Μια γυναίκα που παγιδεύεται ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν, η σιωπή του Θεού μπροστά στον ανθρώπινο πόνο, ένα δημοφιλές βιντεοπαιχνίδι δράσης και ένας οδηγός λεωφορείου που βλέπει τη ζωή ποιητικά συνθέτουν τις κινηματογραφικές επιλογές αυτής της εβδομάδας.

«Νυκτόβια πλάσματα»

Ο Τομ Φορντ διασκευάζει ελεύθερα το μυθιστόρημα «Tony and Susan» του Όστιν Ράιτ, δημιουργώντας ένα θρίλερ έρωτα, βίας και εκδίκησης, το οποίο είναι υποψήφιο για τρεις Χρυσές Σφαίρες. Με τους – υποψήφιους για Όσκαρ – Έιμι Άνταμς, Τζέικ Τζίλενχαλ, Μάικλ Σάνον και Λόρα Λίνεϊ και τους Άιλα Φίσερ, Άρμι Χάμερ, Άαρον Τέιλορ Τζόνσον και Έλι Μπάμπερ, μια επιμελήτρια εκθέσεων ζωγραφικής, που βιώνει έναν δυστυχισμένο γάμο, διαβάζει το πρώτο μυθιστόρημα του πρώην άντρα της, τον οποίο δεν έχει δει εδώ και 19 χρόνια. Το βιβλίο είναι αφιερωμένο σε αυτήν και κάνει ακόμα πιο έντονες τις τύψεις της για κάτι ασυγχώρητο που του είχε κάνει. Ήρωάς του είναι ένας καθηγητής, του οποίου η γυναίκα και η κόρη πέφτουν θύματα απαγωγής. Διαβάζοντάς το, παγιδεύεται ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν, και «απορροφάται» από μια ιστορία στο εδώ και το τώρα.

«Τα “Νυκτόβια πλάσματα” είναι μια ιστορία, που αφορά στις επιλογές που κάνουμε στη ζωή μας και στις επιπτώσεις που έχουν οι αποφάσεις μας», εξηγεί ο σκηνοθέτης. «Σε μια εποχή, όπου όλα είναι ρευστά, ακόμα και οι σχέσεις, αυτή η ιστορία πραγματεύεται θέματα πίστης, αφοσίωσης και αγάπης. Είναι μια ιστορία, που θίγει την απομόνωση και τη μοναξιά που όλοι μας βιώνουμε και τη σπουδαιότητα των συναισθημάτων, που είναι και τα μόνα που μας κρατούν στη ζωή».

«Σιωπή»

Βασισμένο στο βραβευμένο μυθιστόρημα του Σιουσάκου Έντο, το ιστορικό δράμα του – βραβευμένου με Όσκαρ – Μάρτιν Σκορσέζε εξετάζει το πνευματικό και θρησκευτικό ερώτημα περί της σιωπής του Θεού μπροστά στον ανθρώπινο πόνο, μέσα από την ιστορία δύο Πορτογάλων ιεραπόστολων του 17ου αιώνα που αναλαμβάνουν να φέρουν εις πέρας ένα ριψοκίνδυνο ταξίδι στην Ιαπωνία, προκειμένου να αναζητήσουν τον αγνοούμενο μέντορά τους και να διαδώσουν την αλήθεια του χριστιανισμού. Εκείνη την εποχή, στην Ιαπωνία, οι φεουδάρχες άρχοντες και οι διοικούντες Σαμουράι ήταν αποφασισμένοι να εξαφανίσουν τον Χριστιανισμό από τον τόπο τους. Έτσι, οι Χριστιανοί διώκονταν και βασανίζονταν μέχρι να αποκηρύξουν την πίστη τους, διαφορετικά αντιμετώπιζαν έναν αργό και βασανιστικό θάνατο. Σε αυτήν τη θέση βρίσκεται και ο ιεραπόστολος Σεμπαστιάου Ροντρίγκες, ο οποίος έρχεται αντιμέτωπος με τρομερά ηθικά διλήμματα, αλλά, κυρίως, με τη σιωπή του Θεού, που μοιάζει να αποδέχεται τα φρικτά βασανιστήρια, στα οποία υπόκεινται οι πιστοί Του. Παίζουν ο – υποψήφιος για Όσκαρ – Λίαμ Νίσον και οι Άντριου Γκάρφιλντ, Άνταμ Ντράιβερ, Σάιαραν Χάιντς, Ταντανόμπου Ασάνο, Σίνια Τσουκαμότο και Νανά Κομάτσου.

