Έκανε δουλειά γραφείου, μέχρι που μια μέρα ξεπήδησε από μέσα του η ανάγκη να ασχοληθεί με το θέατρο. Παράτησε τη δουλειά του και άρχισε να ψάχνει, να βελτιώνει τον εαυτό του, να κηνυγάει το όνειρό του. Σήμερα ο Γιάννης Λασπιάς είναι ένας αυτοδημιούργητος καλλιτέχνης, ηθοποιός, συγγραφέας, αλλά και σκηνοθέτης, που η επιτυχία του φανερώνεται από τη μεγάλη ανταπόκριση του κόσμου στα έργα που ανεβάζει.

Ο ταλαντούχος νέος άνοιξε την καρδιά του στα parapolitika.gr, αναλύοντάς μας όλη την πορεία του.

Έχετε σπουδάσει Θεολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Πώς σας κέρδισε τελικά η σκηνοθεσία και το θέατρο;

Η ενασχόληση με την υποκριτική ξεκίνησε εντελώς τυχαία, μόλις τελείωσα το σχολείο, όταν άρχισα να συνοδεύω μια φίλη μου σε κάποια θεατρικά σεμινάρια που παραχωρούσε δωρεάν ο δήμος του Ελληνικού. Κάπως έτσι αποφασίσαμε να δώσουμε και οι δυο εξετάσεις στο υπουργείο Πολιτισμού. Πέρασα τις εξετάσεις και έτσι τελειώσα τη δραματική σχολή του συγχωρεμένου του Φωτιάδη. Μετά την ολοκλήρωση του στρατιωτικού μου δυστυχώς έχασα και τον πατέρα μου και ξύπνησαν όλες οι ανασφάλειές μου. Ολοκλήρωσα τις σπουδές μου στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο, τελείωσα και το Τμήμα Βιβλιοθηκονομίας και άρχισα να δουλεύω σαν βιβλιοθηκονόμος χωρίς να ασχολούμαι καθόλου με το θέατρο. Δεν πήγαινα καν να δω παραστάσεις. Δεν έλεγα καν ότι είμαι ηθοποιός. Ωστόσο πάντα κάτι μου έλειπε, δεν ένιωθα πλήρης. Μια μέρα σ’ ένα πάρτι γνώρισα μια φίλη ηθοποιό. Όταν με ρώτησε με τι ασχολούμαι της είπα ασυναίσθητα: ηθοποιός. Λίγους μήνες μετά μου πρότεινε ν' αντικαταστήσω ένα παιδί της ομάδας που ανήκε, για ένα έργο που επρόκειτο ν’ ανέβει στο τότε Απλό Θέατρο. Δέχτηκα αμέσως. Έτσι ξεκίνησα πάλι με μια παύση μερικών ετών να παίζω. Παραιτήθηκα από τη δουλειά γραφείου που πήγαινα και κάπως έτσι ξεκίνησαν όλα.

Είναι δύσκολο για έναν νέο να διακριθεί στον καλλιτεχνικό χώρο την εποχή της οικονομικής κρίσης; Εσείς ποιες δυσκολίες έχετε έως τώρα συναντήσει;

Οι δυσκολίες είναι για όλους μας καταρχήν οικονομικές. Υπάρχουν δύο όψεις για εκείνο που ονομάζουμε καλλιτεχνική διάκριση στην περίοδο της κρίσης. Από τη μια υπάρχει υπερπληθώρα θεατρικών ομάδων, πολυχώρων τέχνης και παραστάσεων, επομένως και μεγάλη προσφορά εργασίας. Από την άλλη η εργασία αυτή «αμείβεται» στην καλύτερη με εξαιρετικά χαμηλό μισθό για τις τόσες εργατοώρες που απασχολείσαι και στην πιο συνηθισμένη περίπτωση με ποσοστά. Δεν το συζητάω για τις απλήρωτες πρόβες, οι οποίες μπορούν να διαρκέσουν τουλάχιστον τρεις μήνες. Αναγκάζεσαι να γίνεις «πολυεργαλείο» και ν' ασκήσεις ιώβεια υπομονή προκειμένου να καταφέρεις ν' ανεβάσεις μια παράσταση. Όσο όμως μεγαλώνεις και περιορίζονται οι αντοχές σου, γίνεται όλο και πιο δύσκολο ν’ ασχοληθείς με την υποκριτική και τη σκηνοθεσία. Ειδικά όταν πρέπει να δουλέψεις και αλλού για να συμπληρώσεις εισόδημα και ο χρόνος σου περιορίζεται ακόμα πιο πολύ.

