Άγιος Βαλεντίνος: Δέκα ποιήματα για τον έρωτα
Ερωτευτείτε όσο πιο πολύ μπορείτε - Ένας στίχος μπορεί να σας παρασύρει
Ακόμα και οι ορκισμένες αντιρομαντικές ψυχές κάποτε λυγίζουν.
Τα μαθηματικά του Jean-Paul Sartre μπορεί και να μας βοηθήσουν στην κατανόηση. Στην αγάπη ένα κι ένα κάνει ένα.
Με τέτοια διάθεση θα αποχαιρετήσουμε την εβδομάδα. Με ερωτικά ποιήματα που βγάζουν πόνο, απόγνωση, πάθος και θέληση. Γιατί όλα αυτά συνθέτουν το παζλ του έρωτα.
Στίχοι που θα σε βάλουν σε σκέψη. Στίχοι που θα σε κάνουν να αναρωτηθείς. Το έζησες, το ζεις ή θα το ζήσεις.
Συγχώρα με, αγάπη μου - Τάσος Λειβαδίτης
Ήξερες να δίνεσαι αγάπη μου…
Δινόσουνα ολάκερη
και δεν κράταγες για τον εαυτό σου
παρά μόνο την έγνοια
αν ολάκερη έχεις δοθεί…
Όλα μπορούσανε να γίνουνε
στον κόσμο αγάπη μου
τότε που μου χαμογελούσες…
Γιατί πριν μπεις ακόμα στη ζωή μου
είχες πολύ ζήσει μέσα στα όνειρα μου
αγαπημένη μου…
Μα και τι να πει κανείς…
Όταν ο κόσμος είναι τόσο φωτεινός
και τα μάτια σου τόσο μεγάλα..
Στην πιο μικρή στιγμή μαζί σου
έζησα όλη τη ζωή…
Θα ξαναβρεθούμε μια μέρα
και τότε όλα τα βράδια
κι όλα τα τραγούδια θάναι δικά μας…
Θάθελα να φωνάξω τ’ονομά σου,αγάπη,
μ’ όλη μου τη δύναμη…
Να το φωνάξω τόσο δυνατά
που να μην ξανακοιμηθεί κανένα όνειρο στον κόσμο,
καμιά ελπίδα να μη πεθάνει…
Θε μου πόσο ήταν όμορφη
σαν ένα φωτισμένο δέντρο
μια παλιά νύχτα των Χριστουγέννων
Συχώρα με, αγάπη μου,
που ζούσα πριν να σε γνωρίσω…
Μισώ τα μάτια μου,
που πια δεν καθρεφτίζουν το χαμόγελό σου..
Θα σ’ ακούω σαν τον τυφλό που κλαίει,
ακούγοντας μακριά τη βουή μιας μεγάλης γιορτής
σ’ αναζητάω σαν τον τυφλό,
που ψάχνει να βρει το πόμολο της πόρτας
σ’ενα σπίτι που’ πιασε φωτιά,
α, για να γεννηθείς εσύ
κι εγώ για να σε συναντήσω
γι αυτό έγινε ο κόσμος…
Κι εσύ, αγαπημένη, όταν με διώχνεις,
κλείνεις έξω απ’ την πόρτα σου
έναν ολάκερο πικραμένο κόσμο..
Κι όταν δεν πεθαίνει ο ένας για τον άλλον,
είμαστε κιόλας νεκροί…
Αν βρουν έναν άνθρωπο νεκρό
έξω απ’ την πόρτα σου,
εσύ θα ξέρεις,
πως πέθανε σφαγμένος
απ’ τα μαχαίρια του φιλιού,
που ονειρευότανε για σένα…
Ποδοπάτησε με,
να έχω τουλάχιστον την ευτυχία
να μ’αγγίζεις…
Σάρκινος λόγος – Γιαννης Ριτσος
Τι όμορφη που είσαι. Με τρομάζει η ομορφιά σου. Σε πεινάω. Σε διψάω.
