Η Μίνα Αδαμάκη μετά από 45 δημιουργικά χρόνια ξαναγυρνάει στο θεατρικό της σπίτι, το «Υπόγειο» του Θεάτρου Τέχνης, σκηνοθετώντας τον «Εραστή» του Χάρολντ Πίντερ.

Η συγκίνησή της μεγάλη, κάνει την καρδιά της να ανεβάζει παλμούς. Οπως τότε που ήταν 19 χρόνων και κυνηγούσε με πάθος το όνειρό της, δίπλα στον μεγάλο δάσκαλο Κάρολο Κουν. Αν και οι πρόβες είναι εξαντλητικές, διατηρούν την ίδια μαγική αίσθηση που είχαν οι πρόβες εκείνα τα πρώτα, ανέμελα χρόνια.

Θυμάται που τελείωναν αργά το βράδυ και ξεχύνονταν χαρούμενοι στη συμβολή της Σταδίου με την Πεσμαζόγλου, στο κέντρο της Αθήνας.

Εκαναν πρόβα ακούραστα και μετά παράσταση. Η Μίνα Αδαμάκη λίγο πριν από την πρεμιέρα του έργου, που έγινε τη Δευτέρα, μας άνοιξε την καρδιά της και γεμάτη συγκίνηση μας μίλησε για εκείνα τα χρόνια που καθόρισαν την καριέρα της και σημάδεψαν καλλιτεχνικά τη ζωή της, αλλά και για την τωρινή επιστροφή της με ένα έργο που λατρεύει.

Πως νιώθετε που μετά από τόσα χρόνια βρίσκεστε ξανά στο χώρο που σας γέννησε θεατρικά; Πείτε μας για εκείνα τα χρόνια με τον Κουν.

Ο Κουν ήταν δάσκαλος μου και μετά επί 5 χρόνια ήταν σκηνοθέτης μου. Αυτά τα χρόνια τα έχω πολύ ζωντανά μέσα μου. Ήταν ένας άλλος κόσμος. Ότι συνέβαινε μέσα στο Θ.Τέχνης ήταν το αποτέλεσμα ενός ιδιαίτερου μυαλού. Ο Κουν ήταν ιδιαίτερα ευαίσθητος, καλλιεργημένος και άνθρωπος με βάθος. Τα έψαχνε όλα στο μέγιστο βαθμό, θέλοντας να φτάσει στην αλήθεια του. Σαν δάσκαλος ήταν πάρα πολύ αυστηρός. Αλλά μας είχε πείσει ότι αξίζει τον κόπο. Ποτέ δεν μπορούσαμε να τον αμφισβητήσουμε. Συνέχεια παίρναμε πράγματα, εφόδια από αυτόν. Εγώ εκεί γεννήθηκα θεατρικά, εκεί πρωτογνώρισα το θέατρο στα 19 μου.

Γιατί φέτος επιλέξατε αυτό το έργο;

Ο Πίντερ είναι από τους αγαπημένους μου συγγραφείς. Έχω ξανασκηνοθετήσει έργο του, παλιότερα, την Προδοσία σε δική μου μετάφραση πάλι. Με μαγεύει ο τρόπος που αφουγκράζεται και παρατηρεί τον άνθρωπο. Η γραφή του είναι μοναδική. Δεν είναι ακριβώς ρεαλιστική, αλλά ελλειπτική. Ενώ, οι υποθέσεις των έργων του είναι πολύ απλές, αλλά ο τρόπος που συμπεριφέρονται και συνομιλούν οι χαρακτήρες είναι πολύ ιδιόμορφος. Δεν μιλούν καθαρά. Ο Πίντερ πιστεύει πως ο άνθρωπος και η αλήθεια του εκφράζονται καλύτερα με το σπασμένο λεξιλόγιο και την εκφραστικότητα ανθρώπων που είναι σε ταραχή και σύγχυση και εκεί αντιλαμβανόμαστε πως κάτι κρύβει κάποιος και στη σιωπή. Η οποία στα έργα του Πϊντερ εκφράζει πολλά περισσότερα από όσα ο αρθρωμένος λόγος. Γιατί οι άνθρωποι με τον λόγο προσπαθούν να αποκρύψουν αυτά που αισθάνονται.

