Για όποιον παρακολούθησε το Νάπολι-Μίλαν στο «Diego Maradona» την Τρίτη του Πάσχα, δεν πρέπει να πέρασε πολλή ώρα από την έναρξη του δεύτερου προημιτελικού στο Champions League προκειμένου να εκτιμήσει, σχεδόν να αποφανθεί, ότι οι γηπεδούχοι κυνηγούσαν χίμαιρες. Αν ρωτούσε κάποιος οποιονδήποτε μεσήλικο ανάμεσα στα δύο παιχνίδια τι επρόκειτο να γίνει στη ρεβάνς, θα έδινε τον τίτλο του φαβορί μάλλον στη Μίλαν.

Το 1-0, με το οποίο νίκησε στο «Σαν Σίρο», δεν είναι απλώς το τέλειο σκορ, αλλά ένα αποτέλεσμα που επαναφέρει μνήμες από την αίσθηση για τις ιταλικές ομάδες πριν από 20 και 30 χρόνια, όταν άφηναν, θεωρητικά, ελπίδες στον αντίπαλο για τη ρεβάνς. Ήταν επαναλαμβανόμενη η επωδός της πρόκρισης σε αυτήν την περίπτωση, με τρόπο τέτοιο, που το 1-0 έμοιαζε με 3-0.

Η Μίλαν επέστρεψε στα ημιτελικά του Champions League για πρώτη φορά από το 2007. Τότε είχε κατακτήσει το τρόπαιο με το 2-1 επί της Λίβερπουλ στην Αθήνα, αμφότερα τα γκολ πέτυχε ο Φίλιπο Ιντσάγκι. Με αυτήν την κατάκτηση, ολοκλήρωσε μια εντυπωσιακή πενταετία στην Ευρώπη, όχι λιγότερο παραγωγική από την τετραετία της Μπαρτσελόνα, από το 2008 έως το 2012.



Οι «μπλαουγκράνα» κατέκτησαν δύο τρόπαια Champions League, το 2009 και το 2011, και έπαιξε σε ισάριθμους ημιτελικούς, το 2010 και το 2012. Οι «ροσονέρι» έπαιξαν σε τρεις τελικούς, το 2003, το 2005 και το 2007, νίκησαν στον πρώτο και τον τρίτο, έφτασαν στους ημιτελικούς το 2006 και αποκλείστηκαν παρά φύση, με το απολύτως σοκαριστικό 4-0 της Ντεπορτίβο λα Κορούνια στο «Ριαθόρ» τη Μεγάλη Τετάρτη του 2004, που ανέτρεψε το δικό τους 4-1 από το «Σαν Σίρο» την προηγούμενη εβδομάδα.

Κοντολογίς, για όποιον θυμάται τον ευρωπαϊκό ποδοσφαιρικό χάρτη από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 και έπειτα, η Μίλαν αποκλείεται να εκφεύγει των αναμνήσεών του. Η Μίλαν ήταν η ομάδα που νίκησε τη Ρεάλ Μαδρίτης 5-0 στο «Σαν Σίρο» στο δεύτερο ημιτελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών, στις 19 Απριλίου 1989, εκείνη των τριών Ολλανδών, το μαύρο άλογο της Αθήνας, με το 4-0 επί της Μπαρτσελόνα του Γιόχαν Κρόιφ το 1994, αλλά και ο σύλλογος που έκοψε την καριέρα του Μάρκο φαν Μπάστεν, όταν ο Φάμπιο Καπέλο τον χρησιμοποίησε στον τελικό του 1993 με τη Μαρσέιγ, κατ’ εντολή του Σίλβιο Μπερλουσκόνι, ενώ ήταν φανερά ανέτοιμος.

Κι ενώ δεν λείπουν οι τρομερές ιστορίες από την παρουσία της στη Serie A, η Μίλαν απέκτησε το status quo της ομάδας της Τετάρτης.

Η διαφορετικότητα της καθημερινής

Ουσιαστικά, κι ενώ οι μέρες δόξας της στα τέλη της δεκαετίας του ’80 συνυφάνθηκαν με την απουσία των αγγλικών ομάδων στα Κύπελλα Ευρώπης, γέμισε ένα κενό. Η Μίλαν δεν είναι η πιο ισχυρή δύναμη στην Ιταλία, αυτή ήταν και θα είναι, φροντίζοντας αποκλειστικά γι’ αυτό, η Γιουβέντους. Ωστόσο, σε ό,τι αφορά τον ποδοσφαιρόφιλο, ο οποίος γαλουχήθηκε με την αναγνώριση ότι το ποδόσφαιρο δεν είναι για χόρταση, είναι ένα σήμα κατατεθέν.



