Είναι ένας από τους μετρ της κωμωδίας στην Ελλάδα και από τους λίγους που γνωρίζουν το μυστικό για το πώς γεμίζουν τα θέατρα ή οι κινηματογραφικές αίθουσες. Όταν ξεκινάει να γράφει, όλα γύρω του πρέπει να είναι τακτοποιημένα. Να έχουν τη μυρωδιά της λεβάντας ή της βανίλιας. Διαφορετικά δεν μπορεί να εμπνευστεί και να απευθυνθεί στο κοινό του, στο μέσο θεατή όπως λέει. Ο λόγος φυσικά για τον Μιχάλη Ρέππα, τον σεναριογράφο που με τον Θανάση Παπαθανασίου έχουν αποτελέσει τα τελευταία 25 χρόνια ένα εκρηκτικό δίδυμο στο χώρο του θεάματος. Τον συνάντησα στο εξοχικό του στην Αρχαία Επίδαυρο με αφορμή την απόφαση του να γράψει φέτος μαζί με τον Θανάση το πρώτο τους αστυνομικό έργο με τίτλο «Το παιχνίδι του δολοφόνου» που θα παρουσιαστεί στο θέατρο Ήβη, αλλά και την κωμωδία «Βάφτα Μαύρα» που θα παιχτεί για δεύτερη χρονιά στο Λαμπέτη.

Τι ετοιμάζατε φέτος στο θέατρο;

Πρώτα από όλα έχουμε δυο σημαντικές επαναλήψεις την κωμωδία "Βάφτα μαύρα" στο Λαμπέτη και το Ζορμπά (Θέατρο Βεάκη), έργα για τα οποία είμαστε πολύ περήφανοι. Πάνε πολύ καλά. Με το Ζορμπά αναλάβαμε μια τεράστια ευθύνη, να διασκευάσουμε θεατρικά του πιο πολυδιαβασμένου παγκόσμια ελληνικού πεζογραφήματος.

Το παιχνίδι του δολοφόνου: Πως αποφασίσατε να γράψετε το πρώτο σας αστυνομικό έργο φέτος;

Η αγάπη μας για το αστυνομικό έργο είναι δεδομένη με το Θανάση. Είπαμε να κάνουμε την απόπειρα να φτιάξουμε ένα δικό μας αστυνομικό. Το κάναμε με τη δύναμη της παρόρμησης, δεν το σκεφτήκαμε καθόλου. Ήταν μια περιπέτεια για εμάς, αλλά μας άρεσε πάρα πολύ. Μας ανανέωσε και μας αναζοωγόνησε αυτή η προσπάθεια.

Είστε ένας από τους κορυφαίους μετρ της κωμωδίας τις τελευταίες δεκαετίες στην Ελλάδα. Ποια είναι εκείνα τα στοιχεία που επιθυμεί διακαώς ο κόσμος να βλέπει σε μια κωμωδία για να φύγει απόλυτα ευχαριστημένος από το θέατρο. Δηλαδή τι έχει ανάγκη ο Έλληνας για να περάσει καλά;

Δεν μπορεί κανείς να το ορίσει αυτό με δύο –τρεις κουβέντες. Γιατί αν μπορούσαμε θα κάναμε επιτυχία κάθε φορά που γράφαμε κάτι καινούριο. Νομίζω όμως πως ο Έλληνας και γενικά ο κάθε άνθρωπος στο χώρο του αφηγήματος (λογοτεχνία, σινεμά, θέατρο), ψάχνει να βρει στοιχεία του εαυτού του. Ίσως όχι εκφρασμένα σε μια αποκρουστική μορφή.

Από τι εμπνέεστε γενικά όταν γράφετε - θέατρο;

Προσπαθούμε να καταγράψουμε ότι παρατηρούμε στη ζωή και μας έκανε εντύπωση. Εμείς απευθυνόμαστε στο μέσο θεατή, είμαστε καλλιτέχνες για το θεατή. Πολλοί συνάδελφοι μας γραφουν για τον ευατό τους, για να εκφράσουν τα δικά τους οράματα. Αυτό δεν το καταλαβαίνω, μου φαίνεται ανοησία και εγωσμός. Πολύ συχνά αυτό είναι η θεωρητική συγκάλυψη της αταλαντωσύνης. Οπότε θεωρώ σωστό ότι πρέπει να γράφουμε για τον θεατή. Αυτή είναι η φύση μας. Όπως ο γιατρός λειτουργεί γα τον ασθενή ή ο δικηγόρος για τον πελάτη του. Αν ένας μανάβης είναι αλλεργικός στη ντομάτα, σημαίνει πως δεν θα πουλάει ντομάτες στο μανάβικο; Παρότι είμαστε άνθρωποι του ταμείου, γιατί από το ταμείο μετριέται πόσο ο νεοέλληνας ενδιαφέρεται για το έργο μας, είμαστε άνθρωποι του θεατή.

Έχει επηρεάσει την έμπνευσή σας η κρίση που περνάμε τα τελευταία χρόνια;

Βέβαια. Τα γεγονότα της κρίσης είναι το άλφα και το ωμέγα στην καθημερινότητά μας. Από εκεί αρχίζουμε, από το γεγονός ότι όλοι οι Έλληνες χρωστάνε. Όλοι οι νυκοραίοι, όπως ήμουν κι εγώ, χρωστάνε. Αν πριν 10 χρόνια μου έλεγες ότι κάποια στιγμή θα χρωστάω στην εφορία, θα γέλαγα. Όλα μας τα έργα από το Ράους και μετά, είναι επηρεασμένα από την κρίση.

Έχετε αφιερώσει τη ζωή σας στη συγγραφή. Πως είναι δηλαδή η καθημερινότητά σας; Πως είναι το σπίτι σας; Γεμάτα σημειώσεις και χαρτιά;

Το σπίτι μου είναι πολύ τακτοποιημένο πάντα. Δεν μπορώ να λειτουργήσω καθόλου σε αταξία. Από την άλλη δεν μπορείς να ορίσεις πότε θα σου έρθει μια ιδέα. Όταν ξυπνάω το πρωι και μου έρχεται μια καλή έμπνευση, παίρνω αμέσως τηλέφωνο τον Θανάση και του το λέω. Εμείς γίναμε συγγραφείς μέσα από το σήριαλ, επειδή έχει καθημερινή τριβή. Και συγκεκριμένα από τις τρεις χάριτες. Αλλά η συγγραφή ενός θεατρικού έργου ή σεναρίου δεν είναι μια στιγμή αναλαμπής όπως αν γράψεις ένα τραγούδι στη στιγμή. Ξεκινάς κάτι και μετά είναι, μεροδούλι, μεροφάι. Αρχίζει η δουλειά τετ – α-τετ με το Θανάση, το οποίο είναι μια ευλογία στη ζωή μου. Λυπάμαι όλους τους συγγραφείς που γράφουν μόνοι τους, αντιμέτωποι με τον τοίχο και διαλογιζομενοι μόνο με τον ευατό τους. Εγώ διαλογίζομαι με έναν άλλο άνθρωπο, που με κάνει να έχω ένα στοιχιώδες κοινό. Και είμαστε και οι δυο πολύ τυχεροί σε αυτό.

Τι δυσκολίες έχει η δουλειά σας;

Πολλές. Γιατί ποτέ δεν ξέρεις που θα σε βγάλει, βαδίζεις στα τυφλά. Όταν τελειώνουμε ένα εργο, τελειώνει η καλλιτεχνική δημιουργία και ξεκινάει το επάγγελμα, δηλαδή το διαχειριστικό κομμάτι. Που θα δώσεις το έργο και πως θα το δειαχειριστούν για να γίνει παράσταση.

Όταν ένας επιχειρηματίας απορρίπτει το έργο σας τι γίνεται;

Έχει γίνει πολλές φορές. Αυτή τη στιγμή που μιλάμε έχουμε 1- 2 θεατρικά έργα στο συρτάρι από απόρριψη και πέντε σενάρια. Στο σινεμά έχουμε φάει πολύ φόλα… Έχουμε να γυρίσουμε ταινία από το 2008.

Έχετε σκεφτεί να γυρίσετε μόνοι σας μια ταινία;

Όχι βέβαια, δεν είμαι ψώνιο να κάνω δουλειές μόνος μου. Όταν κάποιος δεν θέλει, σημαίνει πως αυτή δουλειά δεν αφορά. Και τώρα με την κρίση που έχω τεράστιο οικονομικό πρόβλημα, δεν θα έβαζα σε κίνδυνο την περιουσία μου, δεν θα ρίσκαρα να χάσω το σπίτι μου. Πάντα αυτό το έχουμε αρχή με το Θανάση. Ποτέ ούτε στην επιτυχία, ούτε στην αποτυχία δεν θα βάλουμε χρήματα.

Έχετε κάποια όρια, κάποιες κόκκινες γραμμές όταν γράφετε ένα έργο ή σενάριο;

Έχουμε πάρα μα πάρα πολλές κόκκινες γραμμές, που ποτέ δεν τις καταπατάμε. Μπορεί να μας έχουν απορρίψει, αλλά μέχρι τώρα ποτέ κανείς δεν έχει βάλει χέρι στα κέιμενά μας.

Έχετε σκεφτεί ποτέ να γράψετε τη συνέχεια από το σήριαλ Τρεις Χάριτες, που το 1990 γνώρισε τεράστια επιτυχία ή θέλετε να το κρατήσετε όπως ήταν τότε;

Θέλουμε να το κρατήσουμε όπως ήταν τότε, μια όμορφη ανάμνηση. Πάρα πολλές φορές παραγωγοί και συνάδελφοι μας έχουν ζητήσει να το ξανακάνουμε, αλλά φοβάμαι ότι θα γίνει ένα θλιβερό reunion με παλιούς συμμαθητές που εχουν πια μεγαλώσει. Μας το ζήτησε ο Λουμίδης και το κάναμε. Ήταν ωραίο, αλλά πολύ μελαγχολικό.

Τι νοσταλγείτε πιο πολύ από εκείνα τα ωραία χρόνια τις δεκαετίας του 80 και του 90;

Να σας πως μια μεγάλη αλήθεια. Δεν ξέρω τι νοσταλγώ…

Σε τι έχει αλλάξει η διασκέδαση του κόσμου λόγω της οικονομικής κρίσης;

Πολλά έχουν αλλάξει και αρκετά έχουν βελτιωθεί. Και μόνο που δεν βλέπεις πια παρέλαση πανάκριβων αυτοκινήτων έξω από τα μποζουξίδικα, αυτό είναι κάτι καλό. Επίσης καλό είναι που έχουν παντού πέσει οι τιμές στη διασκέδαση. Στεναχωριέμαι όμως όταν βλέπω μεσοαστούς ανθρώπους μέσα από το θέατρο που χρωστάνε χρήματα.

Τι θυσιάσατε για να καταφέρετε να φτάσετε τόσο ψηλά;

Τίποτα. Δεν ξέρω, αν θα είχα κάνει οικογένεια, πόσο καλός πατέρας θα ήμουν, αλλά δεν ήθελα ποτέ να κάνω οικογένεια. Είμαι 58 ετών και ποτέ δεν συγκατοίκησα με άνθρωπο για κανέναν λόγο. Δεν θέλω κανενός είδους δέσμευση στη ζωή μου. Άρα η δουλειά μόνο χαρές μου έχει δώσει.

Βγάλατε χρήματα από το θέατρο;

Αν ειχα και εγώ παράπονο, θα έπρεπε να σηκωθεί ο κόσμος να με βαράει…

Ποιο είναι το πιο μεγάλο όνειρό σας που έχετε πραγματοποιήσει; Και ποιο εκείνο που θέλετε να πραγματοποιηθεί στο μέλλον;

Κι εγώ και ο Θανάσης δεν κάνουμε ποτέ όνειρά. Όσα έχουν πραγματοποιηθεί έως τώρα στη ζωή μας είναι πολύ παραπάνω από όσα μπορούσαμε ποτέ να έχουμε φανταστεί… Ήμασταν δυο φτωχαδάκια από την επαρχία, που θέλαμε να γίνουμε κι εμείς καλλιτέχνες. Και όσα μας χαρίζει αυτή η δουλειά, είναι πολύ παραπάνω από τις προσδοκίες μας…

Τι έχετε κερδίσει τόσα χρόνια από αυτή τη δουλειά που κάνετε;

Ότι δεν πλήττω ποτέ. Είμαι δυο χρόνια πριν τα 60 και ακόμα παραμυθιάζομαι και γουστάρω. Περνάει ευχάριστα η ώρα μου και έχουν συνέχεια νέους στόχους. Βλέπω πολύ κόσμο που λυπάμαι επειδή πρέπει να πάρει κόκα ή να πιει για να στανιάρει.

Με τα ναρκωτικά είχατε ποτέ σχέση;

Καμία σχέση. Μικρός είχα δοκιμάσει, αλλά δεν ήταν του χαρακτήρα μου. Λίγο αλκοόλ μόνο πίνω για να την βρίσκω. Αλλά ξέρω μέχρι που με παίρνει να πιω, δεν ξεφεύγω.