Φιντανάκι, το γαϊτανάκι των διαδοχικών λαθών
Το χθεσινό Αθηναϊκό δειλινό δεν επέτρεπε παροξυσμούς
Κάτι η απότομη ζέστη, κάτι η Δευτεριάτικη ραθυμία κινούσαν τις διαθέσεις μεταξύ ανώφελου και ανώδυνου.
Εξάλλου, όσο άνευρος είναι ο χρόνος της επικαιρότητας τόσο η διάθεση υποχωρεί και εγείρεται η προσδοκία για τη διαφορετικότητα. Κάπως έτσι σκεπτόμενοι προσήλθαν χθες στο «Χυτήριο» οι περισσότεροι από τους πολλούς που πίστεψαν ότι το μεσοπολεμικό «Φιντανάκι» του Παντελή Χορν θα μπορούσε να αποδοθεί και να παρουσιαστεί σε σύγχρονο ακροατήριο.
Η σκηνοθέτης (Ευτυχία Αργυροπούλου) επέλεξε να μετατρέψει σε θεατρικό σανίδι την αυλή του θεάτρου «στήνοντας» τα πρώτα καθίσματα σε απόσταση λίγων εκατοστών από τους ηθοποιούς.
Το έργο διαδραματιζόταν από τη μία στην άλλη άκρη της γραφικής περιβόλου , οι πρωταγωνιστές μιλούσαν χωρίς ηχητική υποστήριξη, τα αυτοκίνητα και τα φορτηγά που ανεβοκατέβαιναν την Ιερά Οδό κάλυπταν την ακουστική του χώρου με συνέπεια το μεγαλύτερο μέρος του εξαίρετου αυτού λαϊκού λογοτεχνήματος να μεταφέρεται αποσπασματικά στο κοινό που παρασύρονταν από την εικόνα παραμερίζοντας την ουσία.
Αναμφίβολα οι φιγούρες ήταν «ενσωματωμένες» στην εποχή αναφοράς της Πλακιώτικης ηθογραφίας.
Το νεαρό φιντανάκι, η Τούλα, η κόρη του κυρ Αντώνη του ταχυδρόμου, που περιμένει παιδί από τον Γιάγκο, το κουτσαβάκι. Ο Γιάγκος που προσπαθεί να ξεφύγει από τη φτώχεια και τα μπλέκει με την έμπειρη Εύα προδίδοντας την Τούλα, ο ηλικιωμένος έμπορος Γιαβρούσης, η Κατίνα η παλιά πόρνη της γειτονιάς. Κανείς δεν είναι αμέτοχος των ευθυνών σ’ αυτήν την παράσταση.
Ούτε καν ο συνθέτης με τις απλοϊκές μελωδίες, τις δυσανάλογες προς την κοινωνική ιδιαιτερότητα της δεκαετίας του 1920 που πηγάζει μέσα από το έργο του Χορν. Όλοι οι ήχοι από ένα αρμόνιο και στην κορύφωση του δράματος ένα ζεϊμπέκικο (!) παιγμένο στα «πλήκτρα».
Ηχεία για τη μουσική ,φυσικός ήχος για τους ηθοποιούς οι οποίοι προσπαθούσαν με την πλάτη γυρισμένη στους θεατές να ασκήσουν υποκριτική. Η παραστατικότητα τους, ιδίως των γυναικών, διέσωσε μερικώς τα προσχήματα. Κοντολογίς, αξίζει κανείς να διαβάσει το έργο και μετά να πάει να το δει. Γιατί αν πάει ανυποψίαστος θα φύγει με περισσότερες απορίες.