Σου δέομαι: κρύψου· γίνε αόρατη για όλους· ορατή μόνο σ᾿ εμένα· καλυμένη
απ᾿ τα μαλλιά ως τα νύχια των ποδιών με σκοτεινό διάφανο πέπλο
διάστικτο απ᾿ τους ασημένιους στεναγμούς εαρινών φεγγαριών. Οι πόροι σου εκπέμπουν
φωνήεντα, σύμφωνα ιμερόεντα· αρθρώνονται απόρρητες λέξεις·
τριανταφυλλιές εκρήξεις απ᾿ την πράξη του έρωτα. Το πέπλο σου ογκώνεται, λάμπει
πάνω απ᾿ τη νυχτωμένη πόλη με τα ημίφωτα μπαρ,
τα ναυτικά οινομαγειρεία·
πράσινοι προβολείς φωτίζουνε το διανυκτερεύον φαρμακείο· μια γυάλινη σφαίρα
περιστρέφεται γρήγορα δείχνοντας τοπία της υδρογείου. Ο μεθυσμένος τρεκλίζει
σε μια τρικυμία φυσημένη απ᾿ την αναπνοή του σώματός σου. Μη φεύγεις. Μη φεύγεις.
Τόσο υλική, τόσο άπιαστη. Ένας πέτρινος ταύρος
πηδάει απ᾿ το αέτωμα στα ξερά χόρτα. Μια γυμνή γυναίκα ανεβαίνει την ξύλινη σκάλα
κρατώντας μια λεκάνη με ζεστό νερό. Ο ατμός τής κρύβει το πρόσωπο. Ψηλά στον αέρα
ένα ανιχνευτικό ελικόπτερο βομβίζει σε αόριστα σημεία. Φυλάξου.
Εσένα ζητούν. Κρύψου βαθύτερα στα χέρια μου. Το τρίχωμα
της κόκκινης κουβέρτας που μας σκέπει, διαρκώς μεγαλώνει
γίνεται μια έγκυος αρκούδα η κουβέρτα. Κάτω απ' την κόκκινη αρκούδα
ερωτευόμαστε απέραντα, πέρα απ᾿ το χρόνο κι απ᾿ το θάνατο πέρα,
σε μια μοναχική, παγκόσμιαν ένωση. Τι όμορφη που είσαι. Η ομορφιά σου με τρομάζει.
Και σε πεινάω. Και σε διψάω. Και σου δέομαι: κρύψου.
Ερωτικός λόγος – Γιωργος Σεφερης (απόσπασμα)
Ρόδο της μοίρας, γύρευες να βρεις να μας πληγώσεις
μα έσκυβες σαν το μυστικό που πάει να λυτρωθεί
κι ήταν ωραίο το πρόσταγμα που δέχτηκες να δώσεις
κι ήταν το χαμογέλιο σου σαν έτοιμο σπαθί.
...
Λες κι είχα αναστηθεί γυμνή σε μια παρμένη θύμηση
σαν ήρθες γνώριμος και ξένος, ακριβέ μου
να μου χαρίσεις γέρνοντας την απέραντη λύτρωση
που γύρευα από τα γοργά σείστρα του ανέμου
Μες στον καθρέφτη η αγάπη μας, πώς πάει και λιγοστεύει
μέσα στον ύπνο τα όνειρα, σκολειό της λησμονιάς
μέσα στα βάθη του καιρού, πώς η καρδιά στενεύει
και χάνεται στο λίκνισμα μιας ξένης αγκαλιάς…
…
Ρόδο άλικο του ανέμου και της μοίρας,
μόνο στη μνήμη απέμεινες, ένας βαρύς ρυθμός
ρόδο της νύχτας πέρασες, τρικύμισμα πορφύρας
τρίκυμισμα της θάλασσας… Ο κόσμος είναι απλός.
Είμαι τρελή να σ'αγαπώ - Μαρία Πολυδούρη
Είμαι τρελή να σ' αγαπώ, αφού πια έχεις πεθάνει,
να λιώνω στη λαχτάρα των φιλιών,
να νιώθω τώρα πως αυτό που μου' δωσες δε φτάνει,
δε φτάνει η δρόσος των παλιών.