Υπήρξε ένας μέντορας στη ζωή σας και την καριέρα σας;

Δε θα το 'λεγα. Ό,τι έχω καταφέρει το 'χω καταφέρει μόνος μου με πολύ κόπο και αγώνα. Δεν νομίζω ότι μου χαρίστηκε κάτι ή ότι με προστάτεψε κάποιος και μου ‘δωσε μια μεγάλη ευκαιρία. Νομίζω ότι μόνος μου δημιούργησα τις ευκαιρίες μου, όταν κουράστηκα να περιμένω να μου δοθούν μ' έναν μαγικό τρόπο. Υπάρχουν άνθρωποι ωστόσο που ξέρω ότι πιστεύουν σε μένα και αυτό το εκτιμώ.

Υπήρξε κάτι στη ζωή σας που ήταν ένα μεγάλο μάθημα ζωής;

Νομίζω οι θάνατοι που βίωσα από την παιδική μου ηλικία στο οικογενειακό μου περιβάλλον. Αναγκάστηκα να ενηλικιωθώ απότομα και να φροντίσω τον εαυτό μου. 

Από πού αντλείτε την έμπνευση σας όταν γράφετε;

Νομίζω από τις εκάστοτες ψυχικές και συναισθηματικές μου ανάγκες, ανάλογα με τις εμπειρίες που βιώνω τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Από εικόνες, ερεθίσματα, ειδήσεις, ανθρώπους που γνωρίζω, από μνήμες…

Στο Αγγέλων Βήμα σκηνοθετείτε φέτος το έργο «Φονική Παγίδα» του Άιρα Λέβιν. Πώς επιλέξατε αυτό το έργο;

Το επέλεξα καταρχήν γιατί μου άρεσε η ιστορία και το ίδιο το κείμενο του Άιρα Λέβιν, ο οποίος έχει δώσει σημαντικά δείγματα γραφής όπως το «Rosemary’s Baby», το «The Stepford Wives» και το «The Boys From Brazil». Γέλιο, πόνος και ισχυρά συναισθήματα εναλλάσονται σ' ένα έργο με συνεχείς ανατροπές και απροσδόκητη εξέλιξη. Η σκηνοθεσία του «Deathtrap» ήταν για μένα ένα αρκετά δύσκολο εγχείρημα, όπως η σκηνοθεσία κάθε μαύρης κωμωδίας και μάλιστα στη συγκεκριμένη περίπτωση ενός θρίλερ-κωμωδίας, είδος με το οποίο δεν είχα καταπιαστεί στο παρελθόν. Μετά το «TRES» του Ρούμπιο, που σκηνοθέτησα πέρυσι και ανέβηκε στο Θέατρο OLVIO και στο Θέατρο ΑΛΜΑ (μια ευτυχής συνεργασία με τις θεατρικές σκηνές) κλήθηκα να σκηνοθετήσω από το Θέατρο Αγγέλων Βήμα ένα έργο εντελώς διαφορετικό και αυτό από μόνο του ήταν μια δυνατή πρόκληση, καθότι μου αρέσει να πειραματίζομαι τόσο στην υποκριτική όσο και στη σκηνοθεσία με διαφορετικά είδη θεάτρου και γραφής. Ωστόσο, όπως και στο έργο του Ρούμπιο, έτσι και στο έργο του Λέβιν αντιμετωπίζονται με χιούμορ καταστάσεις και ανθρώπινες συμπεριφορές στα άκρα, χωρίς να χάνεται στιγμή η σοβαρότητα και η κρισιμότητα των περιστάσεων.

Στο έργο με ποιους τρόπους καταφέρατε να ισορροπήσετε το θρίλερ με την κωμωδία;

Με πολλή φαντασία και με ατελείωτες ώρες πρόβας και έρευνας. Το ίδιο το κείμενο υπαγορεύει αυτή την ισορροπία, ωστόσο η δυσκολία ήταν να καθοδηγηθούν οι ηθοποιοί έτσι ώστε αυτές οι εναλλαγές να γίνονται φυσικά και όχι βεβιασμένα. Είμαι τυχερός ωστόσο γιατί είχα μια πολύ καλή «πρώτη ύλη». Είμαι πολύ τυχερός που τόσο ικανοί ηθοποιοί και συνεργάτες πίστεψαν σε αυτό το έργο και σε μένα και δόθηκαν με όλο τους το είναι στην παράσταση. Ο Αντώνης Λουδάρος, η Τζένη Μπότση, η Αλεξάνδρα Παντελάκη, ο Γιάννης Κουκουράκης και ο Αργύρης Γκαγκάνης δίνουν πνοή σε μια απίθανη ιστορία γεμάτη ανατροπές και απροδόκητες εξελίξεις. Επίσης είχα υπέροχους συνεργάτες που με βοήθησαν να πραγματώσω αυτό το εγχείρημα. Νομίζω πως το αποτέλεσμα και η αποδοχή από τον κόσμο μας δικαίωσε όλους.

