σε ακραίες περιπτώσεις οδηγεί στο άδικο, η μουσική βαλκανοποίηση με τα τύμπανα, τα χάλκινα, τα κρουστά, το ακκορντεόν και τα βιολιά του Μπρέγκοβιτς, τα ζεϊμπέκο – σμυρναϊικα του χορού, το ξεφάντωμα των πρωταγωνιστών κατά την κορύφωση, τα συνεχή διαλείμματα για χειροκρότημα και μερικές ανάσες, η ισχυρή μικροφωνική εγκατάσταση ένεκα της αδυναμίας των περισσοτέρων να ξεφύγουν από τους ψίθυρους των τηλεοπτικών στούντιο και η «ατμοσφαιρική σύνδεση» με τη χειμωνιάτικη επιτυχία των «Κόκκινων Φαναριών», προσδιόρισαν την ταυτότητα της σύγχρονης απόδοσης του έργου ως μέτρου μελλοντικών αποδόσεων.
Η ζωή προχωρά
«Έτσι θα ‘ναι από δω και πέρα;» αναρωτιούνταν οι κριτικοί βλέποντας την Βουγιουκλάκη ως «Αντιγόνη» στην Επίδαυρο στις αρχές του ’90. Είχαν κατά νου την Ειρήνη Παπά ή την Άννα Συνοδινού χωρίς να δίνουν σημασία στη σκηνοθεσία του Βολανάκη («κατεβαίνω με Μίνωα» έλεγε και ξανάλεγε η Αλίκη ταράζοντας τη Ροζίτα Σώκου) , στη μουσική του Μίκη Θεοδωράκη , στον Κρέοντα Γιάννη Φέρτη, στον Ηλία Λογοθέτη ως Τειρεσία ή στον Τίμο Περλέγκα στον ρόλο του φύλακα.
Διαψεύστηκαν χρόνια αργότερα, με την ερμηνεία της Λυδίας Κονιόρδου και καλά να πάθουν γιατί το παρελθόν δεν αφορά κανένα, ιδίως οι μεμψιμοιρίες στο μοτίβο: «Και διηγώντας τα να κλαις». Όπως προχωρά η ζωή, προχωρά και η Αντιγόνη, 25 αιώνες τώρα. Πού θα πάει; Θα το ξαναβρεί.
Συντελεστές
Με σκηνικά - κουστούμια (Κέννυ Μακλέλλαν) αντλημένα από τον Μεσοπόλεμο, τις κουτσές καρέκλες και το ευδιάλυτο μοναστηριακό τραπέζι όπου κάθονταν τα μέλη του Χορού, η υποκριτική διατήρησε το δικαίωμα στις αναλαμπές δια των ερμηνειών του Β. Μπισμπίκη (Κρέων), του Κώστα Κορωναίου (Φρουρός) και τις περισσότερες φορές του Χρήστου Σαπουντζή (Τειρεσίας). Ο Ιεροκλής Μιχαηλίδης (Κορυφαίος του Χορού) κατάκοπος από τις περιοδείες και τη ζέστη, μπέρδεψε το σκηνικό οικοδόμημα με τη μουσική σκηνή, ο Στρατής Χατζησταματίου (Αίμων, γιος Κρέοντα και αρραβωνιαστικός Αντιγόνης) στην είσοδο του με τη στριγκιά φωνή και την αδέξια θεατρικότητα του απογοήτευσε όσο η Έλλη Τρίγγου (Αντιγόνη) , η Δανάη Μιχαλάκη (Ισμήνη, αδελφή Αντιγόνης) και Μαρίνα Αργυρίδου (Ευριδίκη). Ειδικά η τελευταία, περισσότερο γελούσε παρά έκλαιγε όταν αντίκριζε νεκρό το παιδί της κι ετοιμαζόταν κι η ίδια να το ακολουθήσει στο θάνατο. Όσο κι αν προσπάθησαν με το «δέσιμο» τους, ο Σαπουντζής (Τειρεσίας) και ο Μπισμπίκης (Κρέων) να προκαλέσουν την κορύφωση, η Αργυρίδου (Ευριδίκη) και ο Χατζησταματίου (Αίμων) νεκρός στα χέρια του πατέρα του, συνέτριψαν ακόμη και την έσχατη προσδοκία. Το έργο τελείωσε απότομα, στη σφιχτή 1 ώρα και κάτι, με τον Κρέοντα να μην προλαβαίνει καλά – καλά να δείξει πως αναθεώρησε για την Αντιγόνη και τον Αίμωνα.