Τριακόσια ογδόντα τρισ. δολάρια είναι το παγκόσµιο χρέος από 12 τρισ. που ήταν το 1980, χρονιά-ορόσηµο, όταν εν ονόµατι της παγκοσµιοποίησης οι περιορισµοί µπήκαν στο ψυγείο, οι δείκτες αφέθησαν ανεξέλεγκτοι και ένα παγκόσµιο οικονοµικό τέρας, χωρίς πατρίδα, σηµαία και έθνος, η κατ’ ευφηµισµόν άυλη οικονοµία, η οικονοµία µιας αόρατης αγοράς, γιγάντωσε τις εισοδηµατικές διαφορές, ισοπεδώνοντας τους µικρούς, διαλύοντας τους µεσαίους και απογειώνοντας τους ελάχιστους γνωστούς και άγνωστους.
Η δεκαετία του 2020 θα είναι αυτή που θα σηµάνει το τέλος της ιδέας ότι µπορούµε «να αφήσουµε την αγορά» να επιλύσει τα διάφορα οικονοµικά προβλήµατα – έπειτα από περίπου 40 χρόνια, στη διάρκεια των οποίων η πεποίθηση αυτή προκάλεσε ανείπωτη ζηµιά στην κοινωνία και το περιβάλλον.
Είµαστε σε θέση να κάνουµε µε τόση σιγουριά αυτή την πρόβλεψη εξαιτίας της φύσης της ψηφιακής οικονοµίας. Η επί µακρόν κυρίαρχη οικονοµική θεωρία, σύµφωνα µε την οποία οι επιχειρήσεις ή τα άτοµα παράγουν τα καλύτερα δυνατά αποτελέσµατα για την κοινωνία δρώντας µεµονωµένα µε στόχο τη µεγιστοποίηση των κερδών τους ή του όποιου «ίδιου οφέλους» τους, δεν υπήρξε ποτέ έγκυρη. Εάν ήταν, τότε οι επιχειρήσεις δεν θα έβλεπαν κανένα πλεονέκτηµα στην επιδίωξη να γίνουν τόσο πολύ µεγαλύτερες και οι διαφηµιστές δεν θα µετέρχονταν µεθόδους κοινωνικής πίεσης για να χειραγωγούν τους καταναλωτές. Όµως στον ψηφιακό κόσµο καθίσταται απλώς αδύνατο να παραβλέψουµε την αλληλεξάρτησή µας.
Σκεφθείτε τις ευρέως διαδεδοµένες ψηφιακές πλατφόρµες της σηµερινής εποχής. Ένας από τους λόγους για τους οποίους υπάρχουν µόνο λίγοι παγκόσµιοι ηγέτες σε αυτές τις πλατφόρµες είναι το λεγόµενο «δικτυακό φαινόµενο»: είτε µια πλατφόρµα συνδέει πελάτες µε εστιατόρια είτε επιτρέπει στους χρήστες να συνδέονται µεταξύ τους, όσο περισσότεροι χρήστες τη χρησιµοποιούν τόσο καλύτερη γίνεται η πλατφόρµα για όλους τους συµµετέχοντες. Όσο διευρύνεται µια πλατφόρµα, τόσο τα οφέλη για όλους αυξάνονται, συχνά µε επιταχυνόµενο ρυθµό.
Ή αναλογιστείτε την προφανή σπουδαιότητα των δεδοµένων, των οποίων ο ραγδαία αυξανόµενος όγκος τροφοδοτεί την τεχνητή νοηµοσύνη και άλλες καινοτόµες υπηρεσίες (όπως π.χ. την αγορά της ψηφιακής διαφήµισης). Τα δεδοµένα διαθέτουν τα οικονοµοτεχνικά χαρακτηριστικά ενός κατ’ εξοχήν δηµόσιου αγαθού (όπως είναι ο αέρας), µε την έννοια ότι είναι «µη ανταγωνιστικά» – περισσότερα του ενός άτοµα µπορούν να χρησιµοποιούν τα ίδια δεδοµένα ταυτόχρονα, χωρίς να εξαντλείται το συνολικό απόθεµα. Και οι υποτυπώδεις γνώσεις οικονοµικών καταδεικνύουν ότι δεν είναι δυνατόν να αναµένεται από τις αγορές να παράγουν και να κατανέµουν αποτελεσµατικά αυτού του είδους τα αγαθά.
