Το ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Αγρινίου σε συνεργασία με την Εφορεία Αρχαιοτήτων Αιτωλοακαρνανίας και Λευκάδος, για φέτος το καλοκαίρι επέλεξε να παρουσιάσει την ποιητική ελεγεία του Λόρκα «το Σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα» σε σκηνοθεσία του Νίκου Καραγέωργου.

Αφού δόθηκαν πέντε παραστάσεις στα πέντε αρχαία θέατρα του νομού Αιτωλοακαρνανίας (Καλυδώνα, Πλευρώνα, Οινιάδες, Μακύνεια και Στράτο) που λειτούργησαν ξανά για πρώτη φορά στο πλαίσιο προβολής και ανάδειξης των αρχαιολογικών χώρων της Π.Ε. Αιτωλοακαρνανίας, το Σπίτι της Μπερντάρντα Άλμπα θα έρθει στην Αθήνα, στο Κηποθέατρο Παπάγου, την Τρίτη 2 Οκτωβρίου, με είσοδο ελεύθερη στο κοινό.

Ο σκηνοθέτης της παράστασης κ. Νίκος Καραγεώργος, που είναι παράλληλα και Καλλιτεχνικός Διευθυντής του ΔΗΠΕΘΕ Αγρινίου, μας μιλάει μιλάει σχετικά με την παράσταση αυτή παρουσιάζοντας ταυτόχρονα και το όραμα του για το ΔΗΠΕΘΕ στο οποίο υπηρετεί τα τελευταία χρόνια.

Τους τελευταίους μήνες παρουσιάζεται το κλασικό έργο «Το σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα» του Λόρκα. Πως αποφασίσατε να ανεβάσετε αυτό το έργο φέτος;

Ήταν ένα έργο που αρκετά χρόνια με απασχολούσε και περίμενα την κατάλληλη ευκαιρία για να το ανεβάσω. Νομίζω ότι τώρα ήταν η ώρα του: ζούμε μια εποχή με μεγάλη αμηχανία της εξουσίας και μεγάλη σιωπή της μάζας. Το έργο είναι κατ’ εξοχήν πολιτικό και εξετάζει το θέμα του Αρχηγού και την ευθύνη απέναντι σε μια ομάδα που τον ανέχεται και κυρίως το κεφαλαιώδες θέμα της προσωπικής επιλογής. Αν μπορούμε, δηλαδή, να κάνουμε αυτό που θέλουμε με οποιοδήποτε κόστος.

Τι μας λέει το έργο αν το δούμε ως μια πολιτική αλληγορία;

Το έργο γράφτηκε το 1936 με την άνοδο του Φράνκο και φαίνεται ότι απασχόλησε πολύ τον Λόρκα η άνοδος του φασισμού ως φαινόμενο της κοινωνίας που έζησε. Χαρακτηριστική είναι η σημείωση που γράφει ο ίδιος στην αρχή του έργου ότι το έργο αποτελεί ένα φωτογραφικό ντοκουμέντο της εποχής του. Αν κρίνουμε απ’ όλ΄ αυτά, λοιπόν, «το σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα» είναι, όντως, μια πολιτική αλληγορία, εξετάζει το θέμα της εξουσίας και της διαχείρισής της, την βία, ψυχολογική και σωματική, που ασκεί ο Αρχηγός για να επιβληθεί στη μάζα, αλλά εξετάζει συνάμα και τις τάσεις και αντιδράσεις των πολιτών απέναντι σε κάθε τέτοιου είδους αρχή. Στο πρόσωπο κάθε μιας από τις κόρες της Μπερνάρντα, έτσι, βλέπουμε επί σκηνής τον επαναστάτη, αυτόν που όλο γκρινιάζει αλλά δεν κάνει ουσιαστικά τίποτα, τον ρουφιάνο, το λαμόγιο, τον παρατρεχάμενο της εξουσίας και τη «βουβή» πλειοψηφία που δε παίρνει ποτέ θέση.

Το έργο αυτό, όπως και όλα τα έργα του Λόρκα αφορούν άμεσα την ελληνική κοινωνία. Ποια είναι τα στοιχεία εκείνα που συγκινούν περισσότερο το ελληνικό κοινό;

Εκτός από τις πολιτικές προεκτάσεις του έργου, που ο κόσμος τις κατάλαβε και τον ευαισθητοποίησαν ιδιαίτερα γιατί έχουμε ζήσει πρόσφατα – από τον Γρηγορόπουλο μέχρι τώρα- μεγάλες κοινωνικές εντάσεις, οι οικογενειακές σχέσεις, και ειδικότερα μάνας – κόρης που διαπερνούν το έργο πάντα συγκινούν τους θεατές. Επίσης, το πένθος και η μετέπειτα κοινωνική απομόνωση που συμβαίνει λιγότερο αλλά ισχύει ακόμα στις επαρχίες μας, φάνηκε να τους προβληματίζει, όπως και η θέση της γυναίκας σε μια πατριαρχική κοινωνία, τους άγγιξε. Τέλος, το θέμα της προσωπικής επιλογής που προανέφερα: μέχρι που μπορεί να φτάσουμε για να κάνουμε αυτό που επιθυμούμε, το θέμα της επιθυμίας, βρήκε πολλούς αποδέκτες.