Με μιαν ασίγαστη μανία να θέλω ό,τι μου λείπει,
να θέλω ό,τι μου κράτησες κρυφό,
κι έτσι να δέρνομαι μ' αυτό το μάταιο καρδιοχτύπι.
Στα μάτια σου την τρέλα να ρουφώ.
Τι θ' απογίνω, αγαπημένε, που θα σε ζητήσω;
Άλλοτε οι μέρες φεύγανε στην προσμονή σου σκιές.
Αιώνες καρτερώντας σε μπορούσα να διανύσω,
με τ' όνειρό σου οι πίκρες μου γλυκιές.
Που να' σαι; Τι ν' απόμεινε από σε να το ζητήσω;
Που να' ναι το στερνό μου αυτό αγαθό;
Ω, δεν μπορεί μια ολόκληρη ζωή γι' αυτό να ζήσω,
και μάταια καρτερώντας να χαθώ.
Άνοιξη ! Ο ήλιος χρυσαφιού πλημμύρα. Μάγια, μύρα
παντού, και σ' αγαπώ, σε καρτερώ.
Βραδύνεις κι υποψιάζομαι, ζηλεύω, δε σου πήρα
όλης σου της ψυχής το θησαυρό.
Τα λόγια σου ! Ω τα λόγια σου, μια υπόσχεση που καίει,
μια υπόσχεση που αργεί πολύ να 'ρθεί.
Τ' ακούω παντού, δεν παύουνε. Μέσα τους κάτι κλαίει,
μέσα τους τρέμει η αγάπη σου, προτού μοιραία χαθεί.
Τα λόγια σου με μέθυσαν τη μέθη του θανάτου
κι ακόμα δεν εσίγασαν. Μιλούν
και με τρελαίνουν, με μεθούν, με φέρνουν πιο σιμά σου,
ενώ πιο ακαταμάχητα στην ύπαρξή καλούν.
Αγαπημένε, αν τη ζωή τη δώσω πίσω, πε μου,
τι θα ωφελήσει, αφού δε θα σε βρω;
Δε λογαριάζω τη ζωή, μα πως μπορεί, καλέ μου,
να σβήσει πια η αγάπη μου; Και να μη σ' αγαπώ,
ενώ θα 'ναι Άνοιξη παντού που ακούστηκε η φωνή μας
να επικαλείται τον αιώνιον έρωτα, και μείς
στεφάνι να του πλέκουμε με μόνο το φιλί μας,
μέσα στο γιορτασμό λατρείας θερμής.
Ω! δε μου δίνει ο θάνατος καμιά, καμιάν ελπίδα,
και μου τις έσβησε η Ζωή σα μια ψυχρή πνοή.
Τώρα μου μένει στου έρωτα την άγρια καταιγίδα
να ιδώ να μετρηθούν για με θάνατος και ζωή.
Επέστρεφε - Κ.Π. Καβάφης
Επέστρεφε συχνά και παίρνε με,
αγαπημένη αίσθησις επέστρεφε και παίρνε με—
όταν ξυπνά του σώματος η μνήμη,
κ’ επιθυμία παληά ξαναπερνά στο αίμα·
όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται,
κ’ αισθάνονται τα χέρια σαν ν’ αγγίζουν πάλι.
Επέστρεφε συχνά και παίρνε με την νύχτα,
όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται...
Αγάπη - Κώστας Καρυωτάκης
Κι ήμουν στο σκοτάδι.
Κι ήμουν το σκοτάδι.
Και με είδε μια αχτίδα.
Δροσούλα το ιλαρό το πρόσωπό της
κι εγώ ήμουν το κατάξερο ασφοδίλι.
Πώς μ’ έσεισε το ξύπνημα μιας νιότης,
πώς εγελάσαν τα πικρά μου χείλη!