Πριν από 35 χρόνια, άλλωστε, τα παιχνίδια που γίνονταν καθημερινές δεν σημειώνονταν στο ποσοστό που είναι σήμερα. Το Κύπελλο Πρωταθλητριών γινόταν αποκλειστικά Τετάρτη και οι αναμετρήσεις ήταν υποδιπλάσιες, τουλάχιστον σε εμπορική αξία. Η ομάδα έπαιζε τρεις γύρους σε διπλά παιχνίδια και βρισκόταν στα προημιτελικά του θεσμού, ταυτοχρόνως οι αντίπαλοι ήταν τέτοιου επιπέδου, που υπήρχε ανησυχία για τη συγκοινωνία. Δεν θα μπορούσε να φανταστεί κάποιος ένα δίκτυο που θα είχε παράλληλη μετάδοση του παιχνιδιού της Ρεάλ με τη νορβηγική Μος και εκείνου της Μίλαν με την ιρλανδική Νταντάλκ, κάτι που έγινε στον πρώτο γύρο της διοργάνωσης το 1989.

Εκείνες τις μέρες, μάλιστα, τα μόνα ματς που μεταδίδονταν στην Ελλάδα ήταν οι αναμετρήσεις της Λάρισας με τη Νιουσατέλ Ξαμάξ. Το μικροσκόπιο είναι δίκαιος όρος για να αποδοθεί ο τρόπος που έψαχναν τα διεθνή παιχνίδια οι φίλαθλοι στα ημέτερα. Το Σαββατοκύριακο ήταν μια πιο βολική κατάσταση, αλλά ακόμα και τώρα, που η δουλειά έχει γίνει ανεξέλεγκτη και οι υπερωρίες κανόνας, δεν πρόκειται για μια κατάσταση στην οποία ο θεατής πραγματικά χρειαζόταν το ποδόσφαιρο.



Ως εκ τούτου, οι ομάδες που διακρίνονταν κυρίως εκείνη την εποχή, όταν δυνητικά υπήρχε ενδιαφέρον, απέκτησαν σημαίνουσα θέση στη συνείδηση. Να γεμίσεις το βράδυ μιας καθημερινής με ένα Μίλαν-Ρεάλ Μαδρίτης ήταν το αισθητικό ισοδύναμο με το να βρίσκεσαι, μια τυχαία Δευτέρα, σε συναυλία της Νταϊάνα Ρος. Εκείνος ο θρίαμβος, λοιπόν, ήταν που καθιέρωσε μια ομάδα (η οποία, ειρήσθω εν παρόδω, σώθηκε από αποκλεισμό στο Βελιγράδι με τον Ερυθρό Αστέρα στο δεύτερο γύρο της διοργάνωσης σκανδαλωδώς) η οποία δεν ήταν η πρώτιστη δύναμη στη χώρα της στη συλλογική συνείδηση.

Αυτό, παρεμπιπτόντως, δεν άλλαξε ιδιαιτέρως όλη τη δεκαετία του ’90. Όταν ο Παναθηναϊκός, η ΑΕΚ και αργότερα ο Ολυμπιακός έβγαιναν στους ομίλους του Champions League, το MEGA, που ήταν το κανάλι που έδειχνε τα παιχνίδια, είχε τη δυνατότητα, μέσω της εκπομπής του, να τραβάει ακόμα και σε τρεις ώρες τη διάρκειά της, να διακόπτει για δελτίο ειδήσεων και ο θεατής, που ήθελε να δει, να μην μπορεί να κάνει οτιδήποτε άλλο παρά να περιμένει, διότι δεν υπήρχε η δυνατότητα ακόμα και να πληροφορηθεί για τα αποτελέσματα.

Γι’ αυτό, κιόλας, όταν ο Αντώνης Κατσαρός την Τετάρτη, από το Μόναχο, προλόγισε το παιχνίδι της Ίντερ με την Μπενφίκα με θερμούς χαρακτηρισμούς, είπε ότι η Ίντερ πήρε την πρόκριση, διότι προφανώς αναγνωρίζεται ότι δεν θα γινόταν να το κρύψει από οποιονδήποτε είχε την επιθυμία να το μάθει. Αλλά είναι σοκαρίστικό για εκείνους που μεγάλωσαν ακούγοντας τους σχολιαστές να τους παροτρύνουν να «μείνετε συντονισμένοι για τη “Σούπερ Μπάλα”, διότι η βραδιά έχει πολλά γκολ».

Η Μίλαν ήταν ακριβώς «εκείνη η ομάδα». Συμβόλιζε το zeitgeist και με την κόκκινη και μαύρη φανέλα στο γήπεδο αντιλαμβανόσουν ακριβώς τη σημασία και τη σημαντότητα της διοργάνωσης. Τον καιρό που η ελληνική τηλεόραση, με τα ιδιωτικά κανάλια, ήθελε πολλά περισσότερα, ουδείς περισσότερο από τους «ροσονέρι» βρισκόταν σε τέτοια συχνότητα στην κεντρική εικόνα. Γι’ αυτό, κιόλας, η πιθανότητα να πάει στον τελικό για πρώτη φορά από το 2007 έχει τη σημασία της και για τη μνήμη.

*Το κείμενο δημοσιεύθηκε την Παρασκευή, 21 Απριλίου, στην ιστοσελίδα sportday.gr