Επιπλέον, τα ακατέργαστα δεδοµένα µετατρέπονται σε γνώση που περιέχει πολύτιµες πληροφορίες, οι οποίες, ακόµα και όταν παρέχονται από ένα συγκεκριµένο άτοµο, ουσιαστικά σχετίζονται µε πολλά άλλα άτοµα ή άλλα δεδοµένα. Με άλλα λόγια, η αξία της γνώσης που βασίζεται στα δεδοµένα προέρχεται από το κοινωνικό της συγκείµενο. Η ψηφιοποίηση έχει δηµιουργήσει εκτεταµένες παγκόσµιες εφοδιαστικές αλυσίδες, συνδέοντας τις µοίρες εκατοµµυρίων επιχειρήσεων. Τα µέσα κοινωνικής δικτύωσης καθιστούν τις κοινωνικές επιρροές στην καταναλωτική ζήτηση πιο σηµαντικές από ποτέ. Και η οικονοµική πρόοδος, σήµερα περισσότερο από ποτέ, βασίζεται σε ιδέες, οι οποίες συνδέονται αναπόφευκτα µε ανθρώπους και πολλαπλασιάζονται µέσω της ανταλλαγής.
Η παρατήρηση των θεµελιωδών αδυναµιών του µεθοδολογικού ατοµικισµού στον οποίο βασίζονται οι συµβατικές οικονοµικές συνταγές είναι κάθε άλλο παρά καινούργια. Σε ένα βιβλίο του 1952, που βασίστηκε στη διδακτορική διατριβή του, ο εκλιπών Αµερικανός οικονοµολόγος William J. Baumol σηµείωνε πως οι άνθρωποι επηρεάζουν ο ένας τις προτιµήσεις του άλλου και πως οι επιχειρήσεις επηρεάζουν η µία το κόστος παραγωγής της άλλης ανάλογα µε την κλίµακα των δραστηριοτήτων τους. Φυσικά, η παραδοχή πως θα µπορούσε να αγνοηθεί η αλληλεξάρτηση κατέστησε απλούστερη την οικονοµική ανάλυση. Οµως, όπως έγραψε ο Baumol: «Αυτού του είδους η παραδοχή δεν είναι ουδέτερης απόχρωσης. Οδηγεί αναπόδραστα στην αποδοχή του laissez-faire»*.
Προσέτι, εάν η παραδοχή αυτή είναι εσφαλµένη, τότε είναι εσφαλµένο και το συµπέρασµα – όπως έχουµε διαπιστώσει σε ορισµένες επιζήµιες οικονοµικές πολιτικές από τη δεκαετία του 1980 και εξής. Η απελευθέρωση των χρηµατοπιστωτικών αγορών οδήγησε στην παγκόσµια χρηµατοπιστωτική κρίση του 2008, ενώ η «αγορά εταιρικού ελέγχου» οδήγησε σε δραστική αύξηση των συγχωνεύσεων και αυξηµένο συγκεντρωτισµό σε πολλούς τοµείς της οικονοµίας. Επιπλέον, η άποψη του Milton Friedman ότι η µοναδική κοινωνική ευθύνη µιας εταιρείας είναι να αυξάνει τα κέρδη της ενθάρρυνε τα υπεραµειβόµενα διοικητικά στελέχη να αγνοούν τις περιβαλλοντικές και κοινωνικές ζηµίες που προκαλούσαν οι επιχειρήσεις τους. Η «ελεύθερη» αγορά του laissez-faire είναι µια χίµαιρα και, εάν τα άτοµα δεν αναγνωρίζουν τις επιπτώσεις των ενεργειών τους στους άλλους, το αποτέλεσµα είναι αγορές που διαµορφώνονται από την απληστία και την ισχύ.
Αυτό δεν σηµαίνει ότι είναι εύκολη υπόθεση οι εναλλακτικές προσεγγίσεις. Και τούτο διότι τόσο οι κυβερνητικές αποτυχίες όσο και οι αποτυχίες της αγοράς τείνουν να συµβαίνουν εντός του ίδιου πλαισίου και για τους ίδιους λόγους – συµπεριλαµβανοµένης της ασύµµετρης πληροφόρησης, της αβεβαιότητας, των ατελών συµβάσεων και των προβληµάτων εντολέα-εντολοδόχου. Η τυποποιηµένη κυβερνητική δράση έχει τις ίδιες πιθανότητες επιτυχίας που έχει και το laissez-faire. Η φύση της ψηφιακής οικονοµίας οξύνει έτι περαιτέρω αυτές τις κλασικές προκλήσεις και τώρα διανύουµε τα πρώτα στάδια του προβληµατισµού σχετικά µε το ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος ρύθµισής της. Τη στιγµή που εκατοντάδες εκατοµµύρια άνθρωποι ζουν σε πυκνοκατοικηµένες περιοχές, αλληλεπιδρούν µε µυριάδες τρόπους και εξαρτώνται από τις ενέργειες άλλων που βρίσκονται χιλιάδες µίλια µακριά τους, θα ήταν παράλογο να περιµένουµε ότι υπάρχουν εύκολες λύσεις. Όπως υποδηλώνει η πρόσφατη παγκόσµια αύξηση των εκθέσεων σχετικά µε την πολιτική ανταγωνισµού και τη ρύθµιση της ψηφιακής αγοράς, βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη η αναζήτηση πιθανών απαντήσεων. ∆υστυχώς, οι ακαδηµαϊκοί οικονοµολόγοι έχουν µείνει λίγο πίσω από το πνεύµα της εποχής. Όπως παρατηρεί ο Thomas Philipson στο εξαιρετικό πρόσφατο βιβλίο του «The Great Reversal» («Η µεγάλη ανατροπή»), ορµώµενος από την αυξανόµενη δυσλειτουργία της αµερικανικής οικονοµίας: «Με εξέπληξε το χάσµα µεταξύ οικονοµικής έρευνας και οικονοµικής πολιτικής».
Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής ξέρουν ότι χρειάζονται καλύτερα αναλυτικά εργαλεία προκειµένου να κατευθύνουν την οικονοµία, έτσι ώστε αυτή να αρχίσει και πάλι να παράγει ευρεία πρόοδο. Για να τους βοηθήσουν, οι οικονοµικοί ερευνητές πρέπει να εγκαταλείψουν την αντιεπιστηµονική προσκόλλησή τους στο µοντέλο των µεµονωµένων ατόµων που συναλλάσσονται σε ελεύθερες αγορές και να εστιάσουν την προσοχή τους στην πραγµατική οικονοµία της δεκαετίας του 2020. Η θεωρία περί συναλλαγών µεταξύ µεµονωµένων ατόµων στην ελεύθερη αγορά αποτέλεσε τη βάση πάνω στην οποία υιοθετήθηκαν εξαιρετικά επιβλαβείς οικονοµικές πολιτικές από τη δεκαετία του 1980 µέχρι σήµερα. ∆εδοµένης της αυξηµένης αλληλεξάρτησης που χαρακτηρίζει τον ψηφιακό κόσµο, τη δεκαετία του 2020 που ξεκινά οι οικονοµικοί ερευνητές θα πρέπει να εγκαταλείψουν την αντιεπιστηµονική προσκόλλησή τους σε αυτό το µοντέλο και να στραφούν µε τη δέουσα σοβαρότητα στην ίδια την οικονοµία.
* Το laissez-faire, µεταφραζόµενο ως «αφήστε το/τα ελεύθερα», αναφέρεται στο «οικονοµικό σύστηµα όπου οι συναλλαγές µεταξύ ιδιωτών δεν επηρεάζονται από την κρατική παρέµβαση, όπως νοµοθεσίες, προνόµια, δασµολόγια ή διατιµήσεις και επιχορηγήσεις»