Τι σας δυσκόλεψε σε αυτήν τη σκηνοθεσία;

Επειδή έκανα και τη μετάφραση είχα τη δυνατότητα να το ψάξω πάρα πολύ. Ο Πίντερ έχει τη δυσκολία ότι η γλώσσα του είναι πολύ συγκεκριμένη και σύντομη. Δεν έχει όγκο, αλλά εκφράζεται με πολύ σύντομες προτάσεις. Αντίθετα η δική μας γλώσσα είναι πληθωρική και πιο εκφραστική. Έτσι είναι και οι χαρακτήρες. Εκφράζονται με συγκοπές και λίγες λέξεις. Και μέσα από εκεί πρέπει να βγει τι είναι ο καθένας. Τι θέλει και τι δεν θέλει. Άρα πρέπει να αποκαλυφθούν σκηνοθετικά όλα αυτά. Τελικά όμως το τι θέλει ακριβώς ο κάθε χαρακτήρας μένει άλυτο μυστήριο, γιατί ο Πίντερ δεν το καθαρίζει. Το αφήνει να αιωρούνται γιατί είναι πολύ διφορούμενος και πρέπει ο θεατής να δώσει τη δική του ερμηνεία. Ο Πίντερ δεν πιστεύει πως υπάρχει απόλυτη αλήθεια.

Είχατε ξεκινήσει για δικηγόρος, αλλά σας κέρδισε η Τέχνη;

Ήταν το μέσο για να έρθω από το Βόλο στην Αθήνα να σπουδάσω ηθοποιός. Οι γονείς μου δεν δέχτηκαν ποτέ την επιθυμία μου αυτή. Το απέρριψαν αμέσως μόλις το άκουσαν. Και έτσι τους είπα πως θα πάω στην Αθήνα για να σπουδάσω στο Πανεπιστήμιο. Είχα σκεφτεί διάφορα πράγματα και κατέληξα στην δικηγορία γιατί ήθελα να αποκτήσω επιχειρήματα για τα πράγματα. Έδωσα εξετάσεις και πέτυχα. Μετά στην Αθήνα τελείωσα τη δραματική σχολή του Θεάτρου Τέχνης εν αγνοία τους, στα κρυφά.

Ο μπαμπάς σας δεν αποδέχτηκε την επιλογή σας;

Όχι. Ποτέ δεν ήρθε να με δει όταν έπαιζα. Αλλά αυτό δεν με στεναχωρούσε γιατί ήμουν τόσο χαρούμενη και εκστασιασμένη με αυτό που μου συνέβαινε, που δεν έδωσα καμιά σημασία στην αντίδρασή τους. Γιατί την περίμενα, την ήξερα. Η μητέρα μου όμως ήρθε να με δει γιατί δεν ήθελε να χάσει την επαφή μαζί μου. Και χαιρόταν πολύ τελικά που τα κατάφερα.

Σπουδάσατε και στο Λονδίνο; Ήταν δύσκολο εκείνα τα χρόνια;

Έφυγα από το Τέχνης κάποια στιγμή και πήγα στο Λονδίνο γιατί ήθελα να γνωρίσω κι άλλα πράγματα. Άλλους πολιτισμούς, άλλες ατμόσφαιρες. Δεν ήταν εύκολο. Ήταν για μένα άλλη μια δύσκολη στιγμή. Έπρεπε να εξηγήσω πάλι στους γονείς μου τι ήθελα να κάνω. Τους είχα ήδη εκθέσει στη μικρή κοινωνία του Βόλου, γιατί τη δεκαετία του 60 μια κοπέλα αν γινόταν ηθοποιός ήταν μεγάλη ιστορία. Εξόκειλε τελείως. Και αυτοί σίγουρα πέρασαν άσχημα. Αλλά ευτυχώς εγώ δεν έδωσα σημασία. Γιατί ήθελα να κάνω αυτό που μου ταίριαζε. Που με τραβούσε σαν μαγνήτης. Και να κάνω τα δικά μου λάθη. Φεύγοντας για το Λονδίνο είπα στον πατέρα μου «μην ανησυχείς, εγώ θα τα καταφέρω». Δεν ήξερα τίποτα, αλλά ήταν αυτό που ένιωθα, το μέσα μου, η εσωτερική μου επιταγή.

