ΕΚΤΑΚΤΗ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
Παγκόσμιο Κύπελλο 1982: Η αφέλεια της Βραζιλίας δεν ήταν ο θάνατος του ποδοσφαίρου
Το χατ τρικ του Πάολο Ρόσι στη Βαρκελώνη και η νίκη της Ιταλίας επί της Βραζιλίας στο «Σαρία», 3-2, δεν σηματοδότησε το θάνατο του ποδοσφαίρου, αλλά το τέλος της αθωότητας
Έως την έναρξη του Παγκόσμιου Κυπέλλου 2022
στο Κατάρ, την Κυριακή 20 Νοεμβρίου με το παιχνίδι Κατάρ-Εκουαδόρ, τα parapolitika.gr θα παρουσιάσουν ιστορίες από το θεσμό. Το γιγαντιαίο ποδοσφαιρικό φεστιβάλ, που ενώνει την οικουμένη στα πέρατά της, δεν θα διατηρούσε τη δύναμή του χωρίς τους ήρωές του. Ευλογημένοι και καταραμένοι, γενναίοι και δειλοί, δαήμονες και αδήμονες, οι ποδοσφαιριστές αποκτούν μια υπόσταση που ξεπερνά το ανθρώπινο συμβατο.
Όταν η Ιταλία νίκησε 3-2 τη Βραζιλία στο «Σαρία» της Βαρκελώνης, στις 5 Ιουλίου 1982, για το Παγκόσμιο Κύπελλο, και αποκλείστηκε πριν τα ημιτελικά, στη χώρα άνθρωποι αυτοκτόνησαν από τη στενοχώρια τους και ο Ζίκο δήλωσε ότι το ποδόσφαιρο πέθανε. Στην πραγματικότητα, αυτό που σκοτώθηκε ήταν η αφέλεια και, δυστυχώς, οι Βραζιλιάνοι ουδέποτε πια θα αντιμετώπιζαν τον αγωνιστικό χώρο ως έναν απεριόριστο παιδότοπο.
Στην ποδοσφαιρική Ιστορία, ειδικά σε ό,τι αφορά το Παγκόσμιο Κύπελλο, υπάρχουν ομάδες που τους αποδίδονται τα… πάντα και άλλες που παρά τη σπουδαιότητά τους απέχουν της παγκόσμιας αναγνώρισης. Από τα τέσσερα τρόπαια που έχει κερδίσει η Γερμανία, το 1954, το 1974, το 1990 και το 2014, μόνο ένα ουσιαστικά «δικαιούνται»: το τελευταίο, επί της Αργεντινής του Λιονέλ Μέσι. Τα δύο πρώτα ήρθαν επί ομάδων που χαρακτηρίζονται βασίλισσες χωρίς στέμμα, σε σημείο που οι επέτειοι αφορούν σε συντριπτικό βαθμό στις ίδιες, πολύ περισσότερο από τα συγκροτήματα του Ζεπ Χεπμπέργκερ και Χέλμουτ Σεν. Στη Ρώμη, δε, τα δάκρυα του Ντιέγκο Μαραντόνα, μαζί με το αφήγημα για το ψεύτικο πέναλτι που κέρδισε ο Ρούντι Φέλερ, χαρακτήρισαν τον τελικό, αν και η Δυτική Γερμανία είχε πολύ καλύτερη ομάδα από την Αργεντινή.
Σόκρατες και Φαλκάο έχουν στη μέση τον Μαραντόνα στο 3-1 της Βραζιλίας επί της Αργεντινής το 1982
Από την άλλη μεριά, ό,τι κάνει η Βραζιλία είναι καλώς καμωμένο. Η ομάδα του 1950, που ηττήθηκε από την Ουρουγουάη στο «Μαρακάνα», ήταν η κορυφαία σε όλην την οικουμένη. Το 1958 οι νεαροί Πελέ και Γκαρίντσα ήταν περίπου σαν εξωγήινοι, που έφτασαν για να σώσουν τον κόσμο, ενώ το 1962 οι διαστάσεις που πήραν τα κατορθώματα του δεύτερου υπερκαλύπτουν, ακόμα και τώρα, τον έκλυτο βίο του. Το 1970, η Βραζιλία που πήρε το Παγκόσμιο Κύπελλο λογίζεται ακόμα και σήμερα η κορυφαία ομάδα όλων των εποχών. Και το 1982, η «Σελεσάο» του Τέλε Σαντάνα έγινε η τρίτη βασίλισσα χωρίς στέμμα, όταν ηττήθηκε στη Σαρία της Βαρκελώνης 3-2 από την Ιταλία του Έντσο Μπέαρτζοτ, με τον Πάολο Ρόσι να κάνει χατ τρικ, πριν καν γίνουν οι ημιτελικοί. Αποκλήθηκε «Tragedia do Sarria», διότι, ως γνωστόν, οι Βραζιλιάνοι παίρνουν πολύ βαριά τις ποδοσφαιρικές ήττες τους.
