ΕΚΤΑΚΤΗ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
Σπύρος Μιχαλόπουλος: Ο σκηνοθέτης των «Πανθέων» μιλάει στα ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ για τη μεγάλη παραγωγή που έρχεται το φθινόπωρο
«Η μυθοπλασία πρέπει να δίνει απαντήσεις στον θεατή χωρίς να τον τυραννάει», αναφέρει ο γνωστός σκηνοθέτης
Η ιστορία της θρυλικής, μεγαλοαστικής οικογένειας κατά τα πρώτα χρόνια του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου
Οι ήρωες του περίφημου και βραβευμένου από την Ακαδημία Αθηνών μυθιστορήματος του Τάσου Αθανασιάδη «Οι Πανθέοι» παίρνουν σάρκα και οστά μέσα από το σενάριο της Γιάννας Κανελλοπούλου και του Άγγελου Χασάπογλου μέσα από το κανάλι του ΣΚΑΪ, σε μια σύγχρονη παραγωγή υψηλών προδιαγραφών, που σκηνοθετεί ο Σπύρος Μιχαλόπουλος, έχοντας στο πλευρό του ένα σημαντικό καστ ηθοποιών, μεταξύ των οποίων οι Κάτια Δανδουλάκη (η οποία συμμετείχε και στην πρωτότυπη σειρά), Αιμίλιος Χειλάκης, Μελία Κράιλινγκ, Μιχάλης Σαράντης, Ελενα Τοπαλίδου και Αθηνά Μαξίμου.
Η υπόθεση ξεκινά το 1939, με τον πόλεμο στην Ευρώπη να έχει ξεκινήσει. Την ίδια στιγμή, στην Αθήνα τα ετερόκλητα μέλη της μεγάλης οικογένειας (παιδιά, νύφες και εγγόνια) συγκεντρώνονται στο αρχοντικό τους στην Κηφισιά, για να βρεθούν δίπλα στον ετοιμοθάνατο πατριάρχη, Βλάση Πανθέο. Ο θάνατός του θα φέρει ένα γεγονός που θα προκαλέσει σοκ και αναστάτωση στα παιδιά του. Λίγο πριν αφήσει την τελευταία του πνοή, θα απαρνηθεί την εκλιπούσα σύζυγό του και μητέρα τους, τη Νένα.
Και ενώ πριν από λίγες ημέρες ακούστηκε η πρώτη κλακέτα, με τα γυρίσματα να γίνονται σε εντατικούς ρυθμούς, ο σκηνοθέτης της σειράς ξέκλεψε λίγο χρόνο για να μας αποκαλύψει το κλίμα που επικρατεί εκεί.
Όντως οι Πανθέοι ξεκίνησαν πριν από μερικές μέρες τα γυρίσματά τους. Ύστερα από μια πεντάμηνη τουλάχιστον εντατική προετοιμασία, έφτασε η ώρα για την πρώτη κλακέτα. Το γεγονός αυτό από μόνο του είναι πολύ σημαντικό. Το ταξίδι αρχίζει.
Δεν υπήρξε δεύτερη σκέψη στην πρόταση. Το έργο του Αθανασιάδη, κυρίως, το σενάριο της Ιωάννας Κανελλοπούλου και του Άγγελου Χασάπογλου και η σιγουριά του παραγωγού, Γιάννη Καραγιάννη, ήταν τα συστατικά που με έκαναν να αισθανθώ σιγουριά. Δεν είναι λίγο αυτό.
Ναι, την έβλεπα, κυρίως τον πρώτο χρόνο, γιατί μετά βρέθηκα στο εξωτερικό. Η σκηνοθετική άποψη του αείμνηστου Βασίλη Γεωργιάδη έπαιξε ρόλο στην προσέγγισή μου, σε σχέση με τον ερμηνευτικό άξονα που ακολούθησε. Δούλεψε τόσο καλά τους χαρακτήρες, που μόνο να μάθεις από αυτό έχεις. Παρ' όλα αυτά, ακολούθησα μια άλλη γραμμή, εμβαθύνοντας στις ερμηνείες, δίνοντας άλλες προεκτάσεις.
Όταν μεταφέρεις ένα λογοτεχνικό έργο στην οθόνη, έχεις να αντιμετωπίσεις πολλές παραμέτρους. Η σημαντικότερη είναι ο εαυτός σου ως δημιουργός. Πρέπει να βρεις τη χρυσή τομή ανάμεσα στην πιστή αναπαράσταση μιας ατμόσφαιρας και της ερμηνείας των νοημάτων του έργου. Κάθε αναγνώστης έχει μια δική του εικόνα. Ο ίδιος ως θεατής θα έχει και μια δική του άποψη γι' αυτό που βλέπει. Ο σκηνοθέτης πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να πει με τον τρόπο του τη δική του ματιά. Με σεβασμό στο έργο, αλλά και στον θεατή. Αποφασίσαμε να μην κάνουμε λοιπόν ένα remake της σειράς του ‘77, αλλά μια εκ νέου προσέγγιση στο βιβλίο του Αθανασιάδη. Έτσι προχώρησαν και οι σεναριογράφοι, με αποτέλεσμα να έχουμε ένα πρωτογενές σενάριο πάνω σε ένα σπουδαίο έργο.