«Assassin’s Creed»

Με εκατομμύρια πωλήσεις σε όλο τον κόσμο, το διάσημο βιντεοπαιχνίδι δράσης μεταφέρεται στη μεγάλη οθόνη από τον Τζάστιν Κουρζέλ, με πρωταγωνιστές τους – βραβευμένους με Όσκαρ – Μαριόν Κοτιγιάρ και Τζέρεμι Άιρονς, τους – υποψήφιους για Όσκαρ – Μάικλ Φασμπέντερ και Σαρλότ Ράμπλινγκ και τους Μπρένταν Γκλίσον και Αριάν Λαμπέντ. Μέσω μιας επαναστατικής τεχνολογίας που ξεκλειδώνει τις γενετικές του μνήμες, ο Κάλουμ Λιντς βιώνει τις περιπέτειες του προγόνου του, Αγκιλάρ, στην Ισπανία του 15ου αιώνα, ανακαλύπτει ότι κατάγεται από μια μυστηριώδη κρυφή αδελφότητα, τους Assassins (Ασασίνους), και συγκεντρώνει φοβερές γνώσεις και ικανότητες, για να αντιμετωπίσει στο σήμερα μια παντοδύναμη οργάνωση.

Ο Πάτρικ Κρόλει, ένας εκ των παραγωγών αυτής της τρισδιάστατης περιπέτειας δράσης, σημειώνει: «Το “Assassin’s Creed” είναι ένα κολοσσιαίο παιχνίδι σε ό,τι αφορά στην επιρροή που έχει παγκοσμίως. Υπάρχει ένα τεράστιο κοινό στον κόσμο, που ξέρει όλους τους κανόνες και την ιστορία, καθώς και τους χαρακτήρες που το αποτελούν. Το στοίχημα, λοιπόν, που έπρεπε να κερδηθεί από σκηνοθέτη και παραγωγή, ήταν η ταινία να γίνει απολύτως κατανοητή, ακόμη και σε όσους δεν είχαν καμία απολύτως σχέση με το παιχνίδι. Η ιστορία που έχουμε φτιάξει είναι μία ιστορία, που δεν χρειάζεται να έχει παίξει κάποιος ποτέ το παιχνίδι, προκειμένου να την απολαύσει».

«Paterson»

Ο αιρετικός Τζιμ Τζάρμους επιστρέφει με ένα δράμα, που παρατηρεί σιωπηρά τους θριάμβους και τις ήττες της καθημερινής ζωής, αλλά και την ποίηση που κρύβεται στις πιο μικρές λεπτομέρειες. Με τους Άνταμ Ντράιβερ, Γκολσιφτέ Φαραχανί, Μπάρι Χένλεϊ, Κλιφ Σμιθ, Τσάστεν Χάρμον και Ουίλιαμ Τζάκσον Χάρπερ, ένας οδηγός λεωφορείου κάνει το καθημερινό του δρομολόγιο, παρατηρώντας την πόλη, κρυφακούγοντας αποσπασματικά τις συζητήσεις γύρω του και γράφοντας στίχους. Η γυναίκα του, η οποία υποστηρίζει το ταλέντο του στην ποίηση, βλέπει κάποια παράξενα όνειρα.

Ο σκηνοθέτης επισημαίνει: «Πάντοτε, υποστήριζα ότι πρέπει να εμπιστευόμαστε πρώτα τον εαυτό μας και, αν κάνουμε τέχνη, να ικανοποιούμε αυτόν. Να συνεργαζόμαστε μαζί του και να κάνουμε το καλύτερο δυνατό. Η επαφή με τον έξω κόσμο μόνο απορρύθμιση προκαλεί. Αυτή, που χρειάζεται να εξασκούμε, είναι τη διαίσθησή μας. Από τις πρώτες μου ταινίες, έλεγα ότι κάνουμε κινηματογράφο για τον εαυτό μας και μόνο. Αυτό, μάλιστα, είχε προκαλέσει και μια διαμάχη μου με τον Μπερνάρντο Μπερτολούτσι, έναν σκηνοθέτη που θαυμάζω για τη συμβολή του στην ιστορία και την ομορφιά του σινεμά, όταν, πριν πολλά χρόνια, είχαμε βρεθεί μαζί σε μια εκπομπή στην Ολλανδία.

Μου είχε πει τότε θυμωμένος, μετά από μια τέτοια δήλωσή μου, ότι είναι κατακριτέο και ελιτίστικο να μην σκέφτομαι τον κόσμο, αλλά μόνο τον εαυτό μου. Και του απάντησα, ότι είναι σεβαστά όσα μου λέει, αλλά εγώ δεν θέλω να περάσω ένα μήνυμα στον κόσμο, αλλά να τον κάνω να αισθανθεί όσα αισθάνομαι εγώ για την ταινία αυτή. Έτσι έκανα και το “Paterson”, επηρεασμένος από την ποιητική σχολή της Νέας Υόρκης περί της ιδέας της γραφής από ένα άτομο: ο ποιητής στέκεται στην κορυφή του βουνού και λέει: “Εδώ είναι αυτό που πιστεύω”».