Σε κάθε περίπτωση, όπως και το 1950, υπεύθυνος ήταν ο τερματοφύλακας. Στον Βαλντίρ Πέρεζ, όπως, πρωτίστως και με πολύ πιο βίαιο τρόπο, στον Μοασίρ Μπαρμπόσα μετά το μοιραίο παιχνίδι στο «Μαρακάνα», μια ιστορία αυταπάρνησης, θάρρους και θράσους του αληθινά μυθικού Ομπντούλιο Βαρέλα, έπεσε όλο το ανάθεμα για την ήττα της Βραζιλίας, αν και, στην πραγματικότητα, δεν ήταν όλα τα γκολ ευθύνη του. Φερ’ ειπείν, το δεύτερο γκολ του Πάολο Ρόσι, που έρχεται κόντρα στη ροή του παιχνιδιού και αφού η Βραζιλία έχει ισοφαρίσει με τον Σόκρατες, προκύπτει από μια λανθασμένη πάσα του Τονίνιο Σερέζο στον Ζούνιορ, ο οποίος παίζει σχεδόν αναγκαστικά στα αριστερά -και αφού συνεχώς επιτίθεται αφήνει κενά από εκείνη την πλευρά- επειδή το ποδόσφαιρο που ξέρει είναι ασύλληπτο και δεν γίνεται να μείνει εκτός.
Η Ιταλία νικά επειδή βρίσκει γκολ σε καίρια σημεία και διότι η Βραζιλία, ύστερα από το 2-2 με την καταπληκτική κίνηση του Ρομπέρτο Φαλκάο, ο οποίος, εξαιτίας της θητείας του στη Ρόμα, αποκαλούνταν «Ο όγδοος βασιλιάς της Ρώμης», δεν σταματάει να παίζει, αν και με αυτό το σκορ προκρίνεται στην επόμενη φάση, αφού η Ιταλία ψάχνει μόνο τη νίκη. Επίσης, έχει συμβεί και κάτι άλλο πάρα πολύ σημαντικό, το οποίο είναι σχεδόν καίριο για τη Βραζιλία: πριν φτάσουν στο Παγκόσμιο Κύπελλο, ο Καρέκα τραυματίζεται.
Είναι μια απόσταση τριών ημερών από την πρεμιέρα και ο Σαντάνα χάνει έναν ποδοσφαιριστή που είναι… κουτί για την επίθεση που θέλει να παίξει, υπό την έννοια ότι έχει τον Ζίκο και τον Σόκρατες από πίσω του, ενώ ο Έντερ βγαίνει από τα δεξιά ως κρυφός φορ. Η Βραζιλία χάνει ταχύτητα σε ένα πολύ κλειστό χώρο που ήθελε να την έχει, διότι δεν μπορεί να ανοίξει το παιχνίδι της στα πλάγια και ο Σερζίνιο, που είναι ο στράικέρ της, είναι αρκετά συμβατικός και μοιάζει παράταιρος γι’ αυτήν την ομάδα.
