Φέρνοντας στο προσκήνιο δύο διαμετρικά αντίθετους άντρες, τον ήρεμο, ευγενικό Χοσέ (Αντόνιο ντε λα Τόρε – «Το μικρό νησί») και τον βίαιο Κούρο (Λουίς Καλέχο), το σκηνοθετικό ντεμπούτο του πολυβραβευ μένου Ισπανού ηθοποιού Ραούλ Αρεβάλο παρασύρει τον θεατή σε μια ταινία αγωνίας, εκδίκησης και ανατροπών.

«Με την ταινία “Η οργή ενός υπομονετι κού ανθρώπου” εκπληρώθηκε το όνειρό μου να σκηνοθετήσω. Πρόκειται για μια περιπέτεια αγωνίας που έρχεται από τα σκοτεινά βάθη της ψυχής. Το μίσος, η πικρία και η οργή είναι συναισθήματα που με έχουν απασχολήσει και μου έχουν τραβήξει το ενδιαφέρον. Στην ταινία προσπαθήσαμε να τα παρουσιάσουμε με τον μέγιστο ρεαλισμό. (…) Θεωρώ πως πρέπει να ψάξουμε βαθιά τις ρίζες μας για να πού με μια ιστορία που, τελικά, αν μιλάει για ανθρώπους, είναι παγκόσμια» σημειώνει ο σκηνοθέτης.

Ο Χοσέ είναι ένας μοναχικός και ντροπα λός άνδρας. Ενα πρωινό πηγαίνει για καφέ στο μπαρ όπου δουλεύει η Ανα. Ο ερχομός του στη ζωή της δίνει κουράγιο στην Ανα, αφού πέρασε οχτώ χρόνια περιμένοντας τον Κούρο, τον σύζυγό της, να εκτί ει την ποινή του.

Ο Κούρο βγαίνει ελπίζοντας πως θα μπορέσει να ξεκινήσει από την αρχή με την Ανα.

Στη θέση της, όμως, βρίσκει μια μπερδεμένη γυναίκα και έναν ξένο, που θα τον αναγκάσει να αντιμετωπίσει τα φαντάσματα του παρελθόντος.

Ο Ισπανός ηθοποιός-σκηνοθέτης Ραούλ Αρεβάλο φέρνει γρήγορα το εντυπωσια κό ντεμπούτο του υπό έλεγχο και απλώνει την αφήγηση με σταθερό χέρι, που δεν προδίδει καθόλου την αναμενόμενη αστάθεια ενός ντεμπούτου.

Πρόκειται για μια ιστορία χωρίς συμβιβασμούς στην αμείλικτα επηρεασμένη από τον δυτικό κόσμο γραμμικότητά της. Με αλλαγές στη δομή αποκαλύπτεται ότι το διστακτικό, συναισθηματικό και περίπλοκο πρώτο μέρος μετατρέπεται σε κάτι πολύ πιο σκοτεινό στο δεύτερο.

Ο πρόλογος, σαν βγαλμένος από ταινία action adventure, δείχνει άσχετος τόσο με τη μορφή όσο και με το περιεχόμενο της υπόλοιπης ταινίας, παρ’ όλα αυτά έχει νόημα στην εξέλιξή της, αποτελώντας ένα κομψό κινηματογραφικό κομμάτι.

Συνολικά, στην ταινία τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται. Τη δομή αυτή ενισχύει και η ερμηνεία του εξαιρετικού Ντε λα Τόρε, ο οποίος επενδύει τις σιωπές του Χοσέ με σταθερή ειλικρίνεια, που προστατεύει πλήρως τα πραγματικά του κίνητρα.

Στη συνέχεια, όμως, ο κτητικός Κούρο απελευθερώνεται από τη φυλακή και η ταινία εισέρχεται στο δεύτερο μισό, εκεί όπου μετατρέπεται σε ένα συνδυασμό road movie και ψυχολογικού θρίλερ, όπου οι δύο άντρες συνυπάρχουν ως ανταγωνιστές, αλλά και ως συνταξιδιώτες.

Ο 36χρονος Αρεβάλο, με τη 16χρονη υποκριτική πορεία, είχε αναφερθεί κατά καιρούς στη φιλοδοξία του να βρεθεί πίσω από την κάμερα και από το αποτέλεσμα φαίνεται πως πέρασε αρκετό χρόνο μελετώντας με λεπτομέρεια την τέχνη.

Ισως ο συνδυασμός αυτός να αποτελεί και τον λόγο που αποφεύγει τις παγίδες στις οποίες θα μπορούσαν να πέσουν οι πρωταγωνιστές του. Στόχος του δεν είναι απλώς η ανάδειξη του πρωταγωνιστή, αλλά η ανάδειξη της ιστορίας σε ένα ενιαίο πλαίσιο.

Συνολικά, αντιμετωπίζει την ταινία ως μια μελέτη του κοντράστ μεταξύ Κούρο και Χοσέ, ένα εντυπωσιακό πορτρέτο της αρρενωπότητας και των εξαιρετικά διαφορετικών τρόπων, που μπορεί να εκδηλωθεί σε μια κοινωνία που ακόμα και σήμερα χαρακτηρίζεται από στοιχεία μπρουτάλ ανδρικής υπερηφάνειας.

Ο Κούρο είναι βίαιος, εγκληματίας, δυνατός, ενώ ο Χοσέ είναι ευγενικός, καλλιεργημένος και ήσυχος. Το «Η οργή ενός υπομονετικού ανθρώπου» θυμίζει σε όλους μας, με έναν σκοτεινό, αλλά εκθαμβωτικό τρόπο, ότι τα πράγματα δεν είναι πάντα όπως δείχνουν και πως η ηρεμία και η ευγένεια δεν αποτελούν απαραίτητα και αδυναμία.