Σάμπως τα μάτια της να μου είπαν ότι
δεν είμαι πλέον ο ναυαγός κι ο μόνος,
κι ελύγισα σαν από τρυφερότη,
εγώ που μ’ είχε πέτρα κάνει ο πόνος.
Το Μονόγραμμα - Οδυσσέας Ελύτης (απόσπασμα)
Από τόσον χειμώνα κι από τόσους βοριάδες, μ’ ακούς
Να τινάξει λουλούδι, μόνο εμείς, μ’ ακούς
Μες στη μέση της θάλασσας
Από μόνο το θέλημα της αγάπης, μ’ ακούς
Ανεβάσαμε ολόκληρο νησί, μ’ ακούς
Με σπηλιές και με κάβους κι ανθισμένους γκρεμούς
Άκου, άκου
Ποιος μιλεί στα νερά και ποιος κλαίει- ακούς;
Ποιος γυρεύει τον άλλο, ποιος φωνάζει –ακούς;
Είμαι εγώ που φωνάζω κι είμαι εγώ που κλαίω. Μ’ ακούς
Σ’αγαπώ, σ’αγαπώ, μ’ ακούς
Σε χρόνο ενεστώτα - Ελένη Μαυρογονάτου
Θέλω τον έρωτά σου
στο χρόνο του τον ενεστώτα,
οριστικό και αμετάκλητο,
δίχως υποτακτικές υπεκφυγές,
αμφίβολους αορίστους
και μέλλοντος κατ’ εξακολούθηση.
Θέλω τον έρωτά σου
μικρή παθητική
μετοχή,
παραδομένο
εξαρτημένο
θυμωμένο,
να μεταγγίζεσαι ολάκερη
ως τον τελευταίο σπασμό
και να σου γνέφω
κι άλλο.
Θέλω τον έρωτά σου
εξουσία κι επανάσταση.
Langueur d’ amour - Ναπολέων Λαπαθιώτης
Αχ να φιλούσα τα δυο χείλη σου,
τα πορφυρά σου χείλη, τόσο,
τόσο τρελά και τόσο αχόρταγα,
που απ’ τα φιλιά να τα ματώσω...
Να τα ματώσω τα δυο χείλη σου
Τα χέρια να σου πλέξω γύρω
και μες στα βάθη τα ολοσκότεινα
των μαύρων ίσκιων να σε σύρω...
Και να μου λες Μη τα χειλάκια μου
μη τα ματώνεις, τι σου φταίνε,
αχ, μου πονέσαν τα χειλάκια μου
Σώνει, γλυκέ μου αγαπημένε
Και να περνάνε τα μεσάνυχτα,
οι αυγούλες, οι βραδιές, οι χρόνοι
και να σου λέω ''Ακόμα, αγάπη μου,
ακόμα, αγάπη μου...Σε σώνε''
Το τελευταίο ποίημα του έρωτα - Άρης Δικταίος
Δος μου την ηδονή της ηδονής,
ζωή της ζωής, της μέθης νύχτα, οδύνη.
Το ερωτικόν απόσταγμα μού ηδύνει
την υπερφίαλη σκέψη που πονεί.
Μόνο, τη γεύση αγάπησα μόνο,
ω πονώ πέρ’ απ’ την αίσθηση του χώρου τής γης,
πέρ’ απ’ τα μάκρη αυτά πονώ!
Δε νιώθω, δεν αισθάνομαι καθώς άνθρωπος,
μα αισθάνομαι θεός
κι ως θεός ζούσα, μεθούσα,
πλήρης από έρωτα και δόξα κι ομορφιά…
Πάνω στα σουβλερά καρφιά,
σαν ασκητής έλα κι εσύ να γείρεις,
τον ίλιγγο να δεις, το δέος να δεις,
να φτάσεις στη σιγή και στο κενό να φτάσεις,
κι ως άνθος τον εαυτό σου να μαδείς.
Κι όταν σταθείς στο τελευταίο σκαλί
του έρωτα και του πόνου, ένα φιλί
από την πείρα την τόση να κρατείς:
φιλί άγριο και ζεστό να με δαμάσεις.