Ο Σαντάνα ήταν ανένδοτος σε μία κατάσταση: ήθελε όλοι οι ποδοσφαιριστές του να ξέρουν ποδόσφαιρο. Το γεγονός ότι την πάτησε έτσι με το φορ του ήταν ένα πλήγμα γι’ αυτόν, αλλά πιθανώς δεν θεωρούσε τη θέση τόσο κομβική. Ο σπουδαίος ρομαντικός οραματιστής (από εκείνους που ενώ το αποτέλεσμα αποδεικνύει το ασύμβατο της ίδιας της λογικής τους, απομυζούν μέγα κέρδος από την ίδια την ουσία των ονείρων τους) αναβιώνει το ζόγο μπονίτο, το όμορφο παιχνίδι, που δεν είναι απλώς μια ιδέα, αλλά στηρίζεται σε διαδοχικές πάσες μέσα σε τρίγωνα και μια απότομη επιθετική έκρηξη: το γκολ επιτομή δεν το έχει βάλει η ομάδα του, αλλά είναι το τέταρτο της Βραζιλίας του Μάριο Λόμπο Ζάγκαλο με την Ιταλία, στον τελικό του Παγκόσμιου Κυπέλλου στο Μεξικό το 1970: δεν πρόκειται μόνο για τις γκραβούρες του Κλοντοάλντο, τη μακρινή πάσα του Ριβελίνο στον Ζαϊρζίνιο και τη μεταβίβαση του τελευταίου στον Πελέ, αλλά για τη φωτεινή αντίθεση: ο Πελέ περπατά ενώ όλη η ομάδα στροβιλίζεται γύρω του και ο Κάρλος Αλμπέρτο καταφθάνει μαινόμενος για να πετύχει το 4-1. Την τελευταία πάσα ο χρόνος αναγνωρίζει ως περίπατο, ενώ ξαφνικά το μομέντουμ αλλάζει και όλα γίνονται πιο γρήγορα -ακριβώς αυτή η αίσθηση της αλλαγής είναι μεταδοτική προς το θεατή.
Ο Ντίνο Τζοφ σε μια έξοδο από το ιστορικό ματς της Βαρκελώνης
Όταν η Ιταλία νίκησε, ήταν όντως ένας θάνατος. Αυτό δεν είχε να κάνει, όμως, με το γεγονός ότι ηττήθηκε η καλύτερη ομάδα, όσο με την αναγνώριση της πραγματικότητας: θα ήθελες να βγάλεις τα σώψυχά σου στην κοπέλα που σου αρέσει και εκείνη, ενώ έχει γυρίσει την πλάτη της για να φύγει οριστικά και αμετάκλητα, να στρίψει και τρέχοντας να χωθεί στην αγκαλιά σου. Θα ήθελες μια ουράνια βοήθεια τη δύσκολη στιγμή, κάτι, οτιδήποτε, ώστε να μην αποκτήσεις τη βαθιά πεποίθηση -η οποία κιόλας μοιάζει με ασθένεια- πως η πραγματικότητα είναι απλώς ένα σύνολο από τυχαία γεγονότα και γι’ αυτά δεν σημαίνουμε κάτι. Δεν νίκησε η καλύτερη ομάδα, ούτως ή άλλως, αλλά εκείνη που είχε υποτυπώδη λογική στο παιχνίδι της και, κυρίως, που ήταν πιο προσεκτική σε ό,τι είναι οι λεπτομέρειες.
Η Ιταλία έπαιζε το «gioco al’ italiana», ένα σύστημα με μαν του μαν το οποίο ήταν προβλέψιμο και ένα χρόνο μετά, στο ΟΑΚΑ της Αθήνας και τον τελικό Κυπέλλου Πρωταθλητριών, ο προπονητής του Αμβούργου το έκανε μια χαψιά όταν έβαλε το δεύτερο επιθετικό του, Λαρς Μπάστρουπ, στην πλευρά του Αντόνιο Καμπρίνι, αναγκάζοντας τον τεχνικό της Γιουβέντους, Τζιοβάνι Τραπατόνι, να στείλει τον Κλαούντιο Τζεντίλε σε εκείνη την πλευρά, ώστε ο αριστερός μπακ του να μετατραπεί σε μέσο, και να αφήσει το δεξιό χαφ του, σκόρερ του τρίτου γκολ της Ιταλίας στον τελικό με τη Δυτική Γερμανία στη Μαδρίτη, στις 13 Ιουλίου του 1982, με τον επικό πανηγυρισμό, Μάρκο Ταρντέλι, μόνο στην πλευρά από την οποία το Αμβούργο, πιο συγκεκριμένα ο Φέλιξ Μάγκατ, έβαλε το γκολ της νίκης μόλις στο 9’. Ύστερα από αυτό το ματς, οι Ιταλοί εγκατέλειπαν σιγά σιγά το συγκεκριμένο σύστημα, διότι είδαν ότι χρειαζόταν να εκσυγχρονιστούν.
Στη Βραζιλία αυτή η ήττα, από μία ομάδα η οποία είχε περάσει με τρεις ισοπαλίες από τον όμιλό της και είχε υιοθετήσει, έπειτα από εντόλη του Μπέαρτζοτ, τη «silenzia stampa», δηλαδή τη σιωπή προς τον Τύπο -όπου μόνο ο λακωνικός αρχηγός της ομάδας, Ντίνο Τζοφ, επιτρεπόταν να μιλάει- έφερε 14 αυτοκτονίες σε Σάο Πάουλο και Ρίο ντε Τζανέιρο και επεισόδια στους δρόμους των μεγαλουπόλεων μιας χώρας η οποία ήταν παραδομένη στη στρατιωτική δικτατορία και παρά την τρομερή οικονομική ανάπτυξη του 1979.
Κι αν η αφαίρεση μιας ζωής ύστερα από μια ποδοσφαιρική ήττα είναι εξ ορισμού οξύμωρη, στην ούγια υπάρχει ένα… κουάρκ κατανόησης: όταν ο τρόπος διαβίωσης είναι σκληρός και αυτό που παρακολουθείς είναι όμορφο, η ελπίδα, ακόμα και αθέλητα, φωλιάζει. Όταν η ομορφιά ηττάται, ο κόσμος καταρρέει, διότι η ελπίδα έχει εδραιωθεί. Αυτό θα ήταν το τέλος του ζόγο μπονίτο, παρ’ όλα αυτά μελλοντικά θα επαναλαμβανόταν μέσα από μονάδες. Υπάρχει δε ένα παιχνίδι, συμπτωματικά με αντίπαλο την Ιταλία στο «Ζερλάν» της Λυών στις 8 Ιουνίου του 1997, για τη διοργάνωση «Tournoi de France», το πρώτο Κύπελλο Συνομοσπονδιών που θα αποτελούσε πρόβα τζενεράλε για το Παγκόσμιο ένα χρόνο μετά. Εκεί ήταν πάλι ο Ζάγκαλο που παρέταξε μια ομάδα με στόχο την ψυχαγωγία, με Λεονάρντο, Ντενίλσον, Ρομάριο και Ρονάλντο μαζί στο βασικό σχήμα και η Βραζιλία ήταν εκπληκτική, αλλά… δεν νίκησε, 3-3. Ακόμα κι αν άφησε την υποψία ότι θα αναβιώσει το 1970 και το 1982, αυτό δεν έγινε. Από τη χώρα ποτέ δεν εξέλειψαν παίκτες που θα ενσάρκωναν όλες τις ονειρώξεις των παιδικών χρόνων των θεατών -η αφέλεια του συνόλου, όμως, δεν θα επανερχόταν.
Όταν η Ιταλία νίκησε 3-2 τη Βραζιλία στο «Σαρία» της Βαρκελώνης, στις 5 Ιουλίου 1982, για το Παγκόσμιο Κύπελλο, και αποκλείστηκε πριν τα ημιτελικά, στη χώρα άνθρωποι αυτοκτόνησαν από τη στενοχώρια τους και ο Ζίκο δήλωσε ότι το ποδόσφαιρο πέθανε. Στην πραγματικότητα, αυτό που σκοτώθηκε ήταν η αφέλεια και, δυστυχώς, οι Βραζιλιάνοι ουδέποτε πια θα αντιμετώπιζαν τον αγωνιστικό χώρο ως έναν απεριόριστο παιδότοπο.
Στην ποδοσφαιρική Ιστορία, ειδικά σε ό,τι αφορά το Παγκόσμιο Κύπελλο, υπάρχουν ομάδες που τους αποδίδονται τα… πάντα και άλλες που παρά τη σπουδαιότητά τους απέχουν της παγκόσμιας αναγνώρισης. Από τα τέσσερα τρόπαια που έχει κερδίσει η Γερμανία, το 1954, το 1974, το 1990 και το 2014, μόνο ένα ουσιαστικά «δικαιούνται»: το τελευταίο, επί της Αργεντινής του Λιονέλ Μέσι. Τα δύο πρώτα ήρθαν επί ομάδων που χαρακτηρίζονται βασίλισσες χωρίς στέμμα, σε σημείο που οι επέτειοι αφορούν σε συντριπτικό βαθμό στις ίδιες, πολύ περισσότερο από τα συγκροτήματα του Ζεπ Χεπμπέργκερ και Χέλμουτ Σεν. Στη Ρώμη, δε, τα δάκρυα του Ντιέγκο Μαραντόνα, μαζί με το αφήγημα για το ψεύτικο πέναλτι που κέρδισε ο Ρούντι Φέλερ, χαρακτήρισαν τον τελικό, αν και η Δυτική Γερμανία είχε πολύ καλύτερη ομάδα από την Αργεντινή.
Από την άλλη μεριά, ό,τι κάνει η Βραζιλία είναι καλώς καμωμένο. Η ομάδα του 1950, που ηττήθηκε από την Ουρουγουάη στο «Μαρακάνα», ήταν η κορυφαία σε όλην την οικουμένη. Το 1958 οι νεαροί Πελέ και Γκαρίντσα ήταν περίπου σαν εξωγήινοι, που έφτασαν για να σώσουν τον κόσμο, ενώ το 1962 οι διαστάσεις που πήραν τα κατορθώματα του δεύτερου υπερκαλύπτουν, ακόμα και τώρα, τον έκλυτο βίο του. Το 1970, η Βραζιλία που πήρε το Παγκόσμιο Κύπελλο λογίζεται ακόμα και σήμερα η κορυφαία ομάδα όλων των εποχών. Και το 1982, η «Σελεσάο» του Τέλε Σαντάνα έγινε η τρίτη βασίλισσα χωρίς στέμμα, όταν ηττήθηκε στη Σαρία της Βαρκελώνης 3-2 από την Ιταλία του Έντσο Μπέαρτζοτ, με τον Πάολο Ρόσι να κάνει χατ τρικ, πριν καν γίνουν οι ημιτελικοί. Αποκλήθηκε «Tragedia do Sarria», διότι, ως γνωστόν, οι Βραζιλιάνοι παίρνουν πολύ βαριά τις ποδοσφαιρικές ήττες τους.
Σε κάθε περίπτωση, όπως και το 1950, υπεύθυνος ήταν ο τερματοφύλακας. Στον Βαλντίρ Πέρεζ, όπως, πρωτίστως και με πολύ πιο βίαιο τρόπο, στον Μοασίρ Μπαρμπόσα μετά το μοιραίο παιχνίδι στο «Μαρακάνα», μια ιστορία αυταπάρνησης, θάρρους και θράσους του αληθινά μυθικού Ομπντούλιο Βαρέλα, έπεσε όλο το ανάθεμα για την ήττα της Βραζιλίας, αν και, στην πραγματικότητα, δεν ήταν όλα τα γκολ ευθύνη του. Φερ’ ειπείν, το δεύτερο γκολ του Πάολο Ρόσι, που έρχεται κόντρα στη ροή του παιχνιδιού και αφού η Βραζιλία έχει ισοφαρίσει με τον Σόκρατες, προκύπτει από μια λανθασμένη πάσα του Τονίνιο Σερέζο στον Ζούνιορ, ο οποίος παίζει σχεδόν αναγκαστικά στα αριστερά -και αφού συνεχώς επιτίθεται αφήνει κενά από εκείνη την πλευρά- επειδή το ποδόσφαιρο που ξέρει είναι ασύλληπτο και δεν γίνεται να μείνει εκτός.
Η Ιταλία νικά επειδή βρίσκει γκολ σε καίρια σημεία και διότι η Βραζιλία, ύστερα από το 2-2 με την καταπληκτική κίνηση του Ρομπέρτο Φαλκάο, ο οποίος, εξαιτίας της θητείας του στη Ρόμα, αποκαλούνταν «Ο όγδοος βασιλιάς της Ρώμης», δεν σταματάει να παίζει, αν και με αυτό το σκορ προκρίνεται στην επόμενη φάση, αφού η Ιταλία ψάχνει μόνο τη νίκη. Επίσης, έχει συμβεί και κάτι άλλο πάρα πολύ σημαντικό, το οποίο είναι σχεδόν καίριο για τη Βραζιλία: πριν φτάσουν στο Παγκόσμιο Κύπελλο, ο Καρέκα τραυματίζεται.
Είναι μια απόσταση τριών ημερών από την πρεμιέρα και ο Σαντάνα χάνει έναν ποδοσφαιριστή που είναι… κουτί για την επίθεση που θέλει να παίξει, υπό την έννοια ότι έχει τον Ζίκο και τον Σόκρατες από πίσω του, ενώ ο Έντερ βγαίνει από τα δεξιά ως κρυφός φορ. Η Βραζιλία χάνει ταχύτητα σε ένα πολύ κλειστό χώρο που ήθελε να την έχει, διότι δεν μπορεί να ανοίξει το παιχνίδι της στα πλάγια και ο Σερζίνιο, που είναι ο στράικέρ της, είναι αρκετά συμβατικός και μοιάζει παράταιρος γι’ αυτήν την ομάδα.
Το «gioco al’italiana» και η τραγωδία στη Βραζιλία
Ο Σαντάνα ήταν ανένδοτος σε μία κατάσταση: ήθελε όλοι οι ποδοσφαιριστές του να ξέρουν ποδόσφαιρο. Το γεγονός ότι την πάτησε έτσι με το φορ του ήταν ένα πλήγμα γι’ αυτόν, αλλά πιθανώς δεν θεωρούσε τη θέση τόσο κομβική. Ο σπουδαίος ρομαντικός οραματιστής (από εκείνους που ενώ το αποτέλεσμα αποδεικνύει το ασύμβατο της ίδιας της λογικής τους, απομυζούν μέγα κέρδος από την ίδια την ουσία των ονείρων τους) αναβιώνει το ζόγο μπονίτο, το όμορφο παιχνίδι, που δεν είναι απλώς μια ιδέα, αλλά στηρίζεται σε διαδοχικές πάσες μέσα σε τρίγωνα και μια απότομη επιθετική έκρηξη: το γκολ επιτομή δεν το έχει βάλει η ομάδα του, αλλά είναι το τέταρτο της Βραζιλίας του Μάριο Λόμπο Ζάγκαλο με την Ιταλία, στον τελικό του Παγκόσμιου Κυπέλλου στο Μεξικό το 1970: δεν πρόκειται μόνο για τις γκραβούρες του Κλοντοάλντο, τη μακρινή πάσα του Ριβελίνο στον Ζαϊρζίνιο και τη μεταβίβαση του τελευταίου στον Πελέ, αλλά για τη φωτεινή αντίθεση: ο Πελέ περπατά ενώ όλη η ομάδα στροβιλίζεται γύρω του και ο Κάρλος Αλμπέρτο καταφθάνει μαινόμενος για να πετύχει το 4-1. Την τελευταία πάσα ο χρόνος αναγνωρίζει ως περίπατο, ενώ ξαφνικά το μομέντουμ αλλάζει και όλα γίνονται πιο γρήγορα -ακριβώς αυτή η αίσθηση της αλλαγής είναι μεταδοτική προς το θεατή.
Όταν η Ιταλία νίκησε, ήταν όντως ένας θάνατος. Αυτό δεν είχε να κάνει, όμως, με το γεγονός ότι ηττήθηκε η καλύτερη ομάδα, όσο με την αναγνώριση της πραγματικότητας: θα ήθελες να βγάλεις τα σώψυχά σου στην κοπέλα που σου αρέσει και εκείνη, ενώ έχει γυρίσει την πλάτη της για να φύγει οριστικά και αμετάκλητα, να στρίψει και τρέχοντας να χωθεί στην αγκαλιά σου. Θα ήθελες μια ουράνια βοήθεια τη δύσκολη στιγμή, κάτι, οτιδήποτε, ώστε να μην αποκτήσεις τη βαθιά πεποίθηση -η οποία κιόλας μοιάζει με ασθένεια- πως η πραγματικότητα είναι απλώς ένα σύνολο από τυχαία γεγονότα και γι’ αυτά δεν σημαίνουμε κάτι. Δεν νίκησε η καλύτερη ομάδα, ούτως ή άλλως, αλλά εκείνη που είχε υποτυπώδη λογική στο παιχνίδι της και, κυρίως, που ήταν πιο προσεκτική σε ό,τι είναι οι λεπτομέρειες.
Η Ιταλία έπαιζε το «gioco al’ italiana», ένα σύστημα με μαν του μαν το οποίο ήταν προβλέψιμο και ένα χρόνο μετά, στο ΟΑΚΑ της Αθήνας και τον τελικό Κυπέλλου Πρωταθλητριών, ο προπονητής του Αμβούργου το έκανε μια χαψιά όταν έβαλε το δεύτερο επιθετικό του, Λαρς Μπάστρουπ, στην πλευρά του Αντόνιο Καμπρίνι, αναγκάζοντας τον τεχνικό της Γιουβέντους, Τζιοβάνι Τραπατόνι, να στείλει τον Κλαούντιο Τζεντίλε σε εκείνη την πλευρά, ώστε ο αριστερός μπακ του να μετατραπεί σε μέσο, και να αφήσει το δεξιό χαφ του, σκόρερ του τρίτου γκολ της Ιταλίας στον τελικό με τη Δυτική Γερμανία στη Μαδρίτη, στις 13 Ιουλίου του 1982, με τον επικό πανηγυρισμό, Μάρκο Ταρντέλι, μόνο στην πλευρά από την οποία το Αμβούργο, πιο συγκεκριμένα ο Φέλιξ Μάγκατ, έβαλε το γκολ της νίκης μόλις στο 9’. Ύστερα από αυτό το ματς, οι Ιταλοί εγκατέλειπαν σιγά σιγά το συγκεκριμένο σύστημα, διότι είδαν ότι χρειαζόταν να εκσυγχρονιστούν.
Στη Βραζιλία αυτή η ήττα, από μία ομάδα η οποία είχε περάσει με τρεις ισοπαλίες από τον όμιλό της και είχε υιοθετήσει, έπειτα από εντόλη του Μπέαρτζοτ, τη «silenzia stampa», δηλαδή τη σιωπή προς τον Τύπο -όπου μόνο ο λακωνικός αρχηγός της ομάδας, Ντίνο Τζοφ, επιτρεπόταν να μιλάει- έφερε 14 αυτοκτονίες σε Σάο Πάουλο και Ρίο ντε Τζανέιρο και επεισόδια στους δρόμους των μεγαλουπόλεων μιας χώρας η οποία ήταν παραδομένη στη στρατιωτική δικτατορία και παρά την τρομερή οικονομική ανάπτυξη του 1979.
Κι αν η αφαίρεση μιας ζωής ύστερα από μια ποδοσφαιρική ήττα είναι εξ ορισμού οξύμωρη, στην ούγια υπάρχει ένα… κουάρκ κατανόησης: όταν ο τρόπος διαβίωσης είναι σκληρός και αυτό που παρακολουθείς είναι όμορφο, η ελπίδα, ακόμα και αθέλητα, φωλιάζει. Όταν η ομορφιά ηττάται, ο κόσμος καταρρέει, διότι η ελπίδα έχει εδραιωθεί. Αυτό θα ήταν το τέλος του ζόγο μπονίτο, παρ’ όλα αυτά μελλοντικά θα επαναλαμβανόταν μέσα από μονάδες. Υπάρχει δε ένα παιχνίδι, συμπτωματικά με αντίπαλο την Ιταλία στο «Ζερλάν» της Λυών στις 8 Ιουνίου του 1997, για τη διοργάνωση «Tournoi de France», το πρώτο Κύπελλο Συνομοσπονδιών που θα αποτελούσε πρόβα τζενεράλε για το Παγκόσμιο ένα χρόνο μετά. Εκεί ήταν πάλι ο Ζάγκαλο που παρέταξε μια ομάδα με στόχο την ψυχαγωγία, με Λεονάρντο, Ντενίλσον, Ρομάριο και Ρονάλντο μαζί στο βασικό σχήμα και η Βραζιλία ήταν εκπληκτική, αλλά… δεν νίκησε, 3-3. Ακόμα κι αν άφησε την υποψία ότι θα αναβιώσει το 1970 και το 1982, αυτό δεν έγινε. Από τη χώρα ποτέ δεν εξέλειψαν παίκτες που θα ενσάρκωναν όλες τις ονειρώξεις των παιδικών χρόνων των θεατών -η αφέλεια του συνόλου, όμως, δεν θα επανερχόταν.