Βασισμένο στο ομώνυμο μυθιστόρημα «Το δείπνο», την παγκόσμια λογοτεχνική επιτυχία του Χέρμαν Κοχ, η ομώνυμη ταινία του Ορεν Μόβερμαν είναι ένα σκοτεινό ψυχολογικό θρίλερ, που περιστρέφεται γύρω από την έντονη αντιπαράθεση δύο ζευγαριών κατά τη διάρκεια ενός δείπνου σε ένα πανάκριβο εστιατόριο.


Οταν ο Σταν Λόχμαν (Ρίτσαρντ Γκιρ) προσκαλεί τον μικρότερο αδελφό του, Πολ (Στιβ Κούγκαν), και τη σύζυγό του, Κλερ (Λόρα Λίνεϊ), να δειπνήσουν μαζί με τη σύζυγό του, Κέιτλιν (Ρεμπέκα Χολ), σε ένα από τα πιο μοδάτα εστιατόρια της πόλης, κανείς τους δεν μπορεί να φανταστεί πόσο «άβολη» για όλους θα εξελιχθεί αυτή η νύχτα.


Ο Πολ ζηλεύει τον Σταν από παιδί, πιστεύοντας ότι είχε μεγαλύτερο μερίδιο προσοχής από τους γονείς τους από ό,τι εκείνος. Την ίδια στιγμή, ενώ αυτός (ο Πολ) έχει σταματήσει να εργάζεται ως καθηγητής Ιστορίας, εξαιτίας μιας νευρικής κατάρρευσης, και ζει με επιδόματα, ο Σταν διεκδικεί θέση κυβερνήτη και βρίσκεται στη μέση μιας επιτυχημένης πολιτικής εκστρατείας. Αρα, έχει έναν επιπλέον λόγο για να ενταθεί η αντιπάθεια που νιώθει για τον μεγάλο αδελφό του.


Σε αντιδιαστολή με το πολυτελές περιβάλλον του εστιατορίου και την άψογη εξυπηρέτηση του προσωπικού, η ατμόσφαιρα στο τραπέζι μόνο πολιτισμέ νη δεν θα μπορούσε να τη χαρακτηρίσει κάποιος. Ο Πολ επιτίθεται συνεχώς στον αδερφό του, ενώ μεγάλη ένταση υπάρχει και μεταξύ του Σταν και της Κέιτλιν. Ο Σταν αναφέρεται επανειλημμένα σε κάποιο σημαντικό θέμα που πρέπει να συζητήσουν, ωστόσο οι υπόλοιποι θέλουν να εμποδίσουν αυτήν την κουβέντα να εξελιχθεί.


Το έγκλημα. Τελικά, ο λόγος που ο Σταν τούς έχει καλέσει καθίσταται σαφής: Και τα δύο ζευγάρια έχουν 16χρονους γιους, οι οποίοι έχουν διαπράξει ένα φρικτό έγκλημα που έχει σοκάρει τη χώρα. Τα αγόρια κατέγραψαν το περιστατικό σε βίντεο και το ανέβασαν στο Διαδίκτυο. Παρόλο που οι ταυτότητές τους δεν έχουν ακόμη αποκαλυφθεί, οι γονείς τους πρέπει να αποφασίσουν πώς θα χειριστούν την κατάσταση. Καθώς προχωρά η βραδιά, οι βαθιές πεποιθήσεις και η αληθινή φύση των χαρακτήρων αποκαλύπτονται, οι σχέσεις μεταξύ τους θρυμματίζονται και ο καθένας ξεχωριστά αποκαλύπτει πόσο μακριά μπορεί να φτάσει προκειμένου να προστατέψει εκείνους που αγαπά.

Οπως σε κάθε οικογενειακό τραπέζι, όπου κάποια στιγμή ξεκινούν άβολες συζητήσεις, που προκαλούν αμηχανία, έτσι ακριβώς συμβαίνει και σε αυτό. Το «Δείπνο» αποτελείται από έξι διαφορετικά πιάτα και κατά τη διάρκειά του θα μας αποκαλυφθεί η σχέση μεταξύ των δύο ζευγαριών. Οσο περνάει η ώρα, τόσο περισσότερο μας γίνεται ξεκάθαρο πως πρόκειται για μια σχέση επιφανειακή, που υποκρύπτει ανεκδήλωτες εντάσεις. Σε γενικό πλαίσιο, η αφηγηματική δομή της ταινίας θυμίζει τηλεμαχία, όπου οι απόψεις διαδέχονται η μία την άλλη, με αποτέλεσμα να βομβαρδιζόμαστε από πληροφορίες και να χάνεται ο συμβολισμός που κρύβει η εναλλαγή των πιάτων, ως κάτι καινούργιο που κάνει την εμφάνισή του.


Το σενάριο φαίνεται «κακομαγειρεμένο». Οι φλασμπάκ σκηνές μεταξύ των δύο αδερφών, αν και έχουν ένταση, εισβάλλουν με περίεργο τρόπο στην αφηγηματική δομή. Η προσπάθεια να «ανοίξει» το θέμα και, ως συνέπεια, η δραματοποίηση πέρα από το τραπέζι του δείπνου δεν συμβάλλει στη δημιουργία συναισθημάτων, ενώ οι εμβόλιμες σκηνές που αφορούν στην εγκληματική πράξη των παιδιών μοιάζουν περισσότερο «αγχωμένες», με αποτέλεσμα ο θεατής να χάνει την ουσία, που δεν είναι άλλη από το ηθικό πεδίο του ζητήματος.


Υποκριτική δεινότητα. Ο Στιβ Κούγκαν μάς παραδίδει μια μοναδική, έντονη, σατιρική και γεμάτη αυτοπεποίθηση ερμηνεία. Δεν υπάρχει στιγμή της ταινίας που να μην είναι ειλικρινής, ψάχνοντας τις χαραμάδες μικροπρέπειας του ρόλου του, προκειμένου να τις αναδείξει. Η υποκριτική του δεινότητα τον κάνει να ξεχωρίζει από τους τρεις συμπρωταγωνιστές του. Ο Ρίτσαρντ Γκιρ, αν και παίζει πιο πολύ με το πρόσωπό του, μοιάζοντας εγκλωβισμένος στην ωραία εμφάνισή του, είναι για ακόμη μία φορά πολύ καλός. Η εξαιρετική Λόρα Λίνεϊ προσπαθεί να δώσει μια ενοποιημένη εικόνα σε έναν ρόλο ο οποίος σεναριακά μοιάζει να έχει γραφτεί διαφορετικά από σκηνή σε σκηνή. Τέλος, η Ρεμπέκα Χολ, μια ηθοποιός που τη χαρακτηρίζει η ερμηνευτική ακεραιότητα, έχει το δύσκολο έργο να ενσαρκώσει έναν χαρακτήρα ο οποίος βασίζεται περισσότερο στην αντίδραση και λιγότερο στο συναίσθημα.

Το βασικό ζήτημα που θα έπρεπε να μας απασχολήσει είναι το γεγονός πως οι γονείς τις περισσότερες φορές βαραίνουν τα παιδιά τους με τις δικές τους φιλοδοξίες. Οταν, όμως, οι πράξεις των παιδιών τους είναι απογοητευτικές ή αγγίζουν το έγκλημα, φα-
νερώνουν τις ελλείψεις αξιών και την αποτυχία τους να τους τις μεταδώσουν,
με αποτέλεσμα να προσπαθούν να «μπαλώσουν» την κατάσταση.

Παρ’ όλα αυτά, αν και θέματα γονεϊκής ευθύνης και ανατροφής παιδιών στην εποχή του Ιντερνετ, είναι πολύ σημαντικά, εμφανίζονται ως ζητήματα που μπορούν να θυσιαστούν μπροστά στις πολιτικές ή προσωπικές φιλοδοξίες. Η πραγματική συζήτηση για το ηθικό επίπεδο του θέματος είναι σαν να μη γίνεται ποτέ, δεδομένο που δεν ανταποκρίνεται με ρεαλισμό στο δίλημμα των γονέων. «Το δείπνο» είναι μια ταινία με πολύ καλές ερμηνείες, η οποία όμως δεν καταφέρνει