Το περασμένο Καλοκαίρι τολμήσατε να «βγάλετε» για πρώτη φορά το έργο αυτό σε εξωτερικό χώρο κάνοντας περιοδεία. Το εγχείρημα αυτό λειτούργησε καλά ή είχε κάποιες αδυναμίες;

Έχετε δίκιο, πρώτη φορά παίζεται η «Μπερνάρντα» σε ανοικτό χώρο και μάλιστα στα 5 αρχαία θέατρα του νομού μας. Νομίζω, το εγχείρημα πέτυχε και μάλιστα πολύ για δυο λόγους: οι θεατές βλέπανε στην παράστασή μας όλο το σπίτι της Μπερνάρντα και όχι μόνο τις σκηνές του έργου, οι 11 ηθοποιοί ήταν όλη την ώρα στη σκηνή εξυπηρετώντας τους ρόλους τους και ο θεατής έβλεπε τι γίνεται μέσα σ’ ένα σπίτι με «αόρατους» τοίχους και ο δεύτερος λόγος είναι ότι η παράσταση άρχιζε στις 7.30 το απόγευμα με το φως της μέρας και βράδιαζε όπως και στο έργο σιγά σιγά κι έτσι το φυσικό φως ήταν σύμμαχός μας.

Τα τελευταία χρόνια είστε Καλλ/κος Διευθυντής στο ΔΗΠΕΘΕ Αγρινίου. Ποια βήματα έχουν γίνει έως τώρα και ποιοι είναι οι επόμενοι στόχοι σας για αυτόν τον Οργανισμό και για το κοινό της πόλης σας;

Μέσα στα τρία χρόνια κάναμε 30 παραστάσεις. Μέχρι στιγμής, έχουμε φτιάξει δυο ακόμα θεατρικές σκηνές, την Πειραματική Σκηνή στο ΤΣΙΜΕΝΤΕΝΙΟ, ένα ωραιότατο κτίριο στις Καπναποθήκες της δωρεάς Παπαστράτου και τη ΝΕΑ ΣΚΗΝΗ κάτω από την ΚΕΝΤΡΙΚΗ μας στο Δημοτικό θέατρο, μεταφέραμε το ΒΕΣΤΙΑΡΙΟ του θεάτρου σε καινούριο χώρο, χρησιμοποιήσαμε πολλούς ντόπιους καλλιτέχνες [ηθοποιούς, εικαστικούς, μουσικούς κ.α.] γιατί πιστεύουμε στο ντόπιο δυναμικό, όχι λόγω καταγωγής, αλλά λόγω ταλέντου, κατασκευάσαμε πέρυσι ένα λυόμενο θερινό θέατρο γιατί η πόλη δεν έχει θερινή σκηνή και ταξιδέψαμε σε όλα τα χωριά του νομού με τις παραστάσεις μας. Ιδρύσαμε ΕΦΗΒΙΚΗ ΣΚΗΝΗ που δυο χρόνια τώρα επισκέπτεται τα Λύκεια της πόλης για να έχουν τη δυνατότητα οι μαθητές να βλέπουν θέατρο και εκδώσαμε όλα τα σονέτα του Σαίξπηρ από έναν ικανότατο μεταφραστή, τον Γ. Μικέλλη επ’ αφορμήν μιας παράστασής του για τα σονέτα του Άγγλου δραματουργού και ανοίξαμε το αρχαίο θέατρο της Δήλου με την παράσταση «Εκάβη, μια πρόσφυγας» με τη Δέσποινα Μπεμπεδέλη ύστερα από την τιμητική πρόσκληση του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου. Για τη φετινή χρονιά το θέμα των παραστάσεων είναι: «το Γέλιο και το Παράλογο» και εστιάζει σε κωμωδίες και έργα του Παραλόγου. Ελπίζουμε σε μια γόνιμη και δημιουργική χρονιά, όπως ήταν οι δυο προηγούμενες, γιατί το Αγρινιώτικο κοινό μας έχει αγκαλιάσει θερμά, κι εμάς και τις προσπάθειές μας από την πρώτη στιγμή.