«Έφυγε» από τη ζωή ο σπουδαίος Ιταλός συγγραφέας Ντάριο Φο
Ήταν δημιουργός εξαιρετικών θεατρικών παραστάσεων - Σύνθημά του «Μη στενοχωριέσαι, άφησε τα πράγματα να πάνε μόνα τους»
Σε ηλικία 90 ετών πέθανε από πνευμονία ο Ιταλός θεατρικός συγγραφέας, ευθυμογράφος, ηθοποιός, θεατρικός σκηνοθέτης και συνθέτης Ντάριο Φο.
Ο Ντάριο Φο γεννήθηκε στο Λεγκιούνο-Σαντζιάνο. Ο πατέρας του Φελίτσε ήταν διευθυντής των ιταλικών σιδηροδρόμων και η οικογένεια άλλαζε συχνά κατοικία λόγω των μεταθέσεων του. Ο Ντάριο έμαθε την τέχνη της διήγησης απ' την γιαγιά του και από Λομβαρδούς ψαράδες και φυσητές γυαλιού.
Η λατρεία για την Commedia dell arte και το Νόμπελ
Πήρε το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1997. Στα θεατρικά του έργα, που κυριαρχεί το γκροτέσκο στοιχείο, χρησιμοποιούσε τεχνικές της κομέντια ντελ' άρτε και συνεργαζόταν στενά με τη σύζυγό του Φράνκα Ράμε.Το 1940, μετακόμισε στο Μιλάνο για να σπουδάσει αρχιτεκτονική στη Brera Art Academy, αλλά ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος τού χάλασε τα σχέδια. Η οικογένειά του πήρε μέρος στην αντιφασιστικό αγώνα και λέγεται πως βοηθούσε τον πατέρα του να φυγαδεύει πρόσφυγες και στρατιώτες των Συμμάχων στην Ελβετία. Κοντά στο τέλος του πολέμου, ο Φο στρατολογήθηκε στο στρατό της Δημοκρατίας του Σαλό, αλλά δραπέτευσε και κατάφερε να κρυφτεί για το υπόλοιπο του πολέμου.
Μετά τον πόλεμο, συνέχισε τις σπουδές αρχιτεκτονικής στο Μιλάνο. Εκεί αναμείχθηκε με τα λεγόμενα μικρά θέατρα {teatri piccoli), στα οποία άρχισε να παρουσιάζει τους αυτοσχέδιους μονολόγους του. Το 1950 άρχισε να εργάζεται στο θέατρο του Φράνκο Παρέντι, και σταδιακά εγκατέλειψε την εργασία του ως βοηθός αρχιτέκτονα.
Μετά τον πόλεμο, συνέχισε τις σπουδές αρχιτεκτονικής στο Μιλάνο. Εκεί αναμείχθηκε με τα λεγόμενα μικρά θέατρα {teatri piccoli), στα οποία άρχισε να παρουσιάζει τους αυτοσχέδιους μονολόγους του. Το 1950 άρχισε να εργάζεται στο θέατρο του Φράνκο Παρέντι, και σταδιακά εγκατέλειψε την εργασία του ως βοηθός αρχιτέκτονα.
Το 1951 ο Φο συναντάει τη Φράνκα Ράμε, γόνο θεατρικής οικογένειας, όταν δούλευαν μαζί στην παραγωγή της επιθεώρησης Εφτά ημέρες στο Μιλάνο. Μετά από λίγο καιρό, αρραβωνιάστηκαν. Τον ίδιο χρόνο προσκλήθηκε να παρουσιάσει τη ραδιοφωνική εκπομπή Κοκορίκο στη RAI, το εθνικό ραδιόφωνο της Ιταλίας. Έκανε 18 σατιρικούς μονολόγους όπου μετέτρεπε βιβλικές ιστορίες σε πολιτική σάτιρα
Εργογραφία
Δάχτυλο στο μάτι (Il dito nell'occhio, 1953)
Οι Αρχάγγελοι δεν Παίζουν Φλίπερ (Gli arcangeli non giocano a flipper, 1959)
Είχε δυο Πιστόλια (με Άσπρα και Μαύρα Μάτια) (Aveva due pistole dagli occhi bianchi e neri, 1960)
Αυτός που Κλέβει ένα Πόδι Έχει Τύχη στην Αγάπη (Chi ruba un piede è fortunato in amore, 1961
H Mεγάλη Παντομίμα (΄΄Grande pantomime con bandiere e pupazzi piccolo I medi΄΄), 1968
Μίστερο Μπούφο (Mistero Buffo, 1969)
Ο Εργάτης Ξέρει 300 Λέξεις το Αφεντικό 1000, Γι' αυτό Είναι Αφεντικό (L'operaio conosce 300 parole il padrone 1000 per queato lui e il padrone, 1969)
Ο Τυχαίος Θάνατος ενός Αναρχικού (Morte accidentale di un anarchico, 1970)
Φενταγίν (Fedayin, 1971)
Δεν Πληρώνω! Δεν Πληρώνω! (Non si paga, non si paga!, 1974)
Η Μαριχουάνα της Μαμάς Είναι πιο Γλυκιά (La marijuana della mamma è la piu bella, 1976)
Όλο Σπίτι, Κρεβάτι κι Εκκλησία (Tutti casa letto e chiesa, 1977)
Η Ιστορία μιας Τίγρης κι Άλλες Ιστορίες (Storia della tigre et altre storie, 1978)
Η Όπερα του Ζητιάνου, (L'opera dello sghignazzo, 1981)
Μια Μάνα (Una madre, 1982)
Το Ανοιχτό Ζευγάρι (Coppio aperta, 1983)
Ελισάβετ: Γυναίκα Κατά Λάθος (Quasi per caso una donna: Elisabetta, 1984)
Το Ημερολόγιο της Εύας (Diario di Eva, 1984)
Ένας Ήταν Γυμνός κι ο Άλλος Φόραγε Φράκο (L´uomo nudo e l´uomo in frak, 1985)
Ο Πάπας και η Μάγισσα (Il papa e la strega, 1989)
Ο Ανώμαλος Δικέφαλος (L'anomalo Bicefalo, 2003)
Δημιουργός εξαιρετικών θεατρικών παραστάσεων, (Δεν πληρώνω, δεν πληρώνω- Ο τυχαίος θάνατος ενός αναρχικού) ζούσε με το χιούμορ και δεν του έλειπε ποτέ απο την καθημερινότητά του. «Τα γεράματα πέφτουν πάνω σου, ξαφνικά. Εγώ όμως αισθάνομαι ηλικιωμένος, όχι γέρος» έλεγε. «Οι γέροι είναι συντηρητικοί, είναι νοσταλγικοί. Εγώ όχι».
Σύνθημά του «Μη στενοχωριέσαι, άφησε τα πράγματα να πάνε μόνα τους».