Οι διαπροσωπικές σχέσεις των ηρώων, ο απεγνωσμένος και ανέλπιστος έρωτας, το άρωμα της εποχής, οι συγκρούσεις του παλιού με το νέο, μα πάνω απ’ όλα οι χαρακτήρες, που φτάνουν στην υπερβολή και ξεπερνούν κάθε όριο.
Πιστεύω ότι ο θεατής θέλει πια να του μιλάμε στα ίσια. Να τον βάζουμε να σκεφτεί μέσα από τις ιστορίες μας. Έχει απαιτήσεις υψηλές. Δεν είναι άβουλος και αδαής. Έχει αναπάντητα ερωτήματα καθημερινά. Η μυθοπλασία, αν γίνεται σωστά, δείχνει δρόμους σκέψης χωρίς να τον τυραννάει. Αυτός είναι ο στόχος. Είναι σύμμαχος μας, όχι αντίπαλος.
Όχι, αλήθεια. Ξέρω τι έχω στα χέρια μου. Ο ανταγωνισμός, έτσι όπως γίνεται, είναι marketing, όχι ουσία. Δεν υπάρχει λόγος να αγχώνεται κανείς αν σέβεται τον εαυτό του και κυρίως το κοινό του.
, των «Πανθέων», επανέρχεται στη μικρή οθόνη το φθινόπωρο, 47 χρόνια μετά την πρώτη τηλεοπτική προβολή της.Οι ήρωες του περίφημου και βραβευμένου από την Ακαδημία Αθηνών μυθιστορήματος του Τάσου Αθανασιάδη «Οι Πανθέοι» παίρνουν σάρκα και οστά μέσα από το σενάριο της Γιάννας Κανελλοπούλου και του Άγγελου Χασάπογλου μέσα από το κανάλι του ΣΚΑΪ, σε μια σύγχρονη παραγωγή υψηλών προδιαγραφών, που σκηνοθετεί ο Σπύρος Μιχαλόπουλος, έχοντας στο πλευρό του ένα σημαντικό καστ ηθοποιών, μεταξύ των οποίων οι Κάτια Δανδουλάκη (η οποία συμμετείχε και στην πρωτότυπη σειρά), Αιμίλιος Χειλάκης, Μελία Κράιλινγκ, Μιχάλης Σαράντης, Ελενα Τοπαλίδου και Αθηνά Μαξίμου.
Η υπόθεση ξεκινά το 1939, με τον πόλεμο στην Ευρώπη να έχει ξεκινήσει. Την ίδια στιγμή, στην Αθήνα τα ετερόκλητα μέλη της μεγάλης οικογένειας (παιδιά, νύφες και εγγόνια) συγκεντρώνονται στο αρχοντικό τους στην Κηφισιά, για να βρεθούν δίπλα στον ετοιμοθάνατο πατριάρχη, Βλάση Πανθέο. Ο θάνατός του θα φέρει ένα γεγονός που θα προκαλέσει σοκ και αναστάτωση στα παιδιά του. Λίγο πριν αφήσει την τελευταία του πνοή, θα απαρνηθεί την εκλιπούσα σύζυγό του και μητέρα τους, τη Νένα.
Και ενώ πριν από λίγες ημέρες ακούστηκε η πρώτη κλακέτα, με τα γυρίσματα να γίνονται σε εντατικούς ρυθμούς, ο σκηνοθέτης της σειράς ξέκλεψε λίγο χρόνο για να μας αποκαλύψει το κλίμα που επικρατεί εκεί.
Πριν από λίγο καιρό ξεκίνησαν τα γυρίσματα για τους «Πανθέους». Ποιες είναι οι πρώτες σας εντυπώσεις;
Όντως οι Πανθέοι ξεκίνησαν πριν από μερικές μέρες τα γυρίσματά τους. Ύστερα από μια πεντάμηνη τουλάχιστον εντατική προετοιμασία, έφτασε η ώρα για την πρώτη κλακέτα. Το γεγονός αυτό από μόνο του είναι πολύ σημαντικό. Το ταξίδι αρχίζει.
Τι κλίμα επικρατεί; Υπερισχύει ο ενθουσιασμός της αγωνίας για το τελικό αποτέλεσμα;
Στα γυρίσματα κυριαρχεί, κυρίως, ένα κλίμα δημιουργικής αγωνίας, μια προσήλωση στον στόχο μας και κυρίως η ηρεμία και η σιγουριά ότι κάνουμε κάτι που μας αρέσει. Όλοι οι συντελεστές δίνουν ό,τι καλύτερο διαθέτουν, κυρίως όμως δίνουν ψυχή. Είναι συγκινητικό.Τι σας έκανε να πείτε το «ναι» σε αυτή τη δουλειά;
Δεν υπήρξε δεύτερη σκέψη στην πρόταση. Το έργο του Αθανασιάδη, κυρίως, το σενάριο της Ιωάννας Κανελλοπούλου και του Άγγελου Χασάπογλου και η σιγουριά του παραγωγού, Γιάννη Καραγιάννη, ήταν τα συστατικά που με έκαναν να αισθανθώ σιγουριά. Δεν είναι λίγο αυτό.
Εσείς βλέπατε τη σειρά όταν πρωτοπαίχτηκε στη μικρή οθόνη; Και αν ναι, αυτό το γεγονός επηρεάζει μοιραία τη σκηνοθετική σας ματιά;
Ναι, την έβλεπα, κυρίως τον πρώτο χρόνο, γιατί μετά βρέθηκα στο εξωτερικό. Η σκηνοθετική άποψη του αείμνηστου Βασίλη Γεωργιάδη έπαιξε ρόλο στην προσέγγισή μου, σε σχέση με τον ερμηνευτικό άξονα που ακολούθησε. Δούλεψε τόσο καλά τους χαρακτήρες, που μόνο να μάθεις από αυτό έχεις. Παρ' όλα αυτά, ακολούθησα μια άλλη γραμμή, εμβαθύνοντας στις ερμηνείες, δίνοντας άλλες προεκτάσεις.
Ήταν εύκολη η προσαρμογή του έργου στο σήμερα;
Όταν μεταφέρεις ένα λογοτεχνικό έργο στην οθόνη, έχεις να αντιμετωπίσεις πολλές παραμέτρους. Η σημαντικότερη είναι ο εαυτός σου ως δημιουργός. Πρέπει να βρεις τη χρυσή τομή ανάμεσα στην πιστή αναπαράσταση μιας ατμόσφαιρας και της ερμηνείας των νοημάτων του έργου. Κάθε αναγνώστης έχει μια δική του εικόνα. Ο ίδιος ως θεατής θα έχει και μια δική του άποψη γι' αυτό που βλέπει. Ο σκηνοθέτης πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να πει με τον τρόπο του τη δική του ματιά. Με σεβασμό στο έργο, αλλά και στον θεατή. Αποφασίσαμε να μην κάνουμε λοιπόν ένα remake της σειράς του ‘77, αλλά μια εκ νέου προσέγγιση στο βιβλίο του Αθανασιάδη. Έτσι προχώρησαν και οι σεναριογράφοι, με αποτέλεσμα να έχουμε ένα πρωτογενές σενάριο πάνω σε ένα σπουδαίο έργο.
Εσάς τι σας συγκινεί περισσότερο στην ιστορία των Πανθέων;
Οι διαπροσωπικές σχέσεις των ηρώων, ο απεγνωσμένος και ανέλπιστος έρωτας, το άρωμα της εποχής, οι συγκρούσεις του παλιού με το νέο, μα πάνω απ’ όλα οι χαρακτήρες, που φτάνουν στην υπερβολή και ξεπερνούν κάθε όριο.
Τι πρέπει, κατά τη γνώμη σας, να διαθέτει μια τηλεοπτική σειρά για να γίνει επιτυχία;
Σεβασμό στον θεατή, τίμια σκέψη και μηνύματα μέσα από τη διαχρονικότητα.Η μυθοπλασία έχει επιστρέψει δυναμικά τα τελευταία χρόνια στους δέκτες μας. Ποια επιθυμία του τηλεθεατή θεωρείτε ότι ήρθε να καλύψει;
Πιστεύω ότι ο θεατής θέλει πια να του μιλάμε στα ίσια. Να τον βάζουμε να σκεφτεί μέσα από τις ιστορίες μας. Έχει απαιτήσεις υψηλές. Δεν είναι άβουλος και αδαής. Έχει αναπάντητα ερωτήματα καθημερινά. Η μυθοπλασία, αν γίνεται σωστά, δείχνει δρόμους σκέψης χωρίς να τον τυραννάει. Αυτός είναι ο στόχος. Είναι σύμμαχος μας, όχι αντίπαλος.
Σας αγχώνει ο ανταγωνισμός;
Όχι, αλήθεια. Ξέρω τι έχω στα χέρια μου. Ο ανταγωνισμός, έτσι όπως γίνεται, είναι marketing, όχι ουσία. Δεν υπάρχει λόγος να αγχώνεται κανείς αν σέβεται τον εαυτό του και κυρίως το κοινό του.