Τι κερδίσατε από το θέατρο;

Τα πάντα. Το θέατρο έχει το χάρισμα ότι ασχολείσαι με τον άνθρωπο. Ψάχνεις να βρεις πως θα τον εκφράσεις κάθε φορά. Και εκεί δουλεύεις πάρα πολύ, με φαντασία, με διαβάσματα, γνώσεις, εικόνες, ιστορίες, ποίηση, λογοτεχνία. Και δεν φτάνουν όλα αυτά, γιατί πάντα υπάρχει ένα κρυφό μονοπάτι που δεν το ξέρουμε. Δεν μπορούμε να το ορίσουμε. Για αυτό όταν με ρωτούν πως το έκανες αυτό, λέω δεν ξέρω.

Ακολουθείτε πάντα την καρδιά σας με πάθος

Δεν είναι δύσκολο αν το πιστεύεις. Το δύσκολο θα ήταν να μην το έκανα, γιατί θα αισθανόμουν νεκρή. Δεν θα είχα κίνητρο. Το θέατρο κινητοποιεί όλο μου το είναι. Το σώμα, την ψυχή, το μυαλό μου.

Τι θυσιάσετε για την καριέρα σας;

Τίποτα. Αισθάνομαι τόσο πλήρης, που δεν νιώθω ότι θυσιάζω κάτι. Ο χρόνος που διαθέτω για τη δουλειά μου είναι πηγή χαράς. Ακόμα και η κούραση ή η απογοήτευση, που συναντώ και είναι μέσα στο παιχνίδι, δεν μετράνε.

Ποια συνεργασία υπήρξε καθοριστική στη διαμόρφωση της ταυτότητάς σας ως ηθοποιός

Αναμφίβολα το Θέατρο Τέχνης και ο Κουν. Εκεί ανακάλυψα τι σημαίνει να δουλεύεις πάνω σε ένα έργο και σε ένα χαρακτήρα. Εκεί έκανα τις πρώτες μου δουλειές. Απέκτησα μια γερή βάση και στη συνέχεια την ανέπτυξα.

Οι "Τρεις Χάριτε" πόσο σημάδεψαν τη ζωή σας;;

Δεν με σημάδεψε ιδιαίτερα παρόλο που έκανα κάτι που δεν είχα ξανακάνει. Αλλά το σήριαλ αυτό έπαιξε καθοριστικό ρόλο, γιατί την επιτυχία του δεν την περίμενε κανείς. Ήταν κωμικό με ουσία, με ωραία κείμενα, ωραία γραφή και χαρακτήρες . Και η επιτυχία αυτή με πήγε παρακάτω. Απέκτησα άμεση αναγνωσιμότητα από ένα τεράστιο κοινό. Κάποια στιγμή δεν μπορούσα να το ελέγξω. Όσοι μας παρακολουθούσαν έδιναν ραντεβού με τους φίλους τους μετά το σήριαλ. Για να μην χάσουν το επεισόδιο.

Τι είναι αυτό που ακόμα δεν έχετε πετύχει;

Δεν ξέρω. Νιώθω πως δεν έχω πετύχει τίποτα ακόμα. Δεν την ξέρω την επιτυχία. Είναι πάντα ένα ερωτηματικό. Γιατί αν την ήξερα, δεν θα έκανα ποτέ τίποτα.

Ο έρωτας τι ρόλο έπαιξε στη ζωή σας;

Πολύ μεγάλο. Καθοριστικό. Ο έρωτας είναι η αρχή της ζωής. Άλλωστε έρωτα έχω και για το θέατρο. Και το ένα τροφοδοτεί το άλλο. Πρόκειται για ένα δόσιμο, ένα άνοιγμα. Οι άνθρωποι είμαστε καταδικασμένοι να είμαστε μόνοι μας. Ο έρωτας όπως και το θέατρο σε κάνουν να ανοιχτείς. Γιατί αλλιώς δεν γίνεται να έρθεις σε βαθιά επαφή με τον άλλο.

Οικογένεια, παιδιά θελήσατε ποτέ να κάνετε;

Όχι, ποτέ. Είναι εγωιστικό, αλλά δεν ήταν κάτι που με μάγευε. Γιατί στην οικογένεια πρέπει να αφιερωθείς, είναι δύσκολη ιστορία. Είναι πιο δύσκολη από τον έρωτα, την τέχνη, την δουλειά. Τα παιδιά είναι τεράστια ευθύνη.