Έχετε γράψει το έργο «Camille Claudel Mudness», το οποίο από το 2013 έχει γνωρίσει μεγάλη επιτυχία. Τι σας ώθησε να ασχοληθείτε με την προσωπικότητα αυτής της γυναίκας;

Οι άνθρωποι που επιλέγουν να ζήσουν όπως εκείνοι νομίζουν και θέλουν, και όχι όπως τους υπαγορεύουν συγκεκριμένοι κανόνες και ηθικές δομές, πάντοτε με γοήτευαν, ανεξαρτήτως φύλου. Το πάθος, η δημιουργία, η αυτοκαταστροφή της Καμίλ Κλοντέλ, αποτυπωμένα στα υπέροχα γλυπτά της, μου έδωσαν το έναυσμα να ψάξω την ιστορία της αλλά και την εποχή της. Κάπως έτσι ανακάλυψα και πολλές άλλες ιστορίες γυναικών που έζησαν μια ζωή στιγματισμένη ή μια ζωή καταπιεσμένη, επειδή διάλεξαν να μην ακολουθήσουν τα «πρέπει» του οικογενειακού και κοινωνικού περιβάλλοντος. Μια κρυφή ζωή, καλά προστατευμένη, που βγήκε στο φως πολλά χρόνια αργότερα, ήταν και εκείνη της Κονστάνς Πασκάλ, μετανάστριας από τη Ρουμανία που κατάφερε να σπουδάσει ιατρική στο Παρίσι, όταν ελάχιστες γυναίκες το αποτολμούσαν, πόσο μάλλον αν ήταν και μετανάστριες. Η φανταστική τους συνάντηση που περιγράφω στο βιβλίο μου προέκυψε ακριβώς μέσα από τον δεσμό γιατρού και ασθενή αλλά κυρίως μέσα από τα κοινά τους βιώματα. Η Καμίλ και η Κονστάνς δεν συναντήθηκαν ποτέ, αλλά έζησαν και εργάστηκαν στην ίδια πόλη, την ίδια χρονική περίοδο, μοιράστηκαν παρόμοιες εμπειρίες, αντιμετώπισαν κοινές δυσκολίες και δόθηκαν με το ίδιο πάθος στον έρωτα. Η μία θα μπορούσε άνετα να βρίσκεται στη θέση της άλλης, αφού πάλευαν με τα ίδια αδιέξοδα. Είμαι ευτυχής που το έργο μου ξανανεβαίνει για τρίτη φορά στο Θέατρο Πόλη με τις εξαιρετικές Μάνια Παπαδημητρίου και Αγγελική Καρυστινού σε σκηνοθεσία Πάνου Κούγια και μουσική Μαρίνας Χρονοπούλου.

ΤΟ ΕΡΓΟ

Tο έργο του Γιάννη Λασπιά «Camille Claudel Mudness» παρουσιάζεται στο Θέατρο Πόλη με τη Μάνια Παπαδημητρίου στον ρόλο της Καμίλ Κλοντέλ. Μαζί της η Αγγελική Καρυστινού ως Κονστάνς Πασκάλ. Η Μαρίνα Χρονοπούλου συνοδεύει με το πιάνο της, εκτελώντας τις δικές της δημιουργικές συνθέσεις για την παράσταση. Το έργο σκηνοθετεί ο Πάνος Κούγιας.

ΥΠΟΘΕΣΗ

Το έργο διαδραματίζεται στον εγκαταλελειμμένο χώρο μιας γκαλερί, που η σύνθεσή του θυμίζει παρατημένη σκηνική εγκατάσταση ψυχιατρικής πτέρυγας. Ένα πιάνο ενεργοποιεί τον χώρο και συνοδεύει ό,τι σε λίγο θα γεννηθεί. Η Καμίλ Κλοντέλ, η πρώτη γυναίκα γλύπτρια, και η Κονστάνς Πασκάλ, η πρώτη γυναίκα ψυχίατρος, συναντιούνται σε έναν φανταστικό πρωτότυπο διάλογο σχέσης γιατρού-ασθενούς. Μέσα από τις συναντήσεις τους ξετυλίγονται οι αντισυμβατικές ζωές των δύο γυναικών και αναπτύσσεται ένας ισχυρός δεσμός. Η Κονστάνς θα έρθει αντιμέτωπη με ένα ολόκληρο «αντρικό» σύστημα που καταδικάζει σε εγκλεισμό και απομόνωση τα άτομα που διεκδικούν το δικαίωμα ελεύθερης έκφρασης και επιλογής. Δυο γυναίκες που κατάφεραν μέσα από αντίξοες συνθήκες να θέσουν τη δική τους παρουσία σε μια ανδροκρατούμενη κοινωνία.

Η Καμίλ και η Κονστάνς δεν συναντήθηκαν ποτέ, αλλά έζησαν και εργάστηκαν στην ίδια πόλη διαφορετική χρονική περίοδο, μοιράστηκαν παρόμοιες εμπειρίες, αντιμετώπισαν κοινές δυσκολίες και δόθηκαν με το ίδιο πάθος στην Τέχνη και την Επιστήμη.

ΗΜΕΡΕΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΩΝ: Παρασκευή, Σάββατο: 20:30 - Κυριακή: 19:30.