«Σιωπηλή Αθήνα» με μεγάλους έρωτες
Ο συγγραφέας Μηχαήλ – Αλέξανδρος Μαλαχιάς εξηγεί στα ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ και τη Μαριάνθη Κουνιά γιατί έγραψε μια τολμηρή ιστορίας ρίξης
Τα αδιέξοδα των νέων που ενηλικιώνονται και αγωνίζονται μέσα στην Ελλάδα της κρίσης, οι πλατείες και οι γειτονιές της Αθήνας από τη μία και οι στενοί, ασφυκτικοί χώροι ενός στρατοπέδου σε μια βραχονησίδα από την άλλη πλέκονται με τους χαρακτήρες του νέου μυθιστόρηματος του Μιχαήλ-Αλέξανδρου Μαλαχιά «Σιωπηλή Αθήνα» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη. Άνθρωποι αλλοτριωμένοι, χωρίς ισχυρά αντίβαρα βρίσκονται μπροστά σε προσωπικά αδιέξοδα. Αγαπές χάρτινες που εύκολα καίγονται, αποκαθηλώνονται και οδηγούν στην καταστροφή.
Η «Σιωπηλή Αθήνα» πρόκειται για μια τολμηρή ιστορία ρήξης που αποκαθηλώνει τους μεγάλους έρωτες μέσα από μικρές σαδομαζοχιστικές εκλάμψεις υπακοής-ανυπακοής, οδομαχιών, δακρυγόνων, τσιγάρων, ξεπέτας και παραισθησιογόνων, στον κόσμο που κυοφόρησε το μεγάλο κραχ και την κρίση. Σε ένα πλαίσιο σαφές και υπερβατικό, όπου αρχαία και νέα Αθήνα, στοιχειωμένες, γίνονται ένα.
Ο συγγραφέας, γιατρός στο επάγγελμα και νέος στην ηλικία άντλησε την έμπνευσή του από τα κινήματα των αγανακτισμένων πολιτών που τα τελευταία χρόνια είναι σε έξαρση. Οι «Αγανακτισμένοι» δε του 2011 ήταν η απαρχή για την δική του συγγραφική εξέγερση, που ξεκίνησε αμέσως μετά τη στρατιωτική θητεία του σε δύο ακατοίκητες βραχονησίδες του Αιγαίου. Και ο λόγος που έπιασε χαρτί και μολύβι, όπως ο ίδιος εξομολογείται ήταν το μεγάλο τραγικό κενό στο οποίο δεν είχε ποτέ μια απάντηση και που προσπάθησε να γεμίσει με τη συγγραφή, τόσο του πρώτου βιβλίου «Πικραμύγδαλο», όσο και του δεύτερου της «Σιωπηλής Αθήνας».
«Η Αθήνα και ο Βράχος, σε μια σχέση στίχων πλεκτής ομοιοκαταληξίας μεταξύ τους, εναλλάσσονται συνεχώς και στήνουν σκηνικά δράσης που φορτίζουν ή αποφορτίζουν τους ήρωες σε συγκινησιακό επίπεδο. Αυτό το αντιλαμβάνεται ο αναγνώστης της «Σιωπηλής Αθήνας», στην αρχή ανεπαίσθητα και σιγά –σιγά αρχίζει να αντιμετωπίζει τους χώρους ως γρίφο και αναζητά το κρυφό τους νόημα, γιατί καταλαβαίνει ότι ένα από τα κλειδιά της ερμηνείας του έργου κρύβεται στην ανάλυσή τους» αναφέρει ο ίδιος.
Στην πλοκή του έργου ο έρωτας παίζει κεντρικό ρόλο. Η ιστορία αναφέρεται σε εκείνους τους έρωτες, που συχνά κρύβουν μια καταστροφή. Άλλωστε αυτοί οι έρωτες πνίγονται στις μικρές λεπτομέρειες που αποκαθηλώνουν το είδωλο που έχουμε χτίσει ευλαβικά για τον εραστή μας. «Όπως είπε κάποτε η Louise Bourgeois, «ο φόβος για το σεξ ισοδυναμεί με το θάνατο». Εμπεριέχει άλλωστε την ίδια τη ζωή σε όλες τις εκφάνσεις της. Μια αγκαλιά μπορεί να σημαίνει κλάμα ή χαρά. Η ανθρώπινη επαφή μπορεί να είναι γυμνή, λευκή, χλωμή, πολύχρωμη, γωνιασμένη, στριφτή, «εγκάρδια» σαν κεφαλοκλείδωμα και ούτω καθεξής», λέει για τη δύναμη του έρωτα.
Όσο για τον τρόπο που ξεχώρισε τα κεφάλαια της ιστορία του, δυσκολέυτηκε να ξεδιαλύνει τι είναι αυστηρά προσωπικό και τι όχι, τι ανήκει σε ένα ημερολόγιο και τι σε ένα μυθιστόρημα. Και ύστερα να αφαιρέσει τα κομμάτια εκείνα που θεώρησε ότι περισσεύουν. Συνολικά, από το αρχικό σύγγραμμα αφαίρεσε περίπου εκατό σελίδες, ώσπου να απαλλαχθεί από εκείνα τα κομμάτια που αποτελούσαν για αυτόν ένα μικρό βαρίδι. «Ήταν η σκιά του βιβλίου που άφηνα πίσω